Και δώστου, ροκ το ρεμπέτικο, και δώστου πολιτικό, και δώστου ξαδερφάκι των blues...

Και δώστου, ροκ το ρεμπέτικο, και δώστου πολιτικό, και δώστου ξαδερφάκι των blues...
Ακολουθήστε μας στο Google news

Τόσο στα φοιτητικά μου χρόνια, όσο και στα δημοσιογραφικά μετέπειτα, συχνά είδα να επιχειρείται η σύνδεση του ρεμπέτικου με ένα κάρο άλλα διαφορετικά είδη. Και δώστου, ροκ το ρεμπέτικο, και δώστου πολιτικό το ρεμπέτικο, και δώστου ξαδερφάκι των blues, και ένα κάρο άλλες (από δικαιολογημένες έως ακροβατικές) απόπειρες συσχετισμού. Σιγά τον πολυέλαιο. 

24 Μαΐου 2016
Του Γιώργου Μυζάλη
Φωτογραφίες: Μάρω Χρυσανθοπούλου
 
Το ρεμπέτικο, ως αστικό τραγούδι, έχει και συνάφειες και συγγένειες και «φιλίες» και κύκλο. Σαν γέννημα καθαρό και αδιαμεσολάβητο δεν θα μπορούσε παρά να εμφανίζει ομοιότητες (θεματολογικές, υφολογικές, μορφολογικές, μουσικολογικές και άλλες) με αρκετές μουσικές του κόσμου. Δεν είναι σπουδαία ανακάλυψη αυτό. Ανθρώπινες ανάγκες καλύπτονται με τα τραγούδια. Τα δικά μας κλέφτικα «τρία πουλάκια» απαντώνται (αν το παρατραβήξουμε) και στον Bob Marley και τα δικά του «Three little birds». Κι αν είναι εύκολος ο εντοπισμός όποιων συσχετισμών (ξεκάθαρων ή με το στανιό), διόλου εύκολες δεν είναι οι «παντρειές».
 
Μια τέτοια «παντρειά» επιχείρησε ο Νίκος Πλατύραχος με τα «Άστεγα», τον τελευταίο προσωπικό του δίσκο. Ένα προξενιό μεταξύ του ρεμπέτικου και του ragtime. Βέβαια, τα προξενιά και οι παντρειές συχνά αποτυγχάνουν παταγωδώς. Δεν είναι όμως αυτή η προκείμενη περίπτωση. Στο πλευρό του ταλαντούχου συνθέτη και ενορχηστρωτή στάθηκαν άξιοι «κουμπάροι» οι στιχουργοί και οι ερμηνευτές του δίσκου. Έτσι, επετεύχθη γάμος ευτυχισμένος που προσδοκά βίον ανθόσπαρτον και που, κατά πως φάνηκε στην χθεσινή (23/5) παράσταση στο θέατρο Τζένη Καρέζη, θα τον έχει. Χθες βράδυ, τα τραγούδια του δίσκου, με την ιδιότυπη και άκρως ενδιαφέρουσα ρυθμολογία και στιχουργία τους, που συστήνουν μια νέα χειρονομία, μπλέχτηκαν με τις αφηγήσεις του ηθοποιού Τάσου Νούσια, τις εξαιρετικές φωνές του Γιώργου Νταλάρα, της Ασπασίας Στρατηγού και του πληθωρικού Σταμάτη Κραουνάκη, αλλά και με γνωστά και ταιριαστά «γειτονάκια» τους από το ρεμπέτικο σόι, σε ένα απολαυστικό τελικό αποτέλεσμα. 
 
Από την ιδιότυπη σύσταση της καλοδουλεμένης ορχήστρας καταλαβαίνει κανείς το ηχοτοπίο που «στήθηκε» στο θέατρο Τζένη Καρέζη: πιάνο, μπουζούκι, μπάντζο, κοντραμπάσο, κλαρίνο και τρομπόνι (δυστυχώς τα ονόματα των μουσικών δεν αναφέρθηκαν πουθενά – ούτε στην παράσταση, ούτε στα δελτία τύπου, γεγονός λυπηρό – και δεν θα ήθελα να αναφέρω μόνο εκείνους που αναγνώρισα). Ragtime και ρεμπέτικο, δίπλα – δίπλα, τόσο σε ξεχωριστά τραγούδια από τα δύο είδη, όσο και εντός των «Αστέγων» του Νίκου Πλατύραχου και των στιχουργών Κώστα Παπαγεωργίου, Δημήτρη Ρούλια, Γιάννη Δούκα, Παναγιώτη Μακρή, Τίνας Γιωτοπούλου και Δημήτρη Λέντζου. Η διαδρομή από τον «Απόκληρο» του Τσιτσάνη, στο «Mack The Knife» των Weill και Brecht με τη βοήθεια του «Ροζ κάστορα» των Λέντζου και Πλατύραχου, θέλει μεγάλη μαστοριά (ο έρωτας στην Καστοριά – για να χρησιμοποιήσουμε και το στίχο του τραγουδιού). Μαστοριά που υπάρχει στο εγχείρημα και αυτό κάνει μπαμ. Και «ους ο θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω»