Κώστας Μπουντούρης - Ευτυχία Μητρίτσα: «Η κουλτούρα μας είναι να καίμε τα χρήματα όταν τα έχουμε»

Κώστας Μπουντούρης - Ευτυχία Μητρίτσα: «Η κουλτούρα μας είναι να καίμε τα χρήματα όταν τα έχουμε»
Ακολουθήστε μας στο Google news

Βρέθηκαν να συνεργάζονται έπειτα από μια σειρά συμπτώσεων που σταδιακά τους έφερνε πιο κοντά. Εκείνη με έναν δίσκο ήδη στο ενεργητικό της, καθηγήτρια σε μουσικό σχολείο και με δυνατές συνεργασίες. «Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν δίδασκα στο σχολείο, πάντως αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να μην κάνω εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό σκέλος». 

08 Μαΐου 2015
Του Χρήστου Α. Μιχαήλ
 
Εκείνος άρτι αφιχθείς από την Αγγλία όπου έκανε σπουδές πάνω στη σύνθεση. «Πήγα στο Manchester για να γράψω δέκα καλά τραγούδια», λέει. Το «Σωσίβιο» είναι ένας δίσκος νέων ανθρώπων και καλλιτεχνών, αλλά τι σημαίνει στ’ αλήθεια «νέος καλλιτέχνης» στην εποχή που οι εταιρίες έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης και όλα πρέπει να τα κάνεις μόνος σου; Τελικά φταίει η εποχή, τα πρόσωπα που έχουν την τύχη των φορέων πολιτισμού στα χέρια τους, η έλλειψη χρημάτων; «Πέρα από τα πρόσωπα που πρέπει να αλλάξουν, πρέπει να υπάρξει χρηματοδότηση για τον πολιτισμό. Βέβαια, όταν υπάρχουν προβλήματα διαβίωσης, ο πολιτισμός είναι από τα τελευταία πράγματα που κοιτάει κανείς να φροντίσει» λέει ο Κώστας Μπουντούρης. Λίγο πριν την εμφάνισή τους στο Ρυθμός Stage την Τετάρτη 13 Μαΐου, μιλούν στο e-tetRadio.
 
Τα λεφτά είναι το ζήτημα στον πολιτισμό τελικά; 
Ε.Μ:
Και τα λεφτά, αλλά και αν είσαι διατεθειμένη ως χώρα να εξάγεις το προϊόν που λέγεται πολιτισμός, έτσι ώστε να σου φέρει πίσω κάποια απόδοση. Θα πρέπει να το θεωρήσεις μέγεθος αξιόλογο που αφορά την ιδιοπροσωπία σου, άρα και εξαγώγιμο.
Κ.Μ: Επίσης θα πρέπει να δοθούν κίνητρα σε νέους καλλιτέχνες ώστε τα πράγματα να βγουν από την αδράνειά τους. 
 
Εσείς νιώθετε ότι είχατε την ευκαιρία που σας άξιζε;
Ε.Μ: Αυτό που μας λείπει είναι να μπορούμε να ζούμε εξολοκλήρου μέσα από αυτό που κάνουμε και νομίζω ότι θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να γίνει αυτό. Προσωπικά, όταν ξεκινούσα -που ήταν και χρόνια “ακμής”- μου παρουσιάστηκαν ευκαιρίες μέσα από ανθρώπους που συνεργάστηκα, όπως ο Μαμαγκάκης και ο Γιώργος Ανδρέου. Τότε τα πράγματα ακόμα κυλούσαν πιο άνετα, πιο αβίαστα. Προσωπικά δεν αισθάνομαι αδικημένη σε προσωπικό επίπεδο, αλλά στο γεγονός ότι όλοι έχουμε όρεξη και θέληση να κάνουμε πολλά πράγματα, αλλά σκοντάφτουμε σε πρακτικά και καθημερινά ζητήματα, όπως εκείνο που βιοπορισμού.
Κ.Μ: Υπήρχαν κάποτε οι δισκογραφικές που στήριζαν τις προσπάθειες. Επειδή το “Σωσίβιο” είναι η πρώτη μου δουλειά, δεν θεωρώ ότι έχω αδικηθεί. Μόνο και μόνο η ευκαιρία που μου δόθηκε να συνεργαστώ σε μια τόσο δύσκολη εποχή με τον Γιώργο Ανδρέου, είναι σημαντική. Είναι δύσκολα και για τους παλαιότερους πάντως. Έχουν ένα έργο στην πλάτη τους το οποίο θεωρητικά θα έπρεπε να τους αποδίδει και μέσα από αυτό να έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν τη δουλειά τους, αλλά πρέπει να οργώνουν όλη την Ελλάδα με live. Δεν θα έπρεπε να παίζουν τόσο, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. 
Ε.Μ: Στην τέχνη δεν μπορείς να τα βάλεις κάτω και να δεις ποια δραστηριότητα σου πληρώνει τι και να πορευτείς αναλόγως. Είναι τόσο προσωπικό το όλο θέμα, που αυτό που κερδίζεις μέσα από κάποιες συνεργασίες δεν μπορεί να μετρηθεί. Υπάρχουν μεγέθη που δεν είναι μετρήσιμα, όπως η συμβουλές και η κριτική. 
 
Εφόσον οι πωλήσεις δεν είναι, κατά γενική ομολογία, μέτρο επιτυχίας ενός καλλιτεχνικού έργου πια, πώς μετράς αν πάει καλά ή δεν πάει;
Ε.Μ: Από φίλους, από το ίντερνετ και από αυτά που εισπράττεις στο live. 
Κ.Μ: Άμεσο feedback προσωπικά παίρνω από το facebook, όπου μου στέλνει κόσμος άγνωστος σε εμένα για το πόσο του άρεσαν κάποια τραγούδια.Κάποιοι από αυτούς θα πάνε να αγοράσουν και το cd. 
 
Πείτε μου, πώς βρεθήκατε εσείς οι δύο. 
Κ.Μ:
Άκου πώς συνδέονται τα πράγματα. Το 2002 συμμετείχα σε έναν διαγωνισμό που συνδιοργάνωσαν το περιοδικό RAM και το ΙΕΚ Ακμή, όπου στην κριτική επιτροπή ήταν ο Γιώργος Ανδρέου, παραγωγός του πρώτου δίσκου της Ευτυχίας, αλλά και του κοινού μας τώρα. Εγώ είχα στείλει στην κατηγορία τραγουδιού, τα άκουσε ο Γιώργος και έτσι ξεκινήσαμε έναν διάλογο. Έπειτα, γνώρισα τον στιχουργό Πολύ Κυριάκου, συνεργάτη μετέπειτα της Ευτυχίας, σε μια παρουσίαση δίσκου. Το 2008 τον βρήκα στο myspace, μιλήσαμε ξανά και μου έστειλε στίχους για να μελοποιήσω, μεταξύ αυτών και το τραγούδι “Σωσίβιο” που περιλαμβάνεται στον καινούργιο δίσκο. Εκείνες τις μέρες λοιπόν, μου στέλνει και τον πρώτο δίσκο της Ευτυχία ως πρόταση από τις νέες δουλειές που είχαν βγει τότε. Μετά από χρόνια συναντηθήκαμε με την Ευτυχία στη συναυλία του Bob Dylan στη Μαλακάσα, γνωριστήκαμε καλύτερα κι έτσι ξεκινήσαμε. Τότε, έψαχνα να κάνω μια συνεργασία, αλλά δεν έβρισκα κάποιον να ενδιαφέρεται. Μετά άρχισα να γράφω πάνω στη φωνή της Ευτυχίας.
Ε.Μ: Μου έδωσε να ακούσω τραγούδια του και μου άρεσαν πολύ. Ψαχνόταν εν τω μεταξύ να κάνει έναν δίσκο, μοιραζόταν τους προβληματισμούς του μαζί μου, δοκιμάζαμε πράγματα προκειμένου να κάνει ένα demo κι έτσι καταλήξαμε να βγάλουμε μαζί αυτό το υλικό που αρχικά προοριζόταν ενδεχομένως για κάποιον άλλο. 
 
Δυο άνθρωποι πρέπει να γίνουν καλοί φίλοι προκειμένου να βγει ένας καλός δίσκος;
Ε.Μ:
Θα πρέπει να υπάρχει μια σχέση, μια γνωριμία. Δεν χρειάζεται να είναι κολλητοί, αλλά το να ξέρεις τον άλλον είναι πολύ σημαντικό, να ξέρεις τι του αρέσει και τι όχι, τι θέλει να πει και πώς. Πρέπει να δώσεις στη σχέση χρόνο για να αναδυθούν όλα εκείνα που θα βγουν σε έναν δίσκο. Είναι ωφέλιμο για το τραγούδι.
Κ.Μ: Η συνεργασία και η γνωριμία μας με βοήθησαν να γράψω πράγματα που δεν είχα ξαναγράψει, όπως λαϊκά κομμάτια. Πάντα ήθελα να γράψω μια φωνή τέτοιου τύπου, που είναι με το ένα πόδι στη Δύση και το άλλο στην Ανατολή. Εκείνο που διαφοροποιεί το ελληνικό τραγούδι από τα υπόλοιπα είναι ότι μπορεί να κοιτάει και στις δύο κατευθύνσεις, να έχει και τις δύο ταυτότητες. Αυτό το βρήκα στη φωνή της Ευτυχίας. Όταν έχεις μια τέτοια φωνή στη διάθεσή σου, μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις, σου δίνει δυνατότητες χωρίς να μπαίνεις σε προκαταλήψεις τύπου “λαϊκό - μη λαϊκό”.
Ε.Μ: Προσωπικά θα ήθελα να πάω και λίγο πιο βαθιά στο τι είναι το λαϊκό τραγούδι σήμερα, παρόλο που ο δίσκος μας έχει λαϊκούς ήχους. Θα ήθελα να εστιάσω περισσότερο. 
 
