Δήμητρα Γαλάνη στην Επίδαυρο: Να πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια…

Δήμητρα Γαλάνη στην Επίδαυρο: Να πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια…
Ακολουθήστε μας στο Google news

Όταν ένας μουσικός περνώντας δύο δοξάρια από τα πλαϊνά του βιμπραφώνου του, το κάνει να ακούγεται προς στιγμήν σαν θέρεμιν… Όταν ένας μουσικός αφού αξιοποιεί στο έπακρο τις έγχορδες ανησυχίες του κοντραμπάσου του, τολμά να το χρησιμοποιήσει ακόμα και ως κρουστό…

20 Ιουλίου 2015
Της Ναταλί Χατζηαντωνίου
(Φωτογραφίες: Σπύρος Κατωπόδης)
 
 Όταν τέσσερις μουσικοί υπερβαίνουν τις δυνατότητες του μουσικού τους οργάνου, το σχήμα, το υλικό, τον προορισμό, το παίξιμο και τον ήχο του και εφευρίσκουν εκεί μπροστά στα μάτια σου τον όρο λαϊκό ambient, χωρίς όμως να παραβιάζουν καθόλου την επιβεβλημένη λαϊκότητα του ακούσματος… ‘Όταν μία στιβαρή προσωπικότητα του ελληνικού τραγουδιού υποτάσσει την όποια καλλιτεχνική ματαιοδοξία της αναγνωρισιμότητάς της για να λειτουργήσει αυστηρά ως μέρος ενός 5μελούς συνόλου, μίας 5φωνίας ουσιαστικά… Οταν αρχετυπικά τραγούδια όπως π.χ. το «Αργοσβήνεις Μόνη» του Τσιτσάνη ή το «Χαρικλάκι» του Τούντα κρατούν την φόρμα τους και την ίδια στιγμή αναδεικνύουν με τον πιο απρόβλεπτο ενορχηστρωτικό τρόπο τα αρώματά τους σαν ακριβό κόκκινο κρασί… ‘Όταν μια μουσική παράσταση διδάσκει χωρίς λόγια την έννοια, την αποστολή, τα όρια και την αυστηρότητα του Αυτοσχεδιασμού... ‘Όταν τέλος το «δυτικό» βιμπράφωνο  συναντώντας το ούτι και το λαούτο της καθ’ ημάς Ανατολής διαστέλλουν τα όρια του χάρτη και συστέλλουν την έννοια του χρόνου και της χρονικής απόστασης…
 
Τότε ψάχνεις όρο για να χαρακτηρίσεις το μουσικό project «Chronos» που είδαμε το Σάββατο βράδυ στο θέατρο της Μικρής Επίδαυρου. Με πλοηγούς τη Δήμητρα Γαλάνη και τέσσερις κορυφαίους μουσικούς  (Πέτρος Κλαμπάνης-κοντραμπάσο, Θωμάς Κωνσταντίνου-ούτι, λαούτο, κιθάρα, Σπύρος Μάνεσης-πιάνο, Χρήστος Ραφαηλίδης-βιμπράφωνο) και εφόδια 15 εμβληματικά τραγούδια της ελληνικής τραγουδοποιίας (παραδοσιακά και των Τσιτσάνη, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τούντα, Ξαρχάκου, Πλάτωνος) δεν ήταν ακριβώς διασκευή. Ούτε ακριβώς επανεκτέλεση. Ούτε ακριβώς νέα ενορχήστρωση. Ούτε απόδοση. Ηταν όμως κάτι μαγικό. Διότι οι πέντε συντελεστές επαναδημιούργησαν ψηφίδα-ψηφίδα, νότα-νότα τη μελωδία χωρίς να πειράξουν το «σώμα» κάθε τραγουδιού, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα για χάρη ενός σύγχρονου ακροατή τα κρυφά «μονοπάτια» της μελωδίας και του αισθήματος. Να πώς π.χ. το «Καίγομαι» του Ξαρχάκου και του Γκάτσου ανέδειξε τον σκοτεινό ερωτισμό και τη μεταφυσική του, σχεδόν συνομιλώντας με τον τρόπο του Τομ Γουέιτς ή του Νικ Κέιβ. ‘Η να πώς το «Μπαξέ Τσιφλίκι» ανέδειξε τη σωτήρια ελαφρότητα του είναι μας. 


