Μία συνέντευξη κι ένα πορτρέτο του Πατρίκ Μοντιανό, μερικά χρόνια πριν…

Μία συνέντευξη κι ένα πορτρέτο του Πατρίκ Μοντιανό, μερικά χρόνια πριν…
Ακολουθήστε μας στο Google news

Μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έδωσε ο Πατρίκ Μοντιανό (το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας) σε Έλληνα δημοσιογράφο, στη Ναταλί Χατζηαντωνίου συγκεκριμένα. Πριν από χρόνια στην Ελευθεροτυπία.

10 Οκτωβρίου 2014
Στην «τέχνη της μνήμης» έκανε ιδιαίτερη μνεία η Σουηδική Ακαδημία των Νόμπελ, αναλύοντας χθες το σκεπτικό που την οδήγησε στην επιλογή του outsider Πατρίκ Μοντιανό ως φετινού αποδέκτη του Νόμπελ Λογοτεχνίας. «Σου ανοίγει διαδρόμους στον χρόνο στους οποίους μπορείς να βαδίσεις και να ανακαλύψεις τον εαυτό σου», επεσήμανε ο περίφημος Πέτερ Ένγκλουντ, γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας, για την γραφή του Μοντιανό.
 
Αυτή η λογοτεχνική ιδιαιτερότητα που συμβαδίζει απολύτως με την περίκλειστη, ιδιόρρυθμη, σκεπτόμενη προσωπικότητα του Γαλλοεβραίου συγγραφέα είναι το απόσταγμα μίας προσωπικής διαδρομής η οποία υπήρξε καθώς φαίνεται αρκετά δύσκολη και επώδυνη-ειδικά αν μιλήσουμε για τα παιδικά του χρόνια.
 
Ακόμα πάντως και στις λακωνικές απαντήσεις που μας είχε δώσει το 2008 για μία συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τότε στην «Ελευθεροτυπία» με αφορμή την κυκλοφορία τότε από τις Εκδόσεις «Πόλις» του μυθιστορήματος «Στο Cafe της Χαμένης Νιότης» (με την εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη), υπήρχαν νύξεις αυτής της ιδιαίτερης τέχνης που κατόρθωνε να μεταγγίζει τη μνήμη στο λογοτεχνικό παρόν μίας πολύ προσωπικής εκδοχής του Μοντιανό για το Παρίσι.
 
Χρειάστηκε να περιμένουμε πάνω από δύο μήνες τότε για τις απαντήσεις του Μοντιανό σε μία συνέντευξη που δεν θα είχε γίνει ποτέ χωρίς τη μεσολάβηση του Νίκου Γκιώνη από τις εκδόσεις «Πόλις», ενός από τους εκδότες «παλαιάς κοπής» από όσους λίγους δηλαδή παραμένουν σε πείσμα των καιρών πρώτα απ΄όλα αναγνώστες και λάτρεις του καλού βιβλίου, προκρίνοντας το γούστο και την άποψη από τη φήμη και το κέρδος. Ευχαριστούμε ξανά τις εκδόσεις «Πόλις» για εκείνη την συνέντευξη που θα είχε χαθεί (μαζί με το ηλεκτρονικό αρχείο της «Ε» προ του 2009) εάν ο Νίκος Γκιώνης δεν την είχε κρατήσει…  


  «Ενας Γάλλος στα καφέ της «παράνομης» νιότης του» 
(δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» στις 28 Ιουνίου του 2008)
 
Η ντελικάτη, παραπλανητικά ήσυχη στην επιφάνεια της πολυεπίπεδης αφήγησης, λιτή και συχνά ελλειπτική γραφή του Πατρίκ Μοντιανό είναι διάσημη στη Γαλλία. Το ίδιο κι ο 62χρονος συγγραφέας, που ήδη από το 1972 είχε τιμηθεί με το μεγάλο βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας και έξι χρόνια αργότερα με το «Γκονκούρ» για το μυθιστόρημα του «Η οδός των σκοτεινών μαγαζιών» (στα ελληνικά από τον «Κέδρο»). Από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της γαλλικής λογοτεχνίας, άνθρωπος «περίκλειστος» κι αρκετά ιδιόρρυθμος, με μια οδυνηρή παιδική ηλικία, αποφεύγει τη δημοσιότητα και τις δημόσιες ομιλίες που τον φέρνουν σε δύσκολη θέση για έναν επιπλέον λόγο: κοινό μυστικό στη Γαλλία είναι ότι ο μεγάλος συγγραφέας τους είναι βραδύγλωσσος. Αλλά δεν είναι μόνον αυτός ο λόγος που σπάνια εμφανίζεται στη γαλλική τηλεόραση ή δίνει συνεντεύξεις.
 
Γι αυτήν εδώ που είχαμε την τύχη να μας παραχωρήσει έπρεπε να περιμένουμε πάνω από δύο μήνες, Κι όταν έφτασαν οι γραπτές απαντήσεις του ήταν απίστευτα λακωνικές: καθεμιά από αυτές ήταν μια μικρή φράση ωμής, συνήθως, ειλικρίνειας.
Μοιάζει να αρκεί στον Πατρίκ Μοντιανό να εκπροσωπείται από τη λογοτεχνία του. Στο σύνολο της τοποθετείται στο Παρίσι. Το Παρίσι του δεν είναι, όμως, η αστραφτερή ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του Saint Germain des Pres. Είναι μια χειμωνιάτικη πόλη που διασχίζει με ομίχλη το δάσος της Βουλώνης, ζει σε εργατικά προάστια, κυκλοφορεί με το μετρό και, για να επικαλεστούμε και το, πιο πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, μυθιστόρημα «Στο Cafe της Χαμένης Νιότης» («Πόλις»), αναζητεί ασυλία στις «ουδέτερες ζώνες». Αυτές τις no man's land όπου, όπως εξηγεί ένας ήρωας του, είσαι «στο περιθώριο των πάντων, σε εκκρεμότητα, περαστικός...». 
 
 
Το μυθιστόρημα σας μοιάζει να χαρτογραφεί το Παρίσι με άξονα τις «ουδέτερες ζώνες» του. Πιστεύετε ότι υπάρχουν αυτές οι ζώνες; 
«Τέτοιες "ουδέτερες ζώνες", κενά πεδία, no man's land, υπάρχουν σε κάθε πόλη», μας προειδοποιεί ο Μοντιανό. 
 
Το προσωπικό περιθώριο, η εκκρεμότητα, η αναζήτηση της ταυτότητας, αλλά και η αίσθηση της προσωρινής παρουσίας στη ζωή είναι ο συν¬δετικός κρίκος μεταξύ όλων των ηρώων του Μοντιανό και το λάιτ μοτίφ της λογοτεχνίας του. Ή και της ζωής του. Σ' αυτή ήταν αφιερωμένος ο μονόλογος «Un pedigree» που, βασισμένος στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό κείμενο του, παρουσιάστηκε την άνοιξη στο Theatre de l' Atelier στο Παρίσι, με πρωταγωνιστή τον Εντουάρ Μπερ. Το κείμενο, που είχε κυκλοφορήσει το 2005 από τον Gallimard, παρέθετε ξερά μια επανάληψη καθημε¬ρινών γεγονότων και μια λιτανεία ονομάτων που, κατά τον ίδιο, εκπροσωπούσαν τη ζωή του προ λογοτεχνίας. Στην παράσταση ο Μπερ φρόντισε να παραθέτει εμβόλιμα δικά του ερωτήματα για την παιδική ηλικία του Μοντιανό. 
 
                Η ζωή του προ λογοτεχνίας…
 
Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε Ιούλιο του '45. Ο πατέρας του με σεφαρίδιτικη καταγωγή από τους βασανισμένους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, είχε στη διάρκεια του Β' Παγκο-σμίου Πολέμου «ανακατευτεί», επιμένει ο Μπερ, «με όλα τα είδη του εμπορίου και της μαύρης αγοράς». Η μητέρα του ήταν μια Βελγίδα ηθοποιός, δευτεραγωνίστρια και, όπως έχει πει ο ίδιος ο Μοντιανό, «με αποξηραμένα αισθήματα, σκληρή και πάντα άφραγκη». Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο κατεχόμενο Παρίσι και μέχρι το 1966, όταν χώρισαν οριστικά, έζησαν μια αντισυμβατική περιπετειώδη σχέση, καρπός της οποίας ήταν ο Πατρίκ κι ο Ρουντί.
Ο τελευταίος πέθανε στα 10 του χρόνια από μια ανίατη ασθένεια, γεγονός που σημάδεψε βαθιά τον Πατρίκ: «Μετά τον θάνατο του αδελφού μου πίστευα για καιρό πως τίποτα πια δεν με αφορά βαθιά». Εμεινε άλλωστε μόνος με δύο γονείς που χώριζαν συχνά, με έναν πατέρα που χανόταν για μεγάλα διαστήματα μέχρι να εξαφανιστεί οριστικά και με μια μάνα που, αδυνατώντας να τον ζήσει, τον έβαλε τελικά σε οικοτροφείο.
Η ιστορία του Μοντιανό είναι «κλειδί» για τη λογοτεχνία του, στην οποία συχνά ο πατέρας απουσιάζει, η μάνα είναι μια περαστική ψυχρή φιγούρα κι ο κεντρικός ήρωας «πάσχει» χωρίς να κοινοποιεί τα μυστικά του. Ας ρωτήσουμε τον συγγραφέα τους.
 
