Γιώργης Χριστοδούλου: «θαυμάζω, παρά ζηλεύω»

Γιώργης Χριστοδούλου: «θαυμάζω, παρά ζηλεύω»
Ακολουθήστε μας στο Google news

Την Κυριακή 19 Ιουνίου στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2016, ο Γιώργης Χριστοδούλου μαζί με μια ομάδα ταλαντούχων μουσικών, παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στον σπουδαίο Αττίκ, τον πρώτο τραγουδοποιό (με την έννοια που επικράτησε πολλά χρόνια μετά από τη δράση του) αυτού του τόπου. 

16 Ιουνίου 2016
Το αφιέρωμα αυτό, που έχει τον τίτλο «Attic à Paris», διαφέρει ουσιαστικά και σημαντικά από όλα τα προηγούμενα αφιερώματα στο συνθέτη για αρκετούς λόγους. Αρχικά, περιλαμβάνει κυρίως ακυκλοφόρητα έργα του Αττίκ από τη «γαλλική» του περίοδο, την εποχή δηλαδή όπου βρισκόταν στο Παρίσι για σπουδές στη σύνθεση. Στη συνέχεια, η εν λόγω παράσταση είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτατης έρευνας του ερμηνευτή της πάνω στον Αττίκ, μιας έρευνας δύσκολης που διήρκεσε σχεδόν δύο χρόνια υπερπηδώντας δύσκολα εμπόδια. Τέλος, και προφανώς, θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για το κοινό αυτή η επικοινωνία με ένα «καινούργιο έργο» ηλικίας εκατό ετών περίπου. Κάτι σαν ένα γράμμα από το παρελθόν. Όλα τα παραπάνω, ενδιαφέροντα και συγκινητικά, στάθηκαν αφορμή για μια συνέντευξη με τον «ανήσυχο» Γιώργη Χριστοδούλου, που επιμένει στα «δύσκολα» με επιμονή κι επιστήμη. Πληροφορίες για το Φεστιβάλ Αθηνών ΕΔΩ.

Συνέντευξη στον Γιώργο Μυζάλη
 
Έχεις ερμηνεύσει/διασκευάσει επανειλημμένα, τόσο ζωντανά, όσο και δισκογραφικά, αυτό το ρεπερτόριο, τι σε έκανε ετούτη την φορά να ασχοληθείς με τον Αττίκ και μάλιστα αυτή την «άγνωστη» περίοδό του;
Αφορμή ήταν τα κείμενα που μιλούσαν γι’ αυτόν. Όλα σχεδόν αναφέρονται στη «γαλλική» του περίοδο, όταν δηλαδή σπούδαζε μουσική στο Παρίσι και παράλληλα έγραφε επιτυχίες που τραγούδησαν τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής. Όμως όλοι καταλήγουν στην ευχή «να βρεθούν κάποια στιγμή τα χαμένα πρώτα του, αδισκογράφητα τραγούδια». Έτσι,  ξεκίνησα να ψάχνω ξεκινώντας με ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι.
 
Πόσο εύκολο ήταν να συγκεντρώσεις πληροφορίες και υλικό; Πόσο καιρό σου πήρε η έρευνα για το Attic a Paris;
Κράτησε σχεδόν δύο χρόνια. Από τα 300 περίπου κομμάτια που αναφέρει η Δανάη έφτασαν στα χέρια μου πάνω από 200. Στην αρχή ήταν πιο δύσκολο γιατί δεν ήξερα πού ακριβώς να απευθυνθώ. Έτσι ξεκίνησα σιγά σιγά από κάποιους συλλέκτες, βιβλιοθήκες και ιδρύματα στη Γαλλία.
 
Τι ακριβώς θα περιλαμβάνει η εμφάνισή σου στον Κήπο της Πειραιώς 260;
Έχω διαλέξει 13 από τα «χαμένα» κομμάτια που θα ακουστούν για πρώτη φορά σε κοινό ύστερα από 110 χρόνια, έργα για πιάνο, αλλά και μερικά ελληνικά τραγούδια του Αττίκ, γνωστά που όμως εμπνεύστηκε και έγραψε στο Παρίσι. Πρόκειται για τραγούδια μοναδικής ομορφιάς που έχουν όλη το ταλέντο και τη φρεσκάδα της πρώτης νιότης του συνθέτη τους..
 
