«Το άθροισμα 7 μηνών μακριά από τη σκηνή του Μεγάρου είναι ένα άθροισμα ελλείψεων, ματαιωμένων συγκινήσεων»

«Το άθροισμα 7 μηνών μακριά από τη σκηνή του Μεγάρου είναι ένα άθροισμα ελλείψεων, ματαιωμένων συγκινήσεων»
Ακολουθήστε μας στο Google news

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών επιστρέφει στο Μέγαρο Μουσικής για την εναρκτήρια συναυλία της νέας καλλιτεχνικής περιόδου

29 Σεπτεμβρίου 2020

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών επιστρέφει στο σπίτι της. Στις 9 Οκτωβρίου, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, ανοίγει η αυλαία της νέας, πολλά υποσχόμενης καλλιτεχνικής περιόδου κατά την οποία κορυφώνεται η ιδέα Ήρωες (Χθες, σήμερα, αύριο…), που αντλεί από τα 200 χρόνια Ελευθερίας.

Έχει μεσολαβήσει το αιφνίδιο και επίπονο lockdown που οδήγησε στη μετάθεση του συναυλιακού ραντεβού της Παρασκευής στο YouTube και περισσότερες από 40 θερινές συναυλίες σε ανοιχτούς χώρους Αττικής και περιφέρειας. Το άθροισμα 7 μηνών μακριά από τη σκηνή του Μεγάρου είναι ένα άθροισμα ελλείψεων, ματαιωμένων συγκινήσεων. Με τις προσδοκίες φορτισμένες λοιπόν, από την ανάγκη για ζωντανή επαφή με το κοινό της, η Ορχήστρα – τηρώντας όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να #ΜένουμεΑσφαλείς – ερμηνεύει δύο έργα Μπετόβεν, συνεχίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον εορτασμό 250 χρόνων από τη γέννηση του, που διέκοψε η πανδημία.

Η βραδιά ανοίγει με την ορμητική Εισαγωγή Για την Ονομαστική Εορτή, ένα από τα λιγότερο διαδεδομένα έργα του. Συνεχίζει, με το ιδιαίτερα δημοφιλές Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκυ, με τις σολιστικές προκλήσεις του οποίου αναμετράται ο εκφραστικός Τριαντάφυλλος Λιώτης. Η συναυλία ολοκληρώνεται με την υψηλών συμβολισμών, ιδίως τώρα, Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν, ένα πνευματικό ταξίδι από το σκοτάδι στο Φως. Στο πόντιουμ, ο πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Στέφανος Τσιαλής.

Το σχόλιο του σολίστ

"Με την επιλογή του συγκεκριμένου προγράμματος, ανοίγει δυναμικά η αυλαία και πιστεύω ότι στέλνεται ένα δυνατό μήνυμα αισιοδοξίας και τόλμης για μια πολλά υποσχόμενη νέα καλλιτεχνική περίοδο που, ιδίως υπό τις συνθήκες που ζει η ανθρωπότητα τον τελευταίο καιρό, κάθε άλλο πάρα αυτονόητη μπορεί να θεωρηθεί.

Το πασίγνωστο Πρώτο Κονσέρτο για Πιάνο και Ορχήστρα του Τσαϊκόφσκυ αποτελεί δικαιολογημένα ακρογωνιαίο λίθο του συναυλιακού πιανιστικού ρεπερτορίου. Είναι ένα έργο πολύ αγαπητό, με μεγάλο συναισθηματικό βάθος, έντονες εναλλαγές ρυθμού και χαρακτήρα, ευχάριστο στο άκουσμα όσο και έντονα απαιτητικό σε μουσική έκφραση, συγκέντρωση και τεχνική ωριμότητα από τον ερμηνευτή".

Το σχόλιο του μαέστρου

"Ο μαέστρος φυσικά αντιμετωπίζει ιδιαίτερες προκλήσεις όσον αφορά το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Η Πέμπτη φημίζεται για τις δυσκολίες που παρουσιάζει στην αρχή της, ο αρχιμουσικός οφείλει να είναι απόλυτα ξεκάθαρος και ακριβής σε αυτό που ζητά από τους μουσικούς. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τα πρώτα μέτρα της Πέμπτης πολύ συχνά απαιτούνται σε δοκιμασίες μαέστρων, όταν γνωρίζονται με μία καινούρια Ορχήστρα, θεωρείται ένα έργο που κρύβει παγίδες και αποκαλύπτει κάθε δυνατότητα και αδυναμία. Η Εισαγωγή για την Ονομαστική Εορτή επελέγη ακριβώς γιατί πρόκειται για μία όψιμη σύνθεση που δεν παίζεται συχνά – αδίκως θεωρώ. Σίγουρα δεν έχει την τραγικότητα και τη βαρύτητα άλλων εισαγωγών, όπως ο Κοριολανός, ο Έγκμοντ ή η Εισαγωγή της Λεωνόρας, αλλά παραμένει ένας εξαιρετικός Μπετόβεν με τη χαρακτηριστική δύναμη και ορμή" .

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770–1827)

Για την ονομαστική εορτή, Εισαγωγή έργο 115

ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΥ (1840–1893)

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 1 σε σι ύφεση ελάσσονα, έργο 23

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770–1827)

Συμφωνία αρ. 5 σε ντο ελάσσονα, έργο 67

ΣΟΛΙΣΤ: Τριαντάφυλλος Λιώτης, πιάνο

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Στέφανος Τσιαλής

19:45: Εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ...

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)

Για την ονομαστική εορτή, Εισαγωγή έργο 115, Εισαγωγή

Ως ένθερμος θαυμαστής της ποίησης του Φρήντριχ Σίλερ, ο Μπετόβεν είχε αρχίσει  να σχεδιάζει μία μελοποίηση της Ωδής στη Χαρά ήδη από τα χρόνια 1811-1812. Αυτή η μελοποίηση, όπως είναι ευρέως γνωστό, έμελλε να υλοποιηθεί τελικά στο φινάλε της περίφημης Ενάτης Συμφωνίας αρκετά χρόνια αργότερα (1824). Ωστόσο, τα πρωταