Παραστάσεις που μας... μοιάζουν επικίνδυνα

Παραστάσεις που μας... μοιάζουν επικίνδυνα
Ακολουθήστε μας στο Google news

Ναι στην Επίδαυρο το περασμένο Σαββατοκύριακο είδαμε δύο παραστάσεις: Την κατά Εθνικό Θέατρο και Στάθη Λιβαθινό «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο αρχαίο θέατρο και την κατά Σταμάτη Κραουνάκη και «Σπείρα-Σπείρα» μουσικοθεατρική προσέγγιση ενός ιστορικού γεγονότος, της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα προς τους μαθητές της Γενναδίου Σχολής, τον Οκτώβριο του 1838.

18 Ιουλίου 2016Της Ναταλί Χατζηαντωνίου

Μέχρι εδώ τίποτα το παράξενο. Ήταν ένα συνηθισμένο διήμερο στην Επίδαυρο. Κι όμως σ΄ ένα δεύτερο επίπεδο οι παραστάσεις εκπροσώπησαν δύο-όχι καινοφανείς-εκφάνσεις της ιδεολογικής σύγχυσης που εχει επιφέρει η κρίση. Όχι μόνον η «δική μας», αλλά η παρατεινόμενη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση του κόσμου μας, τα τελευταία χρόνια. Ζούμε σε απρόβλεπτη και σκοτεινή εποχή. Κι είχε αν μη τι άλλο ενδιαφέρον να παρατηρήσει κάποιος πώς «έσκασε» στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου το βράδυ της Παρασκευής η είδηση του πραξικοπήματος στην Τουρκία, μεσούσης της παράστασης της «Αντιγόνης». Και πώς στην έξοδο από το θέατρο οι συζητήσεις για την παράσταση «συμπλέκονταν» με τις πληροφορίες και της φήμες για την Τουρκία (άραγε θα έκανε καλό στον Ερντογάν να ακούσει και να δει τον Κρέοντα του Σοφοκλή;)
 
Λέγαμε όμως για δύο εκφάνσεις της γενικότερης ιδεολογικής σύγχυσης που προκαλεί η σκοτεινή αυτή εποχή και στην Τέχνη, όπως «εκπροσωπήθηκαν» από τις δυο αυτές παραστάσεις. Η πρώτη αφορά στη σύγχρονη χρήση του Χορού ως κατεξοχήν εκφραστή της Δημοκρατίας στο αρχαίο Δράμα και το πώς ένα αμιγώς καλλιτεχνικό καταρχάς ζήτημα ενδέχεται να αντικατοπτρίζει πολλά περισσότερα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Κι αυτή η παρατήρηση «κούμπωνε» με την παράσταση του Λιβαθινού όχι του πρώτου σκηνοθέτη, πιθανότατα ούτε του τελευταίου που αντιμετώπισε (και) φέτος με τόση αμηχανία τον Χορό ώστε σχεδόν να τον αμελήσει - γιατί το «καταργήσει» θα ήταν βαρύ.
 
Η δεύτερη αφορά στην λανθασμένη αλλά χρόνια ταύτιση των εννοιών «εθνικός» και «εθνικιστικός» που έχει καταλήξει να ενοχοποιεί την πρώτη και μαζί οτιδήποτε ενδέχεται και στην Τέχνη κι αλλού να έχει «εθνικό» πρόσημο ή σαφή εντοπιότητα: από τον Ελύτη έως τον Κολοκοτρώνη. Και να γιατί η παράσταση του Κραουνάκη αντιμετωπίστηκε επιφυλακτικά και από όσους δεν ήρθαν τελικά αλλά και από ορισμένους απ΄όσους ήρθαν. Ειδικά όμως αυτή η παράσταση προσέκρουσε και σε μία ακόμα από τις επικρατούσες τάσεις: στην τάση να αντιμετωπίζουμε ως «passé» τέτοια θέματα, κείμενα και πρόσωπα λες και η ιστορία είναι στατική και με ημερομηνία λήξεως…

 
 
Ο «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ» ΑΠΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΧΕΙΛΗ… 
 
