Σαν τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη, να ξέρετε, δεν υπάρχει άλλος

Σαν τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη, να ξέρετε, δεν υπάρχει άλλος
Ακολουθήστε μας στο Google news

Ο Μενέλαος είναι σκηνοθέτης αλλά είναι και ραδιοφωνικός παραγωγός της εκπομπής «Πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια;» η οποία ακουγότανε για πολλά-πολλά χρόνια στο Τρίτο Πρόγραμμα (αλλά όχι πια). 

01 Φεβρουαρίου 2018
Μία από τις καλύτερες ραδιοφωνικές εκπομπές στην ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου. Αλλά, δυστυχώς, έχει σταματήσει να μεταδίδεται πια γιατί στην ΕΡΤ τα πράγματα πάνε... αργά, πολύ... αργά (και μερικές φορές δεν πηγαίνουν καν). Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης είναι επιπλέον ένας σπουδαίος τύπος από κ ά θ ε  - ά π ο ψ η.
 
Του έκαναν μία πρόταση και από το Athens Voice 102.5 το καλοκαίρι αλλά δεν προχώρησαν, δυστυχώς. Ο Μενέλαος λοιπόν έδωσε μία απολαυστική συνέντευξη στον Χρήστο Παρίδη στη Lifo (από εκεί και η φωτογραφία). Να τη διαβάσετε ολόκληρη, αξίζει, εδώ δημοσιεύουμε μόνο τα αποσπάσματα που αναφέρονται στη ραδιοφωνική του εκπομπή.   
 
Ο Χατζιδάκις με ανακάλυψε από το «Πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε;» που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Βγήκαμε να φάμε μαζί με τον Γκάτσο και μου έκαναν ανάκριση. Έγινα μέλος μιας παρέας «αναρχικών» που ήταν ο Κούνδουρος, ο Χατζιδάκις και ο Μαμαγκάκης, και κάθε τόσο έμπαιναν και κάποιοι άλλοι. Βρισκόμασταν και κάναμε σκανταλιές. Στον Χατζιδάκι δεν έπαψα ποτέ να μιλάω στον πληθυντικό. Αλλά τις σκανδαλιές που κάναμε θα τις έκανα μόνο με έναν συμμαθητή μου. Ακόμα κι όταν κάναμε πιο σοβαρά πράγματα, τα χειριζόμασταν με έναν τρόπο εφηβικό. 
 
Για πολλά χρόνια πίστευα ότι τις ραδιοφωνικές εκπομπές δεν τις άκουγε κανείς και αυτό μου έδινε την ελευθερία να τολμάω. Έτσι, λοιπόν, οι ταινίες που δεν μπορούσα να γυρίσω, οι ιστορίες που δεν μπορούσα να ζήσω, τα ντέρτια που είχα ως νέος, έβρισκαν τρόπο έκφρασης μέσα από αυτές το ραδιόφωνο. Κάθε εκπομπή έχει μία ιστορία κι ένα ολοκληρωμένο κινηματογραφικό σενάριο. Σαν το σάουντρακ μιας ταινίας που είναι φτιαγμένο για να σε κάνει να φαντάζεσαι τη δική σου ταινία, να βάζεις τις δικές σου εικόνες. Έκανα εκπομπές με άγνοια κινδύνου και με θράσος του τύπου «αφού κανένας δεν τις ακούει, ας τολμήσουμε». 
 
Όταν ήρθε ένας νέος διευθυντής και θέλησε να τις σταματήσει, ετοίμασα μια αποχαιρετιστήρια εκπομπή. Άρχισαν να παίρνουν τηλέφωνα και έφτασαν 300 άτομα στην ΕΡΤ να διαμαρτυρηθούν για το τέλος της. Εκεί συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ένα ετερόκλητο κοινό που την άκουγε, από ένα μοναστήρι που την έβαζε στα ηχεία για να ακούγεται στο προαύλιο μέχρι έναν οδηγό νταλίκας. Τα επόμενα χρόνια οι εκπομπές αυτές απέκτησαν μεγαλύτερο και πιο φανατικό κοινό.