Ο κόσμος κάνει άλματα, η μουσική το ίδιο, τα σύνορα έχουν πέσει και οι ταχύτητες που διαδίδεται η πληροφορία έχουν εκμηδενιστεί κι εμείς επιμένουμε να ανησυχούμε ανεπηρέαστοι για το λαϊκό τραγούδι, φτάνοντας ακόμα και σε διασκευές του ρεμπέτικου, ξανά και ξανά.
Ε.Μ:
Μα είναι το δικό μας έθνικ. Οι Γάλλοι γιατί επιμένουν στην γαλλική τζαζ; Κάθε πολιτισμός βγάζει στη φόρα όσα κουβαλάει. Βέβαια τα remixes που γίνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια σε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα, δεν θεωρώ ότι πάνε και πολύ μπροστά τη μουσική. Δίνουμε ασφαλώς τα εύσημα σε πράγματα που μας έχουν χαρακτηρίσει και διαμορφώσει, αλλά κάποια στιγμή δεν πρέπει να πάμε παραπέρα; Επίσης, το θέμα είναι πώς θα κάνεις αυτές τις διασκευές; Το ίδιο τραγούδι με μια λούπα από κάτω ή θα παίξεις όλο τον Χιώτη έτσι ώστε να ακούγεται σαν κάτι καινούργιο; Θέλει μια διαφορετική μετάφραση το λαϊκό τραγούδι.
Κ.Μ: Δεν θέλει διασκευή, θέλει ανακατασκευή. Το να κάνεις μια συναυλία αναπαράγοντας μόνο τραγούδια του Τσιτσάνη είναι πολύ ασφαλές ως κίνηση, αλλά…
 
Το να εμμένουμε εκεί όμως δεν μας έχει απομονώσει λίγο από το διεθνές σκηνικό; 
Κ.Μ:
Η ελληνική δισκογραφία δεν υπήρξε ποτέ στο εξωτερικό. Δεν πουλούσε. Λίγα πράγματα.
Ε.Μ: Αν είναι να εξάγουμε κάτι δικό μας όμως τι θα εξάγουμε; Την ελληνικό ποπ που στο κάτω-κάτω μάλλον δεν είναι καλύτερη από εκείνη του Λονδίνου; Θα πρέπει να εξάγουμε κάτι δικό μας, όπως είναι το ρεμπέτικο.
 
Έχει νόημα αυτό που λέμε και ξαναλέμε “νέος καλλιτέχνης”; Έχει νόημα ενστικτωδώς να χαρίζεσαι σε κάποιον απλά και μόνο επειδή είναι νέος;
Κ.Μ: Πριν φτάσεις στην δημοσίευση της δουλειά σου, έχεις διανύσει ούτως ή άλλως μια πορεία. Το “νέος” έχει να κάνει με το πόσο πρόσφατα κυκλοφόρησες κάτι. Οι παλιοί βέβαια το βλέπουν ηλικιακά. Πρέπει να υπάρχουν όλοι, και οι παλαιότεροι που θα λειτουργήσουν ως φάροι και οι νεότεροι που θα πάει το πράγμα παραπέρα. Ο χαρακτηρισμός “νέος καλλιτέχνης” μια χαρά μου ακούγεται αν πρόκειται για έναν 20χρονο που έχει όλο το χρόνο μπροστά του να κάνει πράγματα και να ψηθεί πάνω στο τραγούδι. Εμείς, καλώς ή κακώς, έχουμε ζήσει ένα κομμάτι της ζωής κι έχουμε κάνει κάποια πράγματα. Το θέμα είναι η εξέλιξη στο χρόνο, αυτό έχει σημασία.
Ε.Μ: Αυτό το “νέος καλλιτέχνης” που σου βάζουν κάποιοι δημοσιογράφοι ή κριτικοί ίσως να δηλώνει και τη δική τους άγνοια σχετικά με το ποιος είσαι. Ακόμα και αυτό μπορεί να είναι, μπορώ να το διακρίνω κυρίως από το πώς κυλάει το υπόλοιπο ρεπορτάζ γύρω από το πρόσωπο ενός καλλιτέχνη. 
 