Συνήθως οι ήρωες σας έχουν ταραγμένες οικογενειακές σχέσεις. Γιατί;
«Γιατί κατά κάποιον τρόπο τέτοια ήταν και η δική μου περίπτωση».
 
Επίσης, συχνά ο πατέρας στα μυθιστορήματα σας απουσιάζει. Ξέρουμε ότι χάσατε την επικοινωνία με τον δικό σας όταν ήσασταν ακόμα παιδί...
«Ναι. Είχα πάντα την εντύπωση ότι δεν ήμουν γιος κανενός».
 
Ενα άλλο χαρακτηριστικό των ηρώων σας είναι ότι ψάχνουν την ταυτότητα τous. Εσείς τη βρήκατε;
«Τη βρήκα γράφοντας...».
 
Κι επίσης, όλοι τους αναζητούν απεγνωσμένα την ελευθερία τους. Εσείς την κατακτήσατε;
«Μα, πάντα αισθανόμουν ελεύθερος».
           
 Το «Cafe της Χαμένης Νιότης»
 
Ενα καλά κρυμμένο προσωπικό μυστικό διαταραγμένων οικογενειακών σχέσεων έχει και το κεντρικό πρόσωπο του «Cafe της Χαμένης Νιότης», η Λουκί, που μια μέρα του '60 εμφανίζεται στο παρισινό καφέ «Conde» και προστίθεται στην παρέα των φοιτητών και των διανοούμενων που περνούν εκεί τη μέρα τους πίνοντας και συζητώντας για λογοτεχνία και πολιτική. Με τον ίδιο τρόπο μια άλλη μέρα, κάποια χρόνια μετά, εξαφανίζεται. Το μυστήριο της λύνεται στα τέσσερα κεφάλαια που παραδίδουν σε διαφορετικούς ήρωες την πρωτοπρόσωπη αφήγηση: ένας φοιτητής, από τους πιο ήσυχους κι απαρατήρητους θαμώνες του «Conde», ο εραστής της ηρωίδας κι ένας ιδιωτικός αστυνομικός, ο ένας μετά τον άλλο παρουσιάζουν τη δική τους εκδοχή ξετυλίγοντας το κουβάρι του παρελθόντος και της ταυτότητας της «Λουκί». Σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου αναλαμβάνει και η ίδια να μιλήσει για τη ζωή της.
 
Από τουs τέσσερις βασικούς ήρωες σας ποιος είναι περισσότερο το alter ego σας;
«Όλοι είναι λίγο τα alter ego μου».
Αλήθεια, υπάρχει το καφέ «Conde» στο Παρίσι;
«Όχι. Είναι ένας συνδυασμός στοιχείων από πολλά καφέ».
Αλλά σε τέτοια καφέ αναπτύχθηκε η γαλλική διανόηση και η τέχνη. Γιατί;
«Απλά γιατί όχι μόνον στη Γαλλία, αλλά και ο' ολόκληρη την Ευρώπη οι καλλιτέχνες μαζεύονταν σε τέτοια καφέ».
Επιβιώνει αυτό το είδος καλλιτεχνικών καφέ στο Παρίσι; Γιατί στην Αθήνα εξέλιπε...
«Αυτά τα καφέ εξαφανίστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του '50. Αντικαταστάθηκαν, όμως, από άλλα. Πάντα θα υπάρχουν χώροι όπου θα συναντιέται η νεότητα».
 
Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι ο τίτλος του μυθιστορήματος παραπέμπει σε μια φράση («Η χαμένη νιότη») του Γκι Ντεμπόρ και ότι ο επίλογος σημαδεύεται από έναν στίχο του Μπλεζ Σεντράρ, οριοθετώντας ενδιαμέσως τις προοπτικές των ηρώων αλλά και των οραμάτων της γαλλικής δεκαετίας του '60.
Αποτίνετε έναν φόρο τιμής σε προσωπικότητες της διανόησης και της λογοτεχνίας: στον Ντεμπόρ, τον Σεντράρ, τον Ανταμόφ. Γιατί; 
«Γιατί διασταυρωνόμουν μα¬ζί τους στους δρόμους όταν ήμουν ακόμα παιδί ή έφηβος».
 
Μια άλλη όψη χαμένης νιότης είχε δώσει ο Τσέζαρε Παβέζε στο «Ένα ωραίο καλο-καίρι». Στο μυθιστόρημα σας κάνετε μια αναφορά στον Παβέζε...
«Τον διάβασα πολύ νέος και με εντυπωσίασε βαθιά».
 
Για χαμένη νιότη, ακόμα και μεταφορικά, μιλά κανείς όταν αισθάνεται ηλικιωμένος...
«Με τον όρο "Χαμένη Νιότη" εννοούσα τα νιάτα που δεν είναι τσιγκούνικα, τα νιάτα που ριψοκινδυνεύουν να χαθούν από γενναιοδωρία ή απερίσκεπτο ενθουσιασμό. Όπως όταν λέμε "χαμένο παιδί"».
Η δική σας νεότητα πώς ήταν;
«Έχω την αίσθηση πως την έζησα μέσα στην παρανομία»
 
0 άγνωστος με τα επτά αριστουργήματα
 
Το «Καφέ της Χαμένης Νιότης», αυτή η μελαγχολική σονάτα με την πολυεπίπεδη γραφή του Μοντιανό να λειτουργεί σαν κουαρτέτο εγχόρδων ή και σαν τη σκοτεινή όψη που είχε η νοσταλγία στο «La Boheme» του Αζναβούρ («μου αρέσει να βάζω λίγη μουσική στα βιβλία μου», μας επιβεβαιώνει κι ο ίδιος), δεν είναι βέβαια το πρώτο του μυθιστόρημα που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Έχουν προηγηθεί τα: «Χαμένη γειτονιά» (εκδόσεις «Χατζηνικολή»), «Το άρωμα της Υβόννης» («Λιβάνης»), «Οδός σκοτεινών μαγαζιών» («Κέδρος») και «Νυχτερινό ατύχημα», «Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά» και «Η μικρή Μπιζού» («Πόλις»). Και παρ' όλα αυτά ο Πατρίκ Μοντιανό παραμένει ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα.
Πολύ περισσότερο η γαλλική λογοτεχνία που, αν εξαιρέσει κανείς 2-3 περιπτώσεις (με διασημότερο τον Ουελμπέκ), έχει σαφώς γνωρίσει ύφεση ως προς το ενδιαφέρον και του κοινού και κυρίως της αγοράς.
 
Γιατί πιστεύετε πως, στο επίπεδο του εμπορικού ενδιαφέροντος και της ευρωπαϊκής αγοράς βιβλίου, η γαλλική λογοτεχνία υποχωρεί σε σχέση με την αγγλόφωνη;
«Τον 18ο αιώνα ολόκληρη η Ευρώπη μιλούσε γαλλικά γιατί το εμπόριο ήταν λιγότερο χυδαίο απ' ό,τι είναι σήμερα. Τρέφω, ωστόσο, απέραντο θαυμασμό για τους Αγγλοσάξονες συγγραφείς».
 
«Οι πρόγονοι μου και η Αγορά Μοδιάνο»

Αν πάντως για διάφορους λόγους ο Μοντιανό δεν έχει γνωρίσει ανάλογο θαυμασμό από περισσότερους Έλληνες αναγνώστες, ο ίδιος την Ελλάδα την ξέρει. Δεν είναι, βλέπετε, μόνον ο Σαρκοζί που κατάγεται από τους Εβραίους της Ελλάδας...
Στη Θεσσαλονίκη, που ήταν κάποτε μια πόλη κατά το ήμισυ εβραϊκή, υπάρχει ακόμα η Αγορά Μοδιάνο. Το ξέρατε;
«Φυσικά. Είχα κι εγώ στην οικογένεια μου μέλη ελληνικής εθνικότητας»!