Μίλτος 25.03.09

Μίλτος 25.03.09
Ακολουθήστε μας στο Google news

Δύο φορές έχω βρεθεί στο δικαστήριο στη θέση του κατηγορούμενου. Την δεύτερη για υπέρβαση ορίου ταχύτητας.

25 Μαρτίου 2009

Δύο φορές έχω βρεθεί στο δικαστήριο στη θέση του κατηγορούμενου. Την δεύτερη για υπέρβαση ορίου ταχύτητας.
(Η δίκη έγινε δυο χρόνια μετά την παράβαση και παρόλο που απέδειξα οτι το αμάξι μου δεν μπορούσε ούτε με αλλαγή κινητήρα να πιάσει τα 172 χλμ, καταδικάστηκα σε πρόστιμο 152 ευρώ (+147 έξοδα παραστάσεως, το όλον 299 ευρώ).
Εκεί κατάλαβα ότι, όταν για το δικαστήριο τίθεται θέμα: «ο λόγος σου εναντίον του λόγου του οργάνου της τάξης», ο δικαστής απλά πιστεύει τον μπάτσο, ακόμα κι αν αυτός στο υπόμνημά του έχει γράψει ότι παπαριά του κατέβει.)


Την πρώτη ως «υπεύθυνος λειτουργίας ραδιοσταθμού χωρίς άδεια λειτουργίας».


Το 1989 έκανα την πρώτη μου εκπομπή στο Studio 19, στο Ηράκλειο Κρήτης. Άφραγκος, όπως οι περισσότεροι συμφοιτητές μου, και με μεγάλη αγάπη για το μέσο, θεώρησα οτι ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος να συμπληρώσω το πενιχρό μου εισόδημα αποφεύγοντας να εργαστώ στη νύχτα.
Την άνοιξη του 1991 (και για αρκετά χρόνια ακόμα) όλα τα μη κρατικά ραδιόφωνα ήταν παράνομα.
Πάει να πει, αφού οι συχνότητες δεν είχαν ακόμα επίσημα μοιραστεί, πρακτικά κανείς δεν είχε άδεια. Όχι μόνο τα επαρχιακά, ούτε ο ΣΚΑΙ ή ο Μελωδία ή ο Flash και ο Αθήνα 98,4. Από την πλευρά της επίσημης πολιτείας επικρατούσε σιωπηρή ανοχή, του στυλ, μπορείτε να εκπέμπετε ημι- παράνομα, μέχρι να δούμε τι θα γίνει με τις συχνότητες. Και αν αυτό στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη είχε μια κάποια λειτουργικότητα, στην επαρχία συχνά οδηγούσε σε τραγελαφικές καταστάσεις.
Παράδειγμα, ο απέναντι κρεοπώλης δεν σε γουστάρει.
Σου τραβάει μια καταγγελία για παράνομο σταθμό.
Η αστυνομία είναι υποχρεωμένη να παρέμβει.
Έρχεται και σου ζητάει την άδεια.
Δεν έχεις άδεια.
Αυτόφωρο!
Ακριβώς έτσι συνέβη, ένα μεσημέρι του 1991, μόνο που ο ιδιοκτήτης του σταθμού, ο Δημήτρης Πατεράκης, ήταν σκοπιά σ' ένα στρατόπεδο λίγο έξω απ την πόλη και έτυχε να έχω εγώ εκπομπή εκείνη την ώρα. Και να είμαι ο μοναδικός υπάλληλος στο σταθμό. (Τότε δεν είχαμε τεχνικούς ήχου, ο παραγωγός ήταν υπεύθυνος για όλα στην ώρα του, να βάλει διαφημίσεις, να διαλέξει τραγούδια, να φτιάξει καφέ, να απαντά στα τηλέφωνα, να ανοίγει την εξώπορτα και ό,τι άλλο βάζει ο νους σας.)
Μπαίνουν μέσα δυο ένστολοι, μου ζητούν να διακόψω τη λειτουργία του σταθμού και απλά προλαβαίνω να ενημερώσω το κοινό για την εισβολή, με την ελπίδα να με ακούν καμιά δεκάριά φίλοι, πριν μου κλείσουν το μικρόφωνο.
Σημειωτέον, είμαστε στο 1991, κινητά τηλέφωνα δεν υπάρχουν, δεν προλαβαίνω να ειδοποιήσω κανέναν.
Πρέπει να αυτενεργήσω.
Το ένα λαγωνικό με διατάσσει να αποσυνδέσω τον πομπό και τα μηχανήματα, για να προβεί στην απαραίτητη κατάσχεση.
Το άλλο λαγωνικό, χαζεύει τη δισκοθήκη (!)
Τότε, σε μια σπάνια έκλαμψη διαύγειας και συνειδητοποιώντας οτι τα μηχανήματα είναι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του σταθμού, του απαντώ με απόλυτη φυσικότητα:
«Ειμαι πρόθυμος να συμμορφωθώ, αλλά αυτό που μου ζητάτε δεν γίνεται. Απ' τα μηχανήματα περνάει τριφασικό ρεύμα. Μόνο η ΔΕΗ μπορεί να τα αποσυνδέσει.»
Το λαγωνικό κοντοστάθηκε.
Από μέσα μου προσευχόμουν να είναι αρκετά ζωντόβολο για να το χάψει.
Ήμουν τυχερός. Ήταν πολύ ζωντόβολο.
Αν ο τύπος τραβούσε δύο απλά καλώδια απ την πρίζα, ο σταθμός δεν θα επαναλειτουργούσε για πολλούς μήνες.
Δεν τα τράβηξε.
Στο μεταξύ κόσμος αρχίζει να φτάνει στο στούντιο.
Παρά τις διαμαρτυρίες τους, τα όργανα με συλλαμβάνουν και με οδηγούν- ευτυχώς χωρίς χειροπέδες- στην Ασφάλεια.

(Με την άδειά σας, επειδή τούτη η ιστορία τραβάει σε μάκρος, λεω να την ολοκληρώσω την επόμενη βδομάδα.
Απλά να αποκαλύψω οτι η συνέχεια έχει ακόμα περισσότερη πλάκα, αθάνατη ελληνική παράνοια και... happy end.)

Σας φιλώ

Υ.Γ  Έξω απ το παράθυρό μου ηχούν τα τύμπανα της παρέλασης.
Όπως λεει κι ο Μούτσης : «Τετρακόσια χρόνια φάγαμε τους Τούρκους, συνηθίσαμε και τρώμε και τους Έλληνες μετά...»