Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας σου πήγες στη ντουλάπα κι έσκισες ένα από τα πιο καλά του σμόκιν

Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας σου πήγες στη ντουλάπα κι έσκισες ένα από τα πιο καλά του σμόκιν
Ακολουθήστε μας στο Google news

Γράμμα στον Leonard...

24 Σεπτεμβρίου 2019

Τα παραμελημένα και οδυνηρά μυθιστορήματα και τα ποιήματα του πρόσφατου παρελθόντος μας θα είναι τα σούτρα και τα μάντρα της καινούργιας θρησκείας του μέλλοντος. Όλα όσα λέμε μεταξύ μας είναι ένα είδος προσευχής.

Του Αντρέα Μαντά (Ηθοποιός)

Ήταν βράδυ, 6 Νοέμβρη του 2016. Με το φίλο μου τον Βλαδίμηρο βγήκαμε να ψηλαφίσουμε την πόλη, που κάθε φορά είναι σαν παραμύθι άγνωστο. Αποχαιρετηθήκαμε ξημερώματα της 7ης μ‘ έναν στίχο απ΄ το τελευταίο άλμπουμ σου, «You Want It Darker». Ο στίχος ήταν απ’το τραγούδι «Steer Your Way», όπου λέει:
They whisper still, the ancient stones |The blunted mountains weep |As he died to make men holy
|Let us die to make things cheap |And say the Mea Culpa which you've probably forgot | Year by year
| Month by month | Day by day | Thought by thought

 Δεν γνωρίζαμε ότι εκείνη την ώρα θα χανόσουν κι εσύ μαζί με τις ματιές των φίλων. Χανόσουν μαζί με τις πληγές μας. Αλλά δεν μας άφησες μόνους. Η προφητική φωνή σου μας κάνει ακόμα συντροφιά.

Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας σου πήγες στη ντουλάπα κι έσκισες ένα από τα πιο καλά του σμόκιν, έραψες στο εσωτερικό του ένα σημείωμα και στη συνέχεια το έθαψες στο χιόνι, στον κήπο πίσω από το σπίτι σου. Τότε θα’ ταν που κατέβηκες ανάμεσά μας από τις ανώτερες σφαίρες. Για να μιλήσεις, να τραγουδήσεις και να ψάλεις την ομορφιά.

Είχες πάντα το δάχτυλό σου στραμμένο στο μέλλον. Το παίξιμο στην κιθάρα σου, οι όμορφα σχεδιασμένες συγχορδίες σου ήταν σαν μια αράχνη μαύρη χήρα. Παγίδευαν γλυκά τα αυτιά του ακροατή, που για λίγο βούλιαζε και αφανιζόταν εντός τους.

Ο άνθρωπος, απ’ τα σπάργανα ακόμη, είναι ήδη ο κόσμος όλος. Μόλις γεννιέται, πεινάει, κλαίει, γελάει, μπουσουλάει. Αρχίζει ο δικός του κύκλος. Κι όσο μεγαλώνει πιο πολύ πεινάει, πιο πολύ πονάει, πιο πολύ κλαίει και γελώντας παύει να μπουσουλάει, γιατί δεν αντέχει το σκύψιμο. Και δεν το βάζει κάτω. Μέσα από την τέχνη και τις απολαύσεις της ζωής ψάχνει να βρει λίγη χαρά. Και το γλεντάει. Και μπαίνει στο χορό, το ρίχνει στο τραγούδι, όχι για να ξεχάσει μα για να απαθανατίσει όλα αυτά τα χαρούμενα ή λυπητερά και πονεμένα ιντερλούδια. Και τότε νιώθει πλούσιος.

Κανένα παιδί δεν ονειρεύεται να γίνει εργάτης. Εσύ έγινες εργάτης της ποίησης. Όχι για καριέρα, αλλά για τη μαγεία. Για μαγεία διαρκείας. Η καριέρα είναι για τους τυπικούς επαγγελματίες με επετηρίδα, τους στρατιωτικούς, τους δικηγόρους, τους πολιτικούς, τους γιάπηδες των πολυεθνικών, τους αναρριχώμενους με κύρια - και πολλές φορές μόνα – προσόντα τους τις σπουδές και τη διπλωματία, μανούβρες και ελιγμούς κι ανώφελα σφυρίγματα που δένουν πάντα στο ίδιο λιμάνι. Ο ποιητής, δεν καριερίζει. Ο ποιητής βηματίζει, οδοιπορεί, εξελίσσεται, μαθαίνει, μεταδίδει, κοινωνεί, πολλαπλασιάζεται. Δεν γίνεται ποτέ συνταξιούχος, κι αν συμβεί αυτό, δεν επαναπαύεται αναπαυόμενος.

Ο ποιητής δεν έπαψε να υπάρχει. Παραμένεις εδώ, ένας Οδυσσέας χωρίς νόστο, χωρίς Ιθάκη. Παλεύεις ακόμα μες στα κύματα, δημιουργείς κύματα, που ποτέ δεν μαρμαρώνουν. Κινούνται, μεταφέρουν, μεταδίδουν. Όπως κάνουν οι ποιητές, οργανώνεις το χάος και το συνδέεις με την πρώτη ύλη του ακοίμητου νου του ανθρώπου.

Σε σκέφτομαι να διαβάζεις τον στίχο του Sayat-Nova: «Δεν μπορεί ο καθένας να πιει απ’ τη φουρτουνιασμένη πηγή μου. Το νερό μου έχει μια δική του γεύση. Δεν μπορεί ο καθένας να διαβάσει τα γραπτά μου. Οι λέξεις μου έχουν ένα δικό τους νόημα. Μη νομίζεις ότι μπορεί εύκολα να με νικήσεις. Η πίστη μου είναι δυνατή σαν το γρανίτη».

Η πίστη των δύο φίλων παρέμεινε δυνατή, κι αυτόν τον Νοέμβριο, τρία χρόνια μετά, θα βγουν να ξαναψηλαφίσουν την πόλη, ψιθυρίζοντας στίχους απ’ το καινούργιο άλμπουμ. Ανακαλώντας την εικόνα σου, με το μαύρο σακάκι, το λευκό φανελάκι και το λιβάδι στο φόντο. Για τα ήρεμα και τους αγγέλους που θα αιωρούνται μέσα σου.