«Τελευταίος Εαυτός»

«Τελευταίος Εαυτός»
Ακολουθήστε μας στο Google news

Ανάλυση στο άλμπουμ των Θέμη Καραμουρατίδη, Γιώτας Νέγκα και Οδυσσέα Ιωάννου.

25 Οκτωβρίου 2019

Του Παναγιώτη Χαραλαμπάκη

Την τελευταία δεκαετία στο ελληνικό τραγούδι συνέβη ένα παράδοξο. Το λαϊκό τραγούδι του σήμερα -αγνοώ το γιατί- δεν άντλησε τις ερμηνεύτριες του από την τη νέα γενιά. Για την ακρίβεια οι δύο βασικές εκπρόσωποί του, η Γιώτα Νέγκα και η Φωτεινή Βελεσιώτου, θα μπορούσαν -ηλικιακά- να ανήκουν, κάλλιστα, στην προηγούμενη γενιά. Το γεγονός βέβαια, ότι ακόμα κι έτσι το λαϊκό αίσθημα βρήκε διέξοδο, αναδεικνύει, αν μη τι άλλο, τη διαχρονικότητά του.

Σε ότι αφορά, πάντως, τη Γιώτα Νέγκα, μέχρι το 2014, όσοι είχαν ακούσει τα «Μάτια κλειστά» του Καλαντζόπουλου σίγουρα θα συμφωνούσαν πως πρόκειται για μια σπουδαία ερμηνεύτρια, που όμως δεν ευτύχησε ρεπερτορίου. Και δεν μιλάω ποιοτικά, μιλάω καθαρά ποσοτικά. Χαρακτηριστικό είναι πως μέχρι το «Καινούριο φιλί» η Γιώτα Νέγκα είχε κυκλοφορήσει μόλις δύο ολοκληρωμένες δισκογραφικές εργασίες. Όπως και να το κάνουμε, ο τραγουδιστής είναι τα τραγούδια του.

Και κάπου εκεί η διαδρομή της Γιώτας Νέγκα διασταυρώνεται με αυτή του Θέμη Καραμουρατίδη. Και, αν και ο δίσκος είχε κι άλλα σημαντικά τραγούδια, «Το δίκιο μου» -σε λόγια Οδυσσέα Ιωάννου- είναι αυτό που ανεβάζει ξανά τη μετοχή της ερμηνεύτριας. Φυσικό επακόλουθο αυτής της μεγάλης επιτυχίας, μια ολοκληρωμένη συνεργασία των τριών. Έτσι κι έγινε. Μαζί δημιουργούν τον σημαντικότερο λαϊκό δίσκο της δεκαετίας που διανύουμε. Τον «Τελευταίο εαυτό».

Σε ότι αφορά τον καλύτερο -αυτή τη στιγμή- Έλληνα συνθέτη, τον Θέμη Καραμουρατίδη, θα σταθώ σε δύο σημεία. Κατ’ αρχάς είναι ο ιδανικός, ώστε να ανταποκριθεί στην ποσόστωση, που συχνά αναφέρει ο Ιωάννου στις συνεντεύξεις του. Διότι για να πετύχει το 70% μουσική / 30% στίχοι, πρέπει ο συνθέτης να εκμεταλλευτεί το ένα βήμα πίσω, που κάνει το κείμενο, και να βγει μπροστά. Ο Θέμης όμως δεν είχε κάτι να φοβηθεί. Είναι σπουδαία περίπτωση και για να είμαστε ειλικρινείς, με τις μουσικές του έχει αρκετές φορές βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά. Το δεύτερο σημείο στο οποίο θέλω να σταθώ, για κάποιους, ίσως είναι λεπτομέρεια, αλλά εγώ θα υποκλίνομαι για πάντα στην ενορχήστρωση του Θέμη στο «Δεν με κρατάει ότι θυμάμαι». Και για να γίνω ακόμα πιο συγκεκριμένος, ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί το μπουζούκι στην εισαγωγή είναι για σεμινάριο. Ακριβώς όσο χρειάζεται για να αναδείξει και να αναδειχθεί. Νομίζω ότι δε θα σταματήσω ποτέ, όπου και να βρίσκομαι, να διακόπτω συζητήσεις και να λέω «Άκου! Άκου το μπουζούκι!».

Για τον Οδυσσέα Ιωάννου ο -κατά πάσα πιθανότητα- «Τελευταίος εαυτός» του είναι σίγουρα ο πιο απλός. Στιχουργικά τουλάχιστον. Γεμάτα ήσυχες λέξεις τα τραγούδια του. Ήσυχες λέξεις που όμως κάποιες φορές μας ενοχλούν, όπως ενοχλεί το δόντι που βγαίνει στραβά.

Παρατηρώντας το μελοποιημένο λόγο στο ελληνικό τραγούδι, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί να σχετίζεται ένα κείμενο με το χρόνο. Υπάρχουν τα κείμενα που έχουν το στίγμα της εποχής τους, αλλά και τα λεγόμενα άχρονα. Στο ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, τον «Τελευταίο εαυτό», αν και ο βασικός θεματικός άξονας του τραγουδιού είναι η συμφιλίωση με το γήρας, τον «Τελευταίο εαυτό» μας δηλαδή, υπάρχει μια φράση που ανατρέπει εντελώς τα πράγματα. Τουλάχιστον εντός μου. Αν ανήκεις σε μια γενιά, που έφυγε στα 18 από το σπίτι για να πιάσει τη ζωή απ’ τα μαλλιά, και γύρισε με αμυχές και ένα παιδί ανά χείρας στο πατρικό, η φράση «τώρα στο σπίτι που μας γέννησε γυρίσαμε» δεν τραγουδιέται εύκολα, κομπιάζεις. Μιλάω για τη χαμένη γενιά των μνημονίων.