Πόσο ευκολότερο κατέστη το όλο «εγχείρημα» από το γεγονός ότι τα τραγούδια του Αττίκ έχουν περάσει πια στο «κοινό κτήμα» και είναι ελεύθερα δικαιωμάτων προς διασκευή και επανεκτέλεση;
Όχι και τόσο εύκολο, μιας και δεν κυκλοφορούν ευρέως. Ακόμα και τώρα ανακαλύπτω κάθε τόσο και κάτι ακόμα, μιας και αυτές οι διαδικασίες κρατούν για καιρό. Το πιο δύσκολο για μας ήταν το πώς θα αντιμετωπίσουμε μια ψυχρή παρτιτούρα, πώς θα δώσουμε ήχο και ύφος σ’ αυτό που είναι γραμμένο στο χαρτί.  Ο λόγος φυσικά είναι γιατί δεν πρόκειται για διασκευή, ούτε επανεκτέλεση. Δεν υπάρχει κάτι στο οποίο θα μπορούσαμε να πατήσουμε. Είναι σαν ο συνθέτης να μας έστειλε ένα ολοκαίνουργιο έργο το οποίο καλούμαστε να ερμηνεύσουμε. Αυτό είναι και το πιο γοητευτικό κομμάτι, η μαγεία κι η πρόκληση της πρώτης εκτέλεσης σε κάτι που γράφτηκε έναν αιώνα πριν, τραγουδήθηκε στα θέατρα και τα κέντρα κι ύστερα ξεχάστηκε και χάθηκε.
 
Η συγκεκριμένη παράσταση θα παρουσιαστεί και αλλού στο μέλλον; Θα σε ενδιέφερε να τη δισκογραφήσεις, δεδομένου ότι θα περιλαμβάνει και ανέκδοτα – ακυκλοφόρητα έργα του Αττίκ;
Η αρχική ιδέα μας ήταν ένας δίσκος. Αυτόν τον καιρό βρισκόμαστε στο στούντιο. Ο Χάρης Σταυρακάκης ανέλαβε τα πιανιστικά μέρη, ο Κώστας Σηφάκης παίζει κοντραμπάσο και ο Νίκος Παπαβρανούσης κρουστά. Νιώθω τυχερός που έχω αυτή την καλή ομάδα και θα παίξουν οι ίδιοι μουσικοί στο δίσκο αλλά και στην παρουσίαση. Στην παράσταση, ο Βασίλης Μπαρμπαρίγος θα μας ντύσει και θα επιμεληθεί το σκηνικό.
 
Στις δύσκολες αυτές εποχές που διανύουμε, όπου όλα τα επαγγέλματα και μαζί με αυτά και η μουσική βιομηχανία αντιμετωπίζουν την κρίση, κατά πόσο μπορεί να βιοπορίζεται ένας μουσικός από αυτή καθεαυτή την βασική του ιδιότητα; 
Εξαρτάται το πόσο καλός επαγγελματίας είναι και τί τον ενδιαφέρει να κάνει. Ένας συνεπής και μελετημένος μουσικός που αγαπάει αυτό που κάνει με πάθος, θα είναι πάντα περιζήτητος. Για τους ερμηνευτές είναι λιγάκι πιο δύσκολο γιατί είναι πλέον παραγωγοί του εαυτού τους.
 
Στις μέρες μας, που η δισκογραφία πνέει τα λοίσθια, και το βασικό μέσο διάδοσης της μουσικής είναι το διαδίκτυο, τι είναι αυτό που οδηγεί τους ανθρώπους να εκδίδουν ένα cd; Δεν είναι ξεπερασμένη τακτική αυτή; Ή είναι ακόμα νωρίς για την εγκατάλειψή της; 
Το ίντερνετ είναι ένα καλό εργαλείο, είναι όμως μαζί από τη φύση του βιαστικό και δεν βοηθάει στη συγκέντρωση. Όταν κάνεις έναν δίσκο που είναι θεματικός, χρειάζεσαι κάποιες προδιαγραφές για να απευθυνθείς στον μουσικόφιλο ακροατή όπως του αξίζει. Χρειάζεσαι έναν καλό ήχο, την κατάλληλη σειρά τραγουδιών, ένα καλό χειροπιαστό, καλαίσθητο συνοδευτικό υλικό. Για αυτό πολλοί στρέφονται στο βινύλιο. Όταν έχεις ένα όραμα κι ένα καλλιτεχνικό αίτημα δεν μπορείς εύκολα να το απευθύνεις μέσω του διαδικτύου, αποσπασματικά γιατί χάνεται το «σήμα».
 
Άκουσες κάτι ενδιαφέρον από νέες κυκλοφορίες και νέες παραγωγές; «Ζήλεψες» κάτι;
Θαυμάζω, παρά ζηλεύω. Αυτό το διάστημα όμως αποφεύγω να ακούω μουσική πέρα από τα συγκεκριμένα κομμάτια του Αττίκ. Ο λόγος είναι γιατί δεν θέλω να επηρεάζομαι. Η πιο αγαπημένη μου όμως δουλειά την χρονιά που πέρασε ήταν ο δίσκος – αφιέρωμα του Benjamin Biolay στον σπουδαίο Charles Trenet. Θαύμασα το ακριβό, λιτό του γούστο κι ελπίζω ο Αττίκ μας να του μοιάσει.