 Η αλήθεια είναι ότι η ομιλία του Κολοκοτρώνη διακρίνεται από διδακτισμό, απολύτως απαραίτητο αν λάβει κανείς υπόψη του τις συνθήκες και την εποχή που έγινε, αλλά ταυτόχρονα πολύ τρυφερό, ειλικρινή και «πάσχων». Και πράγματι η Ελένη Ουζουνίδου που παρότι γυναίκα ήταν αυτή η οποία-κατά μία ευφυή νομίζω σκηνοθετική επιλογή-μετέφερε την ομιλία επί σκηνής, απέφυγε απολύτως το διδακτισμό. Τόνισε την αγωνία του ομιλητή για ό,τι συμβαίνει και για ό,τι θα συμβεί… ’Εβαλε δόσεις χιούμορ ή ειρωνείας στον τονισμό της όπου κρίθηκε ότι χρειάζεται (Ὁ βασιλεύς μας εἶναι νέος καὶ συμμορφώνεται μὲ τὸν τόπο μας, δεν εἶναι προσωρινός, ἀλλ᾿ ἡ βασιλεία του εἶναι διαδοχικὴ καὶ θὰ περάσῃ εἰς τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του, καὶ μὲ αὐτὸν κι ἐσεῖς καὶ τὰ παιδιά σας θὰ ζήσετε..).
Κι αλλού όταν εκ των πραγμάτων το κείμενο έπεφτε πάνω σε ζητήματα που πολύ έχουν απασχολήσει και διχάσει τη σύγχρονη Ελλάδα φρόντιζε να τονίσει διακριτικά την ιστορική απάντηση του Κολοκοτρώνη. Δεν θεωρώ π.χ. τυχαίο ότι η φράση του «Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο», επαναλήφθηκε από την Ουζουνίδου, χωρίς στόμφο μεν, απλά και εύληπτα, τρείς φορές…
 
Η μεταφυσική Ανατολή στα μουσικά περάσματα, ο υπαινιγμός του Βυζαντίου σε μουσικές φράσεις και η υπενθύμιση της καταγωγής μας έγινε κυρίως δια της πρωτότυπης μουσικής και των τραγουδιών που έγραψε ο Κραουνάκης μελοποιώντας φράσεις του Κολοκοτρώνη. Τα αγόρια της Σπείρας (ντυμένα με μαύρα «δυτικά» κοστούμια αλλά ξυπόλυτα…) φρόντισαν να αποδώσουν εξαιρετικά και τα τραγούδια και το πότε υποβλητικό, πότε απειλητικό κλίμα στο οποίο ήθελε ο σκηνοθέτης να ενταχθεί η ομιλία του Κολοκοτρώνη. Φρόντισαν επίσης να αποδώσουν μία κινησιολογία που έξυπνα η πονηρά παρέπεμπε π.χ.σε αναπαραστάσεις εφήβων αθλητών στην κλασική Ελλάδα. Ή στην τελετουργική σχέση της Ανατολής με το χορό και τη χοϊκή παρόρμηση που γέννησε και το ζεϊμπέκικο. Το λειτουργικό εικαστικό σκηνικό του Γιώργου Ξένου, το μεταλλικό περίγραμμα από παραταγμένες ανθρώπινες φιγούρες δηλαδή, εκατέρωθεν της σκηνής και ένα ακόμα πλέγμα στο μέσον της σκηνής με μία ανθρώπινη φιγούρα φυλακισμένη, ήταν μία ακόμα εξαιρετική επιλογή.
 
Πάντως αν εμένα με καθήλωσε και με μάγεψε κάτι ήταν η ερμηνεία της Ουζουνίδου που κατόρθωσε να μεταφέρει αυτό το κείμενο σαν λαϊκό παραμύθι που έχει μελαγχολία, που έχει χιούμορ και που δε λέει καθόλου παραμύθια-πολλώ δε μάλλον… «εθνικιστικούς» μύθους.  Πόσο…passee ή..φιλόπατρις με την…κακή έννοια π.χ. είναι μία τέτοια παράγραφος;  «Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. (…) Ἀλλὰ δὲν ἐβάσταξεν. Ἦλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους. Μὰ τί νὰ κάμωμε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια, καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα νὰ δώσῃ χρήματα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους, ἢ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δὲν ἤθελε οὔτε νὰ συνδράμῃ οὔτε νὰ πολεμήσῃ. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή. Ἀλλὰ ἕνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξη μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε, καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του. Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δεν χτίζεται οὔτε τελειώνει».  


 
ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ;
 
Για την παράσταση του Λιβαθινού πάλι θα γράψουν άλλοι καταλληλότεροι. Ομολογώ όμως ότι για εμένα ως θεατή ίσχυσε μία παραλλαγή εκείνου του παλαιού «τι θέλει να πει ο ποιητής»…Δεν αναρωτήθηκα φυσικά τι θέλει να πει ο Σοφοκλής γιατί είναι εκεί για να τον ανακαλύπτεις στο διηνεκές. Τι ήθελε ωστόσο να πει ο σκηνοθέτης; Δεν κατάφερα να καταλήξω. Η Αντιγόνη του (Αναστασία – Ραφαέλα Κονίδη) ως φορέας μίας δίκαιης εφηβικής οργής, υπερτόνιζε τόσο την εφηβική οργή σε βάρος της αιτίας της, που καταντούσε να φαίνεται σαν ένα κακομαθημένο, αντιπαθητικό κορίτσι. Και μαζί με την Ισμήνη και τον Αίμονα έμοιαζαν να έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες του «Τρελλαντώνη» της Δέλτα. Ο Χορός των γερόντων ήταν ενταγμένος (όχι μόνο ενδυματολογικά) σ΄ ένα απολύτως Τσεχωφικό περιβάλλον, το οποίο ενέτειναν οι μελαγχολικές μουσικές φράσεις που ερμήνευε επί σκηνής ένα τρίο χάλκινων πνευστών.  Ο Κρέοντας (Δημήτρης Λιγνάδης) ανακαλούσε τον σεξπιρικό Ρίχαρδο ΙΙΙ. Και η Μπέτυ Αρβανίτη (που μαζί με το Λιγνάδη έκανε την πιο ενδιαφέρουσα ερμηνεία) ως στοιχείο σκηνοθετικής έκπληξης για την επιλογή της ως Τειρεσία, έμοιαζε ενδυματολογικά να επηρεάζεται από τη φαντασία της Μαίρης Σέλλεϋ. Τα αισθητικά στοιχεία θα υποχωρούσαν εάν ακουγόταν ο Λόγος, εάν προβάλλονταν τα αριστουργηματικά Χορικά του Σοφοκλή. Ούτε αυτό συνέβη φοβάμαι. Αλλά από τις σκηνοθετικές υπερβάσεις ή και παραβ(ι)άσεις ό,τι με αποσυντόνισε δεν ήταν καν η επιλογή του Λιβαθινού να παρουσιάσει τη νεκρή Αντιγόνη και τον Αίμονα επί σκηνής παραβλέποντας έναν άγραφο κανόνα στο Αρχαίο Δράμα. Ήταν η σχεδόν απολύτως απούσα σκηνοθετική άποψη για το Χορό που σχεδον ποτέ δεν συγκροτήθηκε σε θεατρικό σώμα. Εξ ου και η απόλυτη υποχώρηση της έντασης και του νοήματος των Χορικών. 
 
Σε μία παράσταση που τη βρήκα αποσυντονισμένη και φτιαγμένη λές από συρραφή διαφορετικών επιρροών, απόψεων και παραπομπών, κενή αισθήματος και τουλάχιστον άστοχη, δεν θα έδινα τόση έμφαση στην απόλυτη αμηχανία αντιμετώπισης του Χορού, αν δεν ψιθυριζόταν από πολλές πλευρές πώς αυτό φέτος δεν είναι ίδιον μόνον του Λιβαθινού. Βέβαια ένα αρχαίο δράμα με την υποχώρηση του Χορού και των Χορικών, δεν είναι καν λειψό… Θέτει ένα μείζον καλλιτεχνικό θέμα. Καλλιτεχνικό; ¨Όχι ένα θέμα πρωτίστως πολιτικό. Ο Χορός είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής του Αρχαίου Δράματος. Η εποχή έχει εγκλωβίσει το αίσθημα, τη σοφία και την έκφραση της Δημοκρατίας, το λαό δηλαδή. Και τον έχει μέχρι στιγμής καταδικάσει στην αμηχανία του, στη σιωπή και την κατάθλιψή του. Άραγε γι αυτό κι οι σκηνοθέτες αντιμετωπίζουν το Χορό αμήχανα; Πάντως χωρίς Χορό και χωρίς Ιστορία, δεν υπάρχει παρόν, ούτε βέβαια μέλλον.