Να πεθάνουμε νέοι σε βαθιά γεράματα

Να πεθάνουμε νέοι σε βαθιά γεράματα
Ακολουθήστε μας στο Google news

Στην Εφημερίδα των Συντακτών μίλησαν το Σάββατο ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Παύλος Παυλίδης σε μία εφ' όλης της ύλης συνέντευξη.

18 Μαΐου 2018

Αφορμή, οι κοινές τους συναυλίες (2/6, Αθήνα - Πλατεία Νερού, 7/6 Κύπρος - Λευκωσία, 9/6 Ηράκλειο, 16/6 Θεσσαλονίκη - Μονή Λαζαριστών). Επαιξαν για πρώτη φορά μαζί πέρυσι τον Σεπτέμβριο αλλά πολύ κόσμος έμεινε απ' έξω. Ηταν άδικο να μην μπορεί να τους δει. Οπότε η επανάληψη έμοιαζε αναγκαία.

Ιδού μερικά αποσπάσματα από τη συνέντευξή τους:

Είστε από τους ελάχιστους, αν όχι οι μοναδικοί, που το κοινό σας παραμένει νεανικό, σε αντίθεση με τους περισσότερους καλλιτέχνες που το κοινό μεγαλώνει μαζί τους.
Γιάννης Αγγελάκας: Δεν βλέπω τους νέους ως κάτι ξεχωριστό σε σχέση με μένα. Το θεωρώ φυσιολογικό να με ακούν πιο εύκολα οι ευαίσθητες γενιές. Μπορεί να είμαι και καθυστερημένος, δεν ξέρω, αλλά πνευματικά νιώθω πιο κοντά σε αυτούς παρά στους σαραντο-πενηντάρηδες.
Παύλος Παυλίδης: Αυτό συμβαίνει συν τοις άλλοις γιατί υπάρχει ένταση στις συναυλίες μας και οι νέοι τη θέλουν, τη ζουν.

Παίζει ρόλο που παίζετε ροκ; Ενώ, λόγου χάριν, το έντεχνο απευθύνεται σε πιο μεγάλους;
Γ. Αγγ.: Αναλόγως ποιο έντεχνο. Το έντεχνο του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και του Ξαρχάκου ακούγεται και σήμερα. Δεν άφησε πάντως ίχνη το νέο έντεχνο, εκτός από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και κάποια τραγούδια του Μάλαμα.

Είναι καθοριστική τελικά η ηλικία;
Π.Π.: Είχε πει ο Γιάννης πριν από πολλά χρόνια πως τα γηρατειά είναι πνευματική υπόθεση. Επίσης μου άρεσε μια φράση που διάβασα κάπου: να πεθάνουμε νέοι σε βαθιά γεράματα. Το παλεύουμε.
Γ. Αγγ.: Γι' αυτό και συντονιζόμαστε με το νεανικό κοινό. Δεν είναι δύσκολο, δύσκολο θα ήταν το αντίθετο.
Π.Π.: Δεν είναι άρνηση της ωριμότητας γιατί αυτό αποτελεί το άλλο άκρο. Είναι ωραίο να μεγαλώνουμε αλλά το πιο σημαντικό είναι το κατά πόσο προφυλάσσεις το παιδί εντός σου.
Γ. Αγγ.: Η φυσιολογική πορεία ενός ανθρώπου πάντως καθώς μεγαλώνει είναι να ανοίγει το μυαλό του.