Το πιο περίεργο με αυτό το στιχάκι είναι η αντανακλαστική θύμηση που είχα. Γράφει ο Οδυσσέας στα «Σπίτια» που έκαναν με το Σωκράτη (Μάλαμα) το ‘07:
Στα σπίτια που με φύλαξαν
κανένας πια δε μένει
ξενοίκιαστα ρημάζουνε
κι από το δρόμο μοιάζουνε
κήποι παρατημένοι

Οι άνθρωποι του λόγου έχουν το πλεονέκτημα -αν καιβτώρα που το σκέφτομαι ίσως να μην είναι ακριβώς πλεονέκτημα- να αναμετρώνται με τις κατατεθειμένες τους απόψεις. Να αναμετρώνται δηλαδή, με όλους τους προηγούμενους εαυτούς τους. Αν μάλιστα μιλάμε για καλλιτέχνες που εξέφρασαν τη γενιά τους, τότε η δυνατότητα αυτή περνάει και σε εμάς. Κι αν ξαφνιάζει η αλλαγή στην οπτική γωνία του παρατηρητή, ας αναλογιστούμε πόσο μεγάλη έκπληξη είναι να συνειδητοποιείς ότι δεν άλλαξε η οπτική σου, αλλά ο κόσμος. Κάποτε, ας πούμε, η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων ήταν εσύ να αγοράσεις νέο σπίτι, οι γονείς να ανακαινίσουν το σπίτι στο χωριό και το πατρικό σου στην καλύτερη νοικιασμένο. Κι αν κρατιέσαι απ’ τη σκέψη ότι η ζωή που ζούσες ήταν παραπάνω απ’ ότι σου άξιζε, μάλλον πέφτοντας πιάστηκες σε κάποιο κλαδί δέντρου ή ακόμα χειρότερα ακόμα πέφτεις.

Για το τέλος κράτησα ένα από τα πολύ αγαπημένα μου τραγούδια. Αλλά πριν πω οτιδήποτε άλλο, οφείλω να καταγράψω την ακόλουθη διαπίστωση. Ο λόγος που το κάνω προκύπτει στην πορεία. Αισθάνομαι λοιπόν πως στο μέλλον δεν πρέπει να κρίνω ένα τραγούδι με βάση το θέμα του, αλλά με βάση την οπτική του καλλιτέχνη, ακόμα κι αν μιλάμε για το πιο τετριμμένο θέμα. Δεν είναι το ερωτικό τραγούδι μικρότερης σημασίας απ’ ότι το πολιτικό. Ναι, η πρωτότυπη θεματολογία είναι σημαντική, αλλά σίγουρα όχι ικανή συνθήκη για να πετύχει ένα τραγούδι.
Στο θέμα μας όμως. «Οι μάχες». Το νούμερο 8 του δίσκου.


Θα σταθώ στο τελευταίο δίστιχο.

«Θα είναι σίγουροι πως ‘κάναν το σωστό
Αλλά το αίμα πως να το δικαιολογήσουν»

Ναι, η τέχνη έχει την ερμηνεία που της δίνουμε εμείς, αυτό είναι θεμελιώδες.

Εγώ λοιπόν μέχρι και πριν μερικές μέρες, που έτυχε να διαβάσω ξανά και πιο προσεκτικά όλο το τραγούδι, όταν άκουγα αυτό το δίστιχο σκεφτόμουν καλοντυμένες κυρίες και καλοντυμένους κυρίους -Έλληνες και μη- να προσπαθούν να μας πείσουν πως τίποτα δεν πήγε λάθος. Όχι κάπου συγκεκριμένα, γενικά. Έτσι κι αλλιώς, στην πολιτική, κανείς, ούτε από περιέργεια, δεν είπε ποτέ «συγγνώμη, κάναμε λάθος». Το τραγούδι, εν τω μεταξύ, καμία σχέση, για κανονικές μάχες έλεγε.

«Και ότι μείνει θα΄ναι ένα φως μισό
Πως κάποιοι κάποτε πεθάναν για να ζήσουν».

Έχω στ’ αλήθεια δαπανήσει πολλές ώρες κουβεντιάζοντας και προσπαθώντας να χωνέψω πως μπορεί κάποιος να είναι συμφιλιωμένος με το γεγονός ότι πάει να πολεμήσει. Πόσο μάλλον όταν απουσιάζουν οι «Ελένες».
Κι αυτοί γιατί «τραγουδάνε»;
Μάλλον άμυνα θα ‘ναι.
Όλα αυτά μέχρι ν’ αναλάβεις μια ευθύνη. Όποια κι αν είν’ αυτή. Όταν θα πρέπει να μετρηθείς μαζί της. Αν δεν κουρνιάσεις πίσω απ’ το γεγονός ότι ο κόσμος ξεχνάει, τότε όλα τα υπόλοιπα, δεν είναι ούτε άμυνα, ούτε τίποτα, είναι ατόφια λογική.