«Παυσίλυπον», Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

«Παυσίλυπον», Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Ακολουθήστε μας στο Google news

Δεν προσπάθησε ποτέ να χτίσει οποιαδήποτε περσόνα ή οποιοδήποτε μύθο γύρω από τα τραγούδια του.

31 Ιουλίου 2018

Του Παναγιώτη Χαραλαμπάκη

Σε μία συνέντευξή του στις συναντήσεις με μουσικούς της Τασούλας Επτακοίλη στο καφέ του Ιανού ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας είχε πει για το δίσκο Παυσίλυπον: «Είναι ένας μνημειώδης δίσκος μόνο και μόνο γιατί έχει μέσα δύο τραγούδια, το Γάτο και το Νότο». Επιτρέψτε μου να μη συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Αν κανείς παρατηρήσει ολόκληρη τη δισκογραφία του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα θα δει πως λίγο πολύ όλοι του οι δίσκοι είχαν δύο-τρεις μεγάλες επιτυχίες. Και πράγματι το Παυσίλυπον είναι δίσκος σταθμός της ελληνικής δισκογραφίας, όχι όμως λόγω των δύο σουξέ αλλά γιατί είναι ένα σπουδαίο έργο στο σύνολό του.

Ο Λαυρέντης τότε προερχόταν από ένα δίσκο με τίτλο «Παράθυρα που κούρασε η θέα» ο οποίος αν και εμπορικά δεν απέδωσε τα αναμενόμενα είχε ένα σημαντικό κέρδος για το συνθέτη. Τον Ισαάκ Σούση. Στο συγκεκριμένο δίσκο λοιπόν εντοπίζεται το δισκογραφικό ντεμπούτο του στιχουργού, με τον οποίο ο Μαχαιρίτσας έγραψε ίσως τα σπουδαιότερα τραγούδια του από τότε και στο εξής. Οι πρώτες τους επιτυχίες βρίσκονται φυσικά στο Παυσίλυπον. Η ιστορία έχει ως εξής: Ήταν Μάιος του ‘96 και είχε μόλις ολοκληρωθεί η ηχογράφηση του υλικού. Ήταν 11 τραγούδια. Τρία εξ αυτών ήταν σε λόγια του Ισαάκ. «Ο Ηλίας» -αναφερόμενος στον παραγωγό του δίσκου Ηλία Μπενέτο- «πίστευε πολύ ένα τραγούδι με τίτλο “Πατέρα σ’ αγαπώ” και νόμιζε ότι θα γίνω ο νέος Αγγελάκας με αυτό το κομμάτι» αναφέρει ο συνθέτης στην ίδια συνέντευξη. Αξίζει να σημειωθεί πως το εν λόγω τραγούδι όπως και το «Σε περιμένω» που επίσης περιλαμβάνεται στο Παυσίλυπον είναι σε στίχους του δημοσιογράφου Γιώργου Οικονομέα. Και μπορεί τελικά το «Πατέρα σ’ αγαπώ» να επισκιάστηκε από τις μεγάλες επιτυχίες του δίσκου αλλά παραμένει ένα σπουδαίο τραγούδι με μια πολύ εύστοχη οπτική προσέγγιση στη σχέση πατέρα-γιου.