Εσύ, Γιάννη, το πήγες λίγο προς την παράδοση στη μουσική σου, ενώ ο Παύλος όχι και τόσο μου φαίνεται.
Γ. Αγγ.: Ενα μπαγλαμαδάκι δεν σημαίνει τίποτε κι εγώ στην παράδοση κολύμπησα ψυχεδελικά. Ούτε τη μιμήθηκα, ούτε λαγνεία έφαγα. Πιο πολύ με την ψυχεδέλεια και τα ρεμπέτικα, όπως τα ένιωθα, όχι όπως θα έπρεπε. Ακουγα από μικρός ρεμπέτικα. Ακόμα και Τσιτσάνη στα ραδιόφωνα τις Κυριακές. Κουβαλούσα αυτή τη μνήμη και μετά στο πανεπιστήμιο αγοράζαμε πειρατικές κασέτες με ρεμπέτικα. Φυσικά, όταν ξεκινήσαμε και μαγευτήκαμε με το πανκ, δεν σκεφτήκαμε να παίξουμε ρεμπέτικα. Ημασταν 20 χρόνων και τρελαμένοι.
Π.Π.: Στη δική μας γενιά στη δεκαετία του '80, αλλά και λίγο πιο πριν, η παράδοση ταυτίστηκε με τη χούντα, με τον συντηρητισμό. Σε εμάς έφτανε ο απόηχος εκείνης της εποχής. Αργότερα, στη δεκαετία του '90, ήταν ο Θανάσης κυρίως που το διέλυσε όλο αυτό και έτσι προέκυψε ένα καινούργιο, σπουδαίο ελληνικό έθνικ, με εξαιρετικά κείμενα και μελοποιημένα ποιήματα.

Ο Σαββόπουλος δεν είχε προηγηθεί;
Γ. Αγγ.: Ασφαλώς, ο «Μπάλος» και το «Βρώμικο Ψωμί» είναι δίσκοι αναφοράς.

 

Είναι δύσκολο μεταξύ σας να ερμηνεύει ο ένας τα τραγούδια του άλλου στις κοινές σας συναυλίες;
Γ. Αγγ.: Οταν λέω κομμάτια του Παύλου, μου έρχονται λίγο ανάποδα γιατί έχει άλλη σκέψη. Και ο Παύλος όταν λέει δικά μου κομμάτια, κάπως ζορίζεται. Αλλιώς μετράω τον ρυθμό, αλλιώς βάζουμε τις συλλαβές, πρέπει λίγο να μπεις στο μυαλό του άλλου, κάτι πολύ γοητευτικό.

Είναι δύσκολο;
Οχι (με μια φωνή και οι δύο).

Διαφέρετε όμως μεταξύ σας στιχουργικά...
Γ. Αγγ.: Και στιχουργικά και αισθητικά.

Είστε δύο παράλληλοι, μεν, κόσμοι αλλά εντελώς διαφορετικοί. Στον στίχο σας εννοώ.
Γ. Αγγ.: Τώρα που τραγουδάω με τον Παύλο, αρχίζω και καταλαβαίνω τις σαφείς διαφορές. Σκεφτόμουν πως εγώ δεν θα έγραφα ποτέ έτσι, αλλά είναι πολύ ωραία που μπαίνω στη διαδικασία πώς σκέφτεται και εμπνέεται ο Παύλος.

Εχετε και διαφορετικές λέξεις, άλλες είναι οι αγαπημένες του Γιάννη και άλλες του Παύλου...
Π.Π.: Και εικόνες. Εγώ πιο πολύ χρησιμοποιώ τις εικόνες. Αυτό που θαύμαζα πάντα στον Γιάννη είναι η χειρουργική χρήση των λέξεων, σε πόσο βάθος φτάνει με πέντε μόνο λέξεις. Επίσης ποιο είναι το αποτέλεσμα να φτάσεις σε αυτό το βάθος, πόσο χρήσιμο και ουσιαστικό, όχι απλά γοητευτικό. Θέλω τον χρόνο μου για να καταλάβω τον Γιάννη, όπως και ο Γιάννης θέλει τον δικό του για να καταλάβει πώς εγώ χτίζω τις λέξεις στα τραγούδια.
Γ. Αγγ.: Εγώ βρίσκω στη στιχουργική του Παύλου μια ευαισθησία που δεν την έχω. Ο Παύλος μπορεί να κάνει στίχους μία εικόνα που εγώ δεν θα πρόσεχα ποτέ. Εγώ κάνω περιγραφές συναισθημάτων, βαριά, πικρά.
Π.Π.: Κι εγώ βρίσκω στον Γιάννη μια αμεσότητα που τη θαυμάζω απεριόριστα. Εγώ είμαι πιο περιγραφικός και κάποιος μπορεί να κολλήσει σε μια εικόνα σε βάρος του νοήματος που θα ήθελα.