 
Κι όμως αν έλεγες σε κάποιον τρίτο ότι αυτά ερμηνεύτηκαν με τη συμμετοχή βιμπράφωνου-κοντραμπάσου και πιάνου θα σε κοίταγε τουλάχιστον παρεξενεμένος-ίσως κι εξοργισμένος αν είχε μάλιστα θητεύσει ως ακροατής στον ορυμαγδό νέων ενορχηστρώσεων κι επανεκτελέσεων, αρκετές εκ των οποίων (όχι όλες βέβαια) έχουν τα τελευταία χρόνια ταλαιπωρήσει τ΄αυτιά μας.
 
Το πρόγραμμα που κατέβασε το Σάββατο στην Επίδαυρο τόσο κόσμο ώστε η παράσταση να είναι sold-out ήταν μία ολοκληρωμένη και, για εμένα, ευφυής πρόταση για το πώς με πρώτη ύλη το παλιό αλλά διαχρονικό απευθύνεσαι στο μέλλον. Ο επίλογος φανέρωσε κι αυτό τον στόχο, αφού έφερε μία ακριβώς τέτοια προσέγγιση του «Εθνικού» διδύμου δημιουργών Σολωμού-Μάντζαρου και της περίφημης «Ξανθούλας» τους. Αφήσαμε το θέατρο περπατώντας στη νυχτερινή Επίδαυρο κι ακόμα ο απόηχος  διαρκούσε σαν να «εφούσκωνε τα΄αέρι λευκότατα πανιά»...


 
«Παραπλανητικά ήσυχο» πρόγραμμα. Αυτή ήταν η επίγευση που μου άφησε εμένα τουλάχιστον αυτή η μουσική παράσταση. Παραδόξως σχεδόν ένα 24ωρο αργότερα, στο δρόμο της επιστροφής, διασχίζοντας για μία ακόμα φορά το θεϊκό τοπίο της Αργολίδας, το Chronos βρήκε εντός μου ένα παραξενο ταίρι: διότι «παραπλανητικά ήσυχη» ήταν και η Κυριακάτικη εκπομπή του Μενέλαου Καραμαγγιώλη στο Τρίτο Πρόγραμμα, εκπομπή που είχε εκτάκτως προαναγγελθεί ως «πολιτική». Με τον τρόπο ενός από τους σημαντικότερους δημιουργούς ραδιοφώνου που κατοικεί εδώ και χρόνια στα ερτζιανά η εκπομπή ήταν πράγματι «πολιτική» στην ουσία της. Εννοείται χωρίς συνθήματα, επιβεβλημένες απόψεις, απόπειρα καθοδήγησης και τσιτάτα. Με μόνα «εργαλεία» αποσπάσματα από το Θουκυδίδη ή το Μπρεχτ, τις μαρτυρίες του Τρότσκι ή την ποίηση του Σεφέρη, μίνιμαλ σχολιαστικές «πινελιές» με τον τρόπο που συνηθίζει ο Καραμαγγιώλης να ερεθίζει το συνειρμό και το πνεύμα και τραγούδια όπως πάντα απρόβλεπτα (πόσα χρόνια είχα αλήθεια να ακούσω τη «Νινόν» του Λάσκου από το Happy Day του Σαββόπουλου)!    
 
Κάπως έτσι το Σαββατοκύριακο ολοκληρώνοντας τη διαδρομή του στις τελευταίες στροφές πριν την εξοδο στην Εθνική έγινε ολόκληρο ουσιαστικό και ήσυχο. Αλλά όπως το είπαμε. Παραπλανητικά ήσυχο. Για να επιτρέπει την ακρόαση. Να εγείρει καταρχάς το συναίσθημα.  Και φράση-φράση, στίχο-στίχο να «κεντά» την πρόθεση η οποία δεν είναι άλλη από τον ερεθισμό της σκέψης και τελικά την πλήρη της απελευθέρωση σε πείσμα αυτής της περιόδου που περιλαμβάνει κάθε είδους πρακτικούς, συνειδησιακούς, πνευματικούς και καλλιτεχνικούς εγκλωβισμούς. Η σκέψη άλλωστε όπως και η Τέχνη δεν έχει αδιέξοδα, ούτε διόδια…