Το δικό μας ΟΧΙ δε θα έχει ανάγκη από παρελάσεις και τιμητικούς χαιρετισμούς

Το δικό μας ΟΧΙ δε θα έχει ανάγκη από παρελάσεις και τιμητικούς χαιρετισμούς
Ακολουθήστε μας στο Google news

Με κομμένη την ανάσα. Ζούμε τόσο καιρό σαν να φοράμε κορσέ. Ασφυκτικά δεμένο σαν θηλιά στο λαιμό. Μας κρεμάνε καθημερινά. Μας εξευτελίζουν, μηδενίζουν κάθε ανθρώπινο κομμάτι, από αυτά τα λίγα που έχουν απομείνει μέσα μας μέσα σε αυτή τη ζούγκλα που μας έμαθαν να ζούμε. 

28 Ιουνίου 2015
Της Ζωής Νικολάου
 
Στο Truman show της Ελλάδας είμαστε πρωταγωνιστές εδώ και πολλούς αιώνες. Κι όσο κι αν προσπαθούμε να βρούμε διέξοδο από το μεγάλο reality ποτέ δεν καταφέραμε να δούμε αυτό το κομμάτι της γης που μας γέννησε σαν δικό μας. Πάντα κάτι μιμούμασταν, πάντα κάτι ακολουθούσαμε, πάντα κάτι να προλάβουμε να γίνουμε. Να παγκοσμιοποιηθεί η σκέψη μας, να εξευρωπαϊστούν οι συνήθειές μας. Να θάψουμε ως και τα ρημάδια τα πορτοκάλια που βγάζουμε με κόπο, στο όνομα μιας αναθεματισμένης Ευρώπης, μιας αναθεματισμένης αυτοκρατορίας, όποια κι αν ήταν αυτή στο πέρασμα του χρόνου. Υποχείρια των μεγάλων κεφαλών, σφουγγοκωλάριοι του χρήματος, της επιδότησης, της τράπεζας, Υπόδουλοι ως τα μπούνια. Ελλαδάρα του φωτός πόσα θα αντέξεις ακόμα; 
 
Πόσοι ακόμα να αυτοκτονήσουν για τα χρέη που ποτέ δεν υπήρξαν; Πόσοι ακόμα να πεινάσουν για μια πατρίδα που ξεπούλησαν στα σκοτάδια κάποτε και στο φως αργότερα με κάθε θράσος; Πόσοι ακόμα θα διαβάζουμε ιστορία και θα τρελαινόμαστε; Πόσοι ακόμα θα φεύγουμε για ένα καλύτερο αύριο και θα το χαιρόμαστε που γινόμαστε σκλάβοι κάπου αλλού; Μας καταδίκασαν στην πείνα και στην άγνοια. Να παλεύουμε και να μην ξέρουμε γιατί. Να ουρλιάζουμε και να μην βρίσκουμε ακροατή. Να χτυπάμε κι οι γροθιές μας πάντα να βρίσκουν πελώριους τοίχους, όχι παλατιών αλλά διπλανών σπιτιών. Μια ζωή να τρωγόμαστε μεταξύ μας « για ένα κομμάτι ψωμί». Κι αυτή η φράση να μένει αναλλοίωτη από τότε που οι προπαππούδες της δικής μου γενιάς ήταν παιδιά, κι ακόμα πιο πίσω. 
 