Τα τραγούδια λοιπόν που ξεχώρισαν από αυτό το υλικό ήταν -όπως είπαμε και παραπάνω- το «Ένας Τούρκος στο Παρίσι» και το «Εκεί στο Νότο». Το παράδοξο είναι πως αυτά τα δύο τραγούδια δεν περιλαμβάνονταν στα 11 που είχαν ηχογραφηθεί. Για την ακρίβεια, δεν είχαν καν γραφτεί. Όμως εξαιτίας μιας -εκ του αποτελέσματος όχι και τόσο- ατυχούς συγκυρίας ο δίσκος μένει με δέκα τραγούδια και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ζητά μερικές μέρες διορία για να γράψει δύο ακόμα τραγούδια ώστε να αντικαταστήσει την απώλεια. Και παρόλο που τα χρήματα που είχαν δαπανηθεί για την παραγωγή -με δεδομένη την αποτυχία του προηγούμενη δίσκου- ήταν ήδη πολλά ο Μάκης Μάτσας δίνει την έγκρισή του και τα δύο τραγούδια ηχογραφούνται και μπαίνουν στο δίσκο. Προηγουμένως ο συνθέτης για να διεγείρει το ενδιαφέρον του διευθυντή του, του είπε πως στα τραγούδια αυτά θα συμμετείχαν και οι Πυξ Λαξ, που εκείνη την εποχή είχαν τεράστια απήχηση στο κοινό. Φυσικά δεν ήταν απλώς μία πρόφαση. Ο Γάτος όπως είχε κι ο ίδιος πει έτσι κι αλλιώς ήθελε να έχει ένα ήχο «δρόμου», με ατέλειες δηλαδή, και φυσικά με τη συμμετοχή των Πυξ Λαξ το πέτυχε απόλυτα. Ο Νότος απ’ την άλλη έγινε ένα σπουδαίο ντουέτο με τον Μπάμπη Στόκα, με χαρακτηριστικές διφωνίες στο ρεφρέν και μαζί με το Γάτο απογείωσαν το δίσκο. Και τα δύο τραγούδια ήταν σε λόγια του Ισαάκ Σούση.

Με αφορμή αυτό θέλω να επισημάνω πως μιλάμε για έναν από τους σημαντικότερους στιχουργούς της γενιάς του αλλά και για έναν από τους πιο αδικημένους. Δεν γνωρίζω φυσικά αν η σχεδόν αποκλειστική του συνεργασία με τον Λαυρέντη είναι προσωπική του επιλογή ή όχι, αλλά μου δίνεται συχνά η εντύπωση πως το σινάφι του τον «ξεχνάει» όταν αναφέρεται στους σημαντικούς στιχουργούς της εποχής. Κι αν υπάρχει η εντύπωση πως ο Ισαάκ Σούσης αρχίζει και τελειώνει στον Τούρκο και στα Τερατάκια τσέπης, που οι δυο τους μετέφεραν από τα ιταλικά λίγα χρόνια αργότερα, ας ρίξει μια ματιά σε εκείνα τα τραγούδια που δεν διανύουν όλη την «απόσταση» μόνα τους. Που πιθανώς δεν κάνουν ούτε βήμα. Το Οιδιπόδειο και η Τελευταία πράξη που βρίσκονται σ’ αυτό το δίσκο είναι δύο τέτοια τραγούδια. Και σε ότι αφορά τον Λαυρέντη αυτό θεωρώ ότι είναι και το μεγάλο του φάουλ. Ότι τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια που τον παρακολουθώ ζωντανά δεν τον έχω δει να υπερασπίζεται εκείνα τα σπουδαία μεν, αλλά δεύτερης ανάγνωσης τραγούδια του.

