Να πώς ερωτεύτηκα τον Λεωνίδα Κουτσόπουλο

Να πώς ερωτεύτηκα τον Λεωνίδα Κουτσόπουλο
Ακολουθήστε μας στο Google news

Ο κριτής που «εποπτεύει» τους μάγειρες-παίκτες τραγουδώντας Χατζηφραγκέτα και που «εμβολιάζει» τα τηλεοπτικά ήθη και έθιμα με γνήσια προοδευτικότητα.

03 Φεβρουαρίου 2020

Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η «σχέση» μας ξεκίνησε παράνομα και με αρκετές ενοχές εκ μέρους μου. Αλλά έχοντας εδώ και χρόνια αυτό το πάθος για την «όγδοη τέχνη», αυτήν της μαγειρικής, τις προετοιμασίες και τις συνταγές, ομολογώ ότι αμάρτησα! Με σαγήνευσε ο θαυμαστός κόσμος ενός παρόλα αυτά –ώρες ώρες-καθαρού, σκληρού reality. Αργότερα άρχισα να διακρίνω κάποιες διαφορές από τους σκληρούς και αγοραίους όρους άλλων περιπτώσεων. Μετά άρχισα να διαπιστώνω και κάποιους παιδευτικούς «εμβολιασμούς» με κοινωνικά μηνύματα μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας προοδευτικότητας εφόσον μάλιστα αυτή εκφράζεται στο, συχνότερα ύπουλα συντηρητικό, περιβάλλον της ελληνικής τηλεόρασης. Τελικά; «Ερωτεύτηκα» τον Λεωνίδα Κουτσόπουλο.

Θα τον ξέρετε. Είναι ο ένας από τους τρεις κριτές-σεφ του «Masterchef». Ο πιο κοντός, ο λιγότερο ωραίος βάσει τουλάχιστον των mainstream αρχών της τηλεοπτικής «ωραιότητας» κι ωστόσο ο ασύγκριτα πιο γοητευτικός. Η γοητεία του που αναπτύχθηκε σταδιακά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες έχει να κάνει πρωτίστως με την προσωπικότητα και με πεποιθήσεις που φάνηκαν περισσότερο όταν απέκτησε το δικό του μερίδιο στην εφήμερη διασημότητα της τηλεόρασης (γιατί ως σεφ ήταν ήδη γνωστός εκπρόσωπος της νέας γενιάς) και άρχισε να έχει γκέλα και στα «social media». Προσφέρει άλλωστε θέαμα και «τροφή» σ΄αυτά σε κάθε επεισόδιο με τις αστραπιαίες αποστομωτικές του ατάκες, το ακαριαίο χιούμορ, τις απενοχοποιημένες παρατηρήσεις, το παρεϊστικο φλέρτινγκ και την ατελείωτη συλλογή από καλά τραγούδια. Ναι είναι ο κριτής που «εποπτεύει» τους μάγειρες-παίκτες τραγουδώντας το «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη», τη «Δραπετσώνα» ή το «Έλα στην παρέα μας φαντάρε» και φυσικά τους, τηλεοπτικά άγνωστους, Χατζηφραγκέτα («Μάσκα και αναπνευστήρας στο κακό το πορτ μπαγκάζ/να μη με λένε Φραγκιαδάκη/αν δε χτυπήσω ρε Μαράκι το όνομα σου τατουάζ»). Έτσι και κάπου εκεί άρχισαν να διαπιστώνουν κι οι πιο «εναλλακτικοί» ότι αυτός ο χαριτωμένος σεφ δεν είναι ένα στερεότυπο τηλεοπτικό πρόσωπο, εγκλωβισμένο στις δυσκοίλιες αρχές του μέσου τηλεοπτικού όρου.

Άλλωστε το «χαριτωμένος» δεν είναι ο μόνος χαρακτηρισμός και ο βασικότερος που τον αφορά. «Παρεμβατικός» ή και πραγματικός «influencer» θα ήταν ίσως μία καταλληλότερη περιγραφή για τον άνθρωπο που ανέβασε πέρυσι την 25η Μαρτίου στο twitter με τους χιλιάδες followers την αφάνταστη τρυφερή φωτογραφία με το μωρό μαυράκι ντυμένο τσολιά κι ένα αναλόγως τρυφερό σχόλιο. Είχε προηγηθεί ο διακριτικός τρόπος που είχε φερθεί και ο ίδιος αλλά και οι άλλοι δύο κριτές (Πάνος Ιωαννίδης, Σωτήρης Κοντιζάς) στον περσινό υποψήφιο του «Masterchef» Αφγανό μετανάστη Ζαχίρ. Το ίδιο, με άλλα πρόσωπα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπό άλλες συνθήκες τα outsider των τηλεοπτικών μας δεκτών, επαναλήφθηκε κι εφέτος π.χ. με την υποψήφια που δήλωσε ότι παντρεύτηκε πρόσφατα τη σύντροφό της.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η υποδοχή από τους κριτές με πρώτο τον Κουτσόπουλο έχει όρους ανθρώπινους και φυσιολογικούς. Βέβαια αν πρόκειται για προσωπικά δράματα (όπως το παρελθόν του Ζαχιρ) το reality εφευρίσκει πάλι τον εαυτό του για να κάνει λίγο περισσότερη συναισθηματική γκέλα. Όμως αυτή η γκελα είναι απαραίτητη. Είναι αυτή που εμβολιάζει το life style της υψηλής γαστρονομίας και το reality που απολαμβάνει τις στιγμές όταν οι παίκτες εξωθούνται στα άκρα, με την φυσιολογική συνειδητοποίηση πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι ισότιμοι, ανεξαρτήτως προέλευσης, σεξουαλικών προτιμήσεων και φυλής. Μπορεί βέβαια να είναι ισότιμοι απέναντι σε κάπως ακραίους τηλεοπτικούς όρους. Αλλά αυτό είναι και το τίμημα. Τα realities δεν τα παρακολουθούν κοινωνιολόγοι καταρχάς. Τα παρακολουθούν απλοί άνθρωποι και επιπλέον, λόγω του αστραφτερού λαϊφσταλίστικου πακέτου τους, και πολλά νέα παιδιά.

Αυτό κάνει λοιπόν ο Κουτσόπουλος πριν και από τους άλλους δύο. Υποδέχεται τους πάντες επί ίσοις όροις. Δεν αισθάνεσαι οίκτο ή μίζερη κατανόηση ή αφ υψηλού φιλανθρωπία. Τον βλέπεις και αισθάνεσαι φυσιολογικότητα. Μία νησίδα φυσιολογικότητας μέσα στην ακραία συντηρητική κανονικότητα. Αυτό μοιάζει να είναι ο χαμογελαστός κι ακομπλεξάριστος Λεωνίδας που μαγειρεύει, οδηγεί μηχανή, κάνει πλάκες και τραγουδάει Χατζηφραγκέτα. Ένας φυσιολογικός, ανοιχτόμυαλος χωρίς να το κάνει θέμα, νέος άνθρωπος στην τηλεοπτική συνθήκη όπου το «είδος» του είναι δυσεύρετο. Να μην τον ερωτευτούμε;