Και φτάνουμε εδώ σήμερα μετά από τόσους Μίσσιους, τόσους Λαμπράκηδες, τόσους  Μπελογιάννηδες, τόσους Κολοκοτρώνηδες να αναρωτιόμαστε τι θα γίνει. Τι θα απογίνουμε για την ακρίβεια. Με φόβο, με ανησυχία, με τρόμο για το αύριο, με άγχος για το σήμερα, με πλήρη άγνοια για το χθες, το προχθές, το μηδέν. Επιτέλους! Θυμάται κανείς την ένταξή μας στην ΕΟΚ επί Καραμανλή, που αν έχεις το θεό σου ρε Έλληνα, τον έβγαλες μετά το Πολυτεχνείο;! Θυμάται κανείς πως αποκτήσαμε το φασιστικό ευρώ επί Σημίτη; Θυμάται κανείς τα γάλατα που χύνατε στους δρόμους και τα καπνά που θάψατε για να γίνουμε Ευρώπη; Και θυμάται κανείς τον Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ που παραποίησε τα στοιχεία για να μπούμε στο μνημόνιο; Τον Χριστοφοράκο που την έκανε για το εξωτερικό με τις μίζες από τη SIEMENS; Τον ΓΑΠ που ζήτησε τα δισεκατομμύρια για να μη χρεοκοπήσουν οι τράπεζες; Τον Παπαδήμο τον τραπεζίτη που έγινε πρωθυπουργός; 
 
Επτωχεύσαμεν κύριοι. Επτωχεύσαμεν μέσα μας πρώτα απ’ όλα και μετά ήρθε και η οικονομική εξαθλίωση. Η ανοχή στα βίτσια του κάθε σαδιστικού φιλοχρήματου κορακιού. Βουλιάξαμε φοβούμενοι μήπως και δεν ανήκουμε κάπου. Μήπως και δεν υπάρχει κάνας ντορβάς στο κεφάλι μας. Και τώρα που μας τα πήραν όλα, και τώρα που μας άφησαν μόνο το δικαίωμα να αναπνέουμε, κι αυτό μόνο αν μπορούμε να το κάνουμε σκυμμένοι στα τέσσερα, αναρωτιόμαστε ακόμα αν θέλουμε νταβατζή. Μετά τα έξι ελληνικά δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν από το ΄20 για το βασιλικό νταβατζιλίκι και για χουντικά συντάγματα είτε από χίτες είτε από ξεπουλημένους πολιτικούς, να κι ένα από μια αιρετή κυβέρνηση, μια εκλεγμένη, έστω και στον καιρό του χειρότερου πολέμου που χουν κάνει σε αυτή τη χώρα. Κι ακόμα ακούμε αηδιαστικούς μισάνθρωπους  να μας λένε ότι δεν πρέπει να γίνει; Κι ακόμα σκεφτόμαστε αν πρέπει να πούμε ναι ή όχι; Να ξυπνήσουμε! Να θυμηθούμε! Κι αν δεν έχουμε δικές μας μνήμες να μάθουμε για των άλλων που θάφτηκαν στην εξωτική Μακρόνησο, στα αποσπάσματα, στην χλιδάτη ΓΑΔΑ, στα μπαλκόνια που στέκονται ακόμα κοιτώντας το κενό σαν έξοδο κινδύνου.
 
 
«Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;»
 
 
Το δικό μας ΟΧΙ δε θα ΄χει ανάγκη από παρελάσεις και τιμητικούς χαιρετισμούς. Από σημαίες- σύμβολα, από επισήμους και καλοσιδερωμένους γιακάδες. Θα ΄ναι δικό μας, από καρδιάς, για ένα καλύτερο αύριο και όχι για ένα κομμάτι ψωμί που μας πετάνε στη λάσπη. Θα΄ναι ΝΑΙ σε κάτι που δε δοκιμάσαμε ποτέ. Κι ίσως το νέο μονοπάτι οδηγήσει σε μια νέα ζωή που δε θα κάνει τη χώρα κακοπληρωμένη πουτάνα, προτεκτοράτο και πολιτικό κρατούμενο. «Δοξασμένη η στιγμή να αντικρίζει κάποιος έναν ολόκληρο λαό να ορθώνεται. Δεν είναι πια κοπάδι από πρόβατα καψαλισμένα από τον ήλιο, ούτε αξιοθρήνητο πλήθος καρτερικών σκλάβων. Είναι ορδή από εξεγερμένους που ρίχνεται να κατακτήσει τη γη. Και η γη ξαναβρίσκει την περηφάνια της, γιατί τούτη τη φορά επιτέλους είναι άνθρωποι που την πατούν». (Ρ.Φ.Μ.)
 
To σκίτσο είναι του Στάθη