Στο θέμα μας όμως. Όπως είπα νωρίτερα το Παυσίλυπον δεν είναι μόνο ο Γάτος και ο Νότος. Το τρίτο τραγούδι που κατάφερε να ξεπηδήσει μέσα από τις δύο μεγάλες επιτυχίες του δίσκου, παραδόξως, είναι ένα κομμάτι που δεν είναι γραμμένο απ’ το Λαυρέντη. Η «Απουσία», σε λόγια και μουσική του Μίλτου Πασχαλίδη είναι ένα κομμάτι γραμμένο «για μια κοπελιά με πράσινα μάτια» όπως προδίδουν και οι στίχοι του. Ειρήσθω εν παρόδω και η Πηνελόπη του Μίλτου είναι γραμμένη για την ίδια γυναίκα. Ο λόγος λοιπόν που ο Πασχαλίδης αποφασίζει να μην ερμηνεύσει ο ίδιος αυτό το τραγούδι είναι γιατί το θεωρούσε αρκετά μελό για τα γούστα του. Δε θα διαφωνήσω μαζί του, πλην όμως η Απουσία αν και δείχνει να έρχεται απ’ το πουθενά βρίσκει τη θέση της και στο δίσκο αλλά και στην εκτίμηση του κόσμου, οπότε λίγη σημασία έχει τον αν εγώ κι ο Μίλτος τη θεωρούμε μελό. Πάντως ο ίδιος τα τελευταία χρόνια όχι μόνο λέει την Απουσία στα λάιβ του αλλά την αφιερώνει και στην κόρη του, κάνοντας μάλιστα και την ανάλογη τροποποίηση στο χρώμα των ματιών.
Κράτησα για το τέλος ένα ακόμα ντουέτο. Σε λόγια της Λίνας Δημοπούλου ο Λ.Μ. έγραψε ένα ηλεκτρικό ζεϊμπέκικο, απ’ αυτά που συνηθίζει να γράφει και το τραγούδησε παρέα με το σπουδαίο Δημήτρη Μητροπάνο. Ένα τραγούδι (Κίτρινα Βράδια) που αν και δεν είχε ανάλογη επιτυχία με τα υπόλοιπα ηλεκτρισμένα ζεϊμπέκικα του Μητροπάνου εγκαινίασε μία συνεργασία που συνεχίστηκε και δισκογραφικά αλλά και με ζωντανές εμφανίσεις. Ο ίδιος ο Λαυρέντης μάλιστα, αν και συχνά ένιωθε άβολα ανάμεσα στο κοινό του Μητροπάνου, μιλάει με καλύτερα και για τον ίδιο αλλά και για τη συνεργασία τους.

Ολοκληρώνοντας θέλω να σημειώσω κάτι. Η γενιά μου κυριολεκτικά γεννήθηκε και μεγάλωσε με το Γάτο και τις υπόλοιπες μεγάλες επιτυχίες του Λαυρέντη. Μεγαλώνοντας όμως, εκεί λίγο μετά την εφηβεία, τα σνόμπαρε αυτά τα τραγούδια ελαφρά τη καρδία. Και μπράβο της αν δεν τα είχε ανάγκη. Λογικό είναι σε ένα βαθμό. Αλλιώς ερωτευεσαι στα 15, αλλιώς βλέπεις τους γονείς σου, τον κόσμο κλπ. Όμως θέλει μεγάλη προσοχή. Αν το «τραγουδάκι» σε βγει ευάλωτο ξανά, θα σε αποτελειώσει. Όποιος έχει δει τη σκηνή από τη σειρά του Alpha «Η λέξη που δεν λες» που η μητέρα με το παιδί ψιθυρίζουν τα λόγια από το «Πόσο σε θέλω» θα μπορεί να φανταστεί πως αισθάνθηκε κάποιος που κάποτε είπε «δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτα πιο περίπλοκο για ρεφρέν αντί να επαναλαμβάνουν την ίδια φράση συνέχεια;». Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι ο Τούρκος, το Έλα ψυχούλα μου ή το Έτσι κι αλλιώς παίζονται από κάθε αυτοδίδακτο κιθαρίστα και τραγουδιούνται από παρέες γύρω από μια φωτιά στις παραλίες, δεν μειώνει την αξία τους. Κάθε άλλο. Απλά ο Μαχαιρίτσας είτε απέτυχε, είτε -κατά πάσα πιθανότητα- δεν προσπάθησε ποτέ να χτίσει οποιαδήποτε περσόνα ή οποιοδήποτε μύθο γύρω από τα τραγούδια του. Ξέρει πολύ καλά ότι μετά από τριάντα χρόνια ο κόσμος θα τον μνημονεύει για τον Τούρκο, το Πόσο σε θέλω, το Διδυμότειχο και το Πεθαίνω για σένα. Και το σημαντικό είναι ότι νιώθει τρομερά ευγνώμων και τυχερός για το γεγονός ότι ζει μια καλή ζωή κάνοντας αυτό που αγαπά. Γράφοντας τραγούδια.

Αυτό ήταν το Παυσίλυπον.