Ο Στάθης 26.03.09

Ο Στάθης 26.03.09
Ακολουθήστε μας στο Google news

Κι έτσι κι έγινε κι αυτό.Έπρεπε, φαίνεται, να περάσουν τα χρόνια.Τώρα ασφαλής κυκλοφορώ μόνον μέσα στα τραγούδια.Και τα ποιήματα.

26 Μαρτίου 2009

Κι έτσι κι έγινε κι αυτό.
Έπρεπε, φαίνεται, να περάσουν τα χρόνια.
Τώρα ασφαλής κυκλοφορώ μόνον μέσα στα τραγούδια.
Και τα ποιήματα.


Εκεί κανείς δεν μπορεί να λοιδωρήσει τις λέξεις που τρώμε μαζί τα βράδια. Τώρα που με τον καιρό αραίωσαν τα μαύρα δάση. Λέξεις που συνήθως δεν μιλούν.
Όμως συχνά ακούνε ωραίες εκπομπές στο ραδιόφωνο – κι ύστερα τα βράδια, είπαμε τα βράδια, πάντα τις νύχτες τραγουδούν και οι ίδιες
παλιά τραγούδια
και άριες
για αρχαίες θάλασσες και πέτρες γυμνασμένες στον ήλιο – αυτό που λέμε μαρμαρένια αλώνια, να χορεύει ο Αηγιώργης το ζεϊμπέκικο του Χάροντα και να μερακλώνουν απ’τη θλίψη τα κρινάκια στα μάτια του – μια θλίψη
που κληρονόμησα παιδί ευχή απ’τον πατέρα μου: «παιδάκι μου να πηγαίνεις με τον σταυρό στο χέρι» - το πήρα κι εγώ κατά γράμμα, κατά λέξιν δηλαδή, για λέξεις μιλάμε, καθώς είπαμε, πήρα λοιπόν κι εγώ τον σταυρό στο αριστερό μου χέρι και το ύψωσα ψηλά γροθιά, μάχαιραν να δώκω, μάχαιραν να λάβω
κι έδωκα κι έλαβα, κι έφθασα ως εδώ.
Με αποσκευές τα τσιγάρα μου.
Τα καπνίζω ένα ένα σαν τις ημέρες που μου μένουν καθώς περιμένω να επικρατήσουν οι ποιητές – εγώ, δεν μάχομαι πλέον, είπαμε, δεν έχω λέξεις. Μόνον τα πίνω μαζί τους. Και με αφήνουν να ονειρεύομαι. Ότι ποτέ δεν τις εξόρισα, ότι ποτέ δεν τις απαρνήθηκα κι ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι, τον έσφαξα.
Ναι, άνοιξη του 2009, βροχερή άνοιξη να προλάβουν να πιουν και οι τελευταίοι διψασμένοι από το αίμα του κόκορα που θεμελίωσε τις διαφημίσεις της σεζόν – εσύ θα πάρεις σπίτι κι εσύ θα λάβεις έρωτα.
Εσένα ο ωροσκόπος σου βλέπει προίκα και του ετοιμοθάνατου ο ορός θέλει να τα σπάσει μέσα στο κωλοχανείο που πρέπει να αφήνει την τελευταία του πνοή ο πόθος που γέρασε, που δεν ποθείται πια, σκληρό η νεότης
όπως το κάθε ωραίον – στην ώρα της έμεινε τρωτή η φτέρνα του Αχιλλέα, στην ώρα της ομολόγησε η σκιά του απ’ τον Άδη ότι καλύτερα βοσκός κάτω απ’του ήλιου το φέγγος
παρά πολέμαρχος στο παράπονο
των νικητών και των νικημένων στο Βερντέν.
Για μια χούφτα λάσπη. Απ’αυτήν που κάνει χρυσάφι η μαϊμού και πέρδεται χορτασμένος ο αγάς, καλοθρεμένος απ’την ευήθεια των πληβείων – δεν έχω λέξεις. Το είπαμε.
Έναν αμανέ γουστάρω κι ένα τιριρέμ – χωρίς λέξεις και συλλαβές, τη μούγγα της Άννας της Κομνηνής ποθώ, βραδάκι στο μοναστήρι, ή μάλλον στον εσπερινό, καθώς έπεφταν οι σκιές κι εκείνη χάζευε πίσω απ’τις φυλλωσιές
τον Βρυένιο να φεύγει – έτσι όπως έφευγε και η ζωή της, σπαταλημένη άραγε στης Ιστορίας τον «λόγο τον λαμπρό» ή κερδισμένη από την απώλεια του έρωτός της – στέρεο το ερώτημα, δεν λέω, κι ακατάληπτη η απάντηση,
καθώς πάλι δεν υπάρχουν λέξεις, δεν χρειάζονται λέξεις τα δάκρυα. Ούτε καν τα δάκρυα μιας Κομνηνής.
Κι εγώ απ’αυτά τα δάκρυα κεράστηκα απόψε.
Κι έβαλα του Βρυένιου να πιει. Απ’ τα δάκρυα της παντοτεινής του αγάπης. Χωρίς να το ξέρει – διότι, δεν του είπαν τίποτε οι λέξεις. Είπαμε, στην παρέα μας, οι λέξεις τα πίνουν, δεν μιλούν...

Στάθης Σ.
25η Μαρτίου 2009 ξημερώνοντας η επομένη