Σάκης Μπουλάς. Μας έμεινε τουλάχιστον η ροκιά...

Σάκης Μπουλάς. Μας έμεινε τουλάχιστον η ροκιά...
Ακολουθήστε μας στο Google news

 « …Καθ΄όλη τη διάρκεια της νοσηλείας του επέδειξε γενναιότητα και αξιοπρέπεια». Για κάποιο παράξενο λόγο η κατακλείδα της ιατρικής ανακοίνωσης του θανάτου του Σάκη Μπουλά, μου φέρνει στο μυαλό τον στίχο από ένα τραγούδι που ποτέ δεν είπε ο ίδιος: «αλλά μας έμεινε η ροκιά».

21 Φεβρουαρίου 2014
Κι όσο ο στίχος επιμένει να επιστρέφει τόσο σκέφτομαι πόση γενναιότητα και αξιοπρέπεια θα επέδειξε ο Μπουλάς στην αρρώστια του ώστε να θελήσει ο συντάκτης της θλιβερής ανακοίνωσης να υπερβεί την τυπικότητα για να προσθέσει τη διευκρίνιση. 
 
Ε, ναι. Γενναιότητα, αξιοπρέπεια και ροκιά. ‘Όχι στην κακή εκδοχή της τζάμπα μαγκιάς. Αλλά στη γνήσια που είναι πάντα ιδιότητα λαϊκή, πηγαία και οπωσδήποτε κάπως «καταραμένη», πότε-πότε εκτός ορίων, διαρκώς εκτός συμβάσεων.
Ο Μπουλάς ήταν μία αντισυμβατική περσόνα που παρέμενε ροκ ακόμα κι όταν συμμετείχε σε μία σειρά τραγουδιών που ήταν ό,τι πιο κορυφαία έντεχνο μπορεί να περικλείσει ο δυσφημισμένος όρος, στα περίφημα δηλαδή «Ανεπίδοτα Γράμματα» του Μιχάλη Γρηγορίου κι αντιστοίχως στην «Καντάτα για την Μακρόνησο» του Θάνου Μικρούτσικου. Ροκ κι αντισυμβατικός και περσόνα-Μπουλάς παρέμενε επίσης κι όταν, τα τελευταία χρόνια κυρίως, παρουσίαζε τηλεπαιχνιδια ή συμμετείχε σε τηλεοπτικά σίριαλ. Δεν ήταν όλα καλά. Ο Μπουλάς όμως ήταν κι εκεί ο εαυτός του μ΄ έναν τρόπο που σ΄ έκανε οπωσδήποτε να τον αναγνωρίζεις χαμογελώντας. Και να σκέφτεσαι ότι μερικές φορές ορισμένα πρόσωπα κατορθώνουν να μικραίνουν την απόσταση που χωρίζει το θρυλικό «Σούσουρο», το «Αχ Μαρία» και τις ωραία προβοκατόρικες, αντισυστημικές καλλιτεχνικές παρέες των Εξαρχείων εκείνης της εποχής από τα τηλεοπτικά πλατό, το σινεμά του ποπ-κορν ή τους στυγνά εμπορικούς όρους με τους οποίους λειτουργεί εδώ και χρόνια «Η Ακτή Πειραιώς». 
 
Η έννοια της παρέας άλλωστε δεν σταμάτησε να καθορίζει την παρουσία και τις επιλογές του Μπουλά. Το έτερόν του ήμισυ ήταν μέχρι τέλους ο Γιάννης Ζουγανέλης και στην πορεία πολλοί άλλοι από τον Ασιμο μέχρι τον Λάκη με τα Ψηλά ρεβέρ κι από τον Βλάση Μπονάτσο και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου μέχρι τον Δημήτρη Σταρόβα. Πάντως με τον Ζουγανέλη ξεκίνησαν, μαζί έγραψαν σκετσάκια και τραγούδια, μαζί έκαναν χαβαλέ, αυτόν τον λαϊκό χαβαλέ της ανδροπαρέας, ο οποίος αν και δεν ήταν πάντα απολύτως επιτυχημένος, ήταν ωστόσο πάντα μία, χωρίς ιερό και όσιο, πλάκα προορισμένη να βγάλει την γλώσσα στο «δήθεν».
 
Μ΄ αρέσει να θυμάμαι τον Μπουλά ως ένα από τα αντίδοτα της μεταπολιτευτικής σοβαροφάνειας και του νεόπλουτου «δηθενισμού», ασχημούλη αλλά γοητευτικό, με το σκουλαρίκι στο αυτί από την εποχή που κάτι μπορεί να σήμαινε αυτό. Μ΄ αρέσει να τον θυμάμαι να θρηνεί μαθαίνοντας ότι η μάνα του ψήφισε ΝΔ, στο «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του Τσιώλη μία από τις καλύτερες καθαρόαιμα ελληνικές κωμωδίες που έχουν γυριστεί ποτέ. Μ΄ αρέσει να τον θυμάμαι να τραγουδάει το «Φλασάκι» και το «Caruso». Μ΄ αρέσει να σκέφτομαι ότι από όλα αυτά που έκανε πάντα σαν να κάνει πλάκα και ποτέ επάγγελμα,  μας έμεινε τουλάχιστον η ροκιά…