Ευτυχία, το ότι είσαι παράλληλα καθηγήτρια σε μουσικό σχολείο, επηρεάζει καθόλου την καλλιτεχνική σου πλευρά; 
Ε.Μ:
Αυτό είναι κάτι που ενίοτε έρχεται στο μυαλό μου, ότι δηλαδή δεν ξέρω πώς θα ήταν τα πράγματα αν είχα αφοσιωθεί πλήρως στο τραγούδι. Δεν μπορώ να σου απαντήσω με σιγουριά γιατί έχω μάθει να πορεύομαι μέσα σε αυτή τη συνθήκη. Βέβαια, το σχολείο μου έχει δώσει άλλα κέρδη, είναι ένα μέσο βιοπορισμού που μου προσφέρει την ελευθερία να μην κάνω εκπτώσεις και θυσίες στο καλλιτεχνικό σκέλος. Νιώθω ότι από τότε που ξεκίνησα, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2006, έχω αλλάξει πολύ, έχω μελετήσει περισσότερο, έχω εξελιχθεί φυσικά μέσα στο χρόνο. 
 
Κώστα από την Αγγλία επέστρεψες συνειδητά;
Κ.Μ: Πολύ συνειδητά. Πήγα σχετικά μεγάλος, στα 25 κι επέστρεψα στα 29. Ο λόγος που πήγα εκεί, πέρα από τις σπουδές που ήταν η “βιτρίνα”, ήταν να έχω το χρόνο να ασχολούμαι μόνο με το κομμάτι της δημιουργίας. Αυτή την πολυτέλεια δεν την είχα πριν γιατί δούλευα εδώ ως ηχολήπτης. Όταν πήγα λοιπόν, στο πανεπιστήμιο, έγινα φίλος με ένα Πολωνό, κυρίως λόγω ηλικίας καθώς ήταν ήμασταν οι μεγαλύτεροι από τους περισσότερους. Εκείνο που με ρώτησε ήταν “γιατί ήρθες στα 25 σου;” και η απάντηση ήταν “για να γράψω 10 καλά τραγούδια”. Γέλασε, αλλά τελικά έγραψα παραπάνω από 10. Αυτό που έκανα εδώ πριν, θα μπορούσα να το κάνω και στην Αγγλία, αλλά το βασικό μεράκι ήταν τα τραγούδια, αν και με μια μπάντα που είχαμε φτιάξει παίζαμε ελληνικά, δικά μου τραγούδια, σε Αγγλικό κοινό. Το θέμα είναι η γλώσσα που εκεί δεν θα ήταν ζωντανή. 
 
Έχετε παρατηρήσει πάντως ότι παρά την καλή διάθεση που προσπαθούμε να έχουμε τους τελευταίους μήνες, ο κόσμος έχει χάσει εν πολλοίς το γέλιο του. Για να δανειστώ κι έναν στίχο από τον δίσκο σας, τελικά “ποιος έκλεψε το γέλιο αυτού του τόπου;”. 
Ε.Μ:
Εμείς αφήσαμε να μας το κλέψουν. Αποβάλλαμε χαρακτηριστικά που ήταν πολύ δικά μας, συνήθειες και ήθη, τρόπους συλλογικής έκφρασης υιοθετώντας συμπεριφορές που απαξίωναν και το παρελθόν μας και το τι κουβαλάμε ως κοινωνία, μαϊμουδίζοντας ξενόφερτες συμπεριφορές. Περάσαμε επίσης μια δεκαετία που ο καθένας απομονώθηκε στο laptop του και στον μικρόκοσμό του κι αυτό μας πήγε πίσω. 
K.M: Αντί να έρθει ο ένας κοντά στον άλλο τα τελευταία χρόνια με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, μείναμε απομακρυσμένοι.Μετά το ’89 και την ιδιωτική τηλεόραση, η χαρά μας ήταν πλασματική. Πριν από αυτό, ο Έλληνας έπαιρνε 2 ζευγάρια παπούτσια το χρόνο και ήταν ευχαριστημένος. Έπειτα, άρχισε η κατανάλωση να σημαίνει ευτυχία. Όταν στα παίρνουν αυτά και καταλαβαίνεις τη γύμνια σου, σταματάς να χαμογελάς, νιώθεις δυστυχής. Αυτό έχει κλαπεί και δεν μπορεί να στο φέρει καμία κυβέρνηση. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η κουλτούρα μας είναι να καίμε τα χρήματα όταν τα έχουμε. Εμείς έχουμε απολέσει το ίδιο μας το γέλιο, με τις επιλογές μας, μάλλον κανείς δεν μας το έχει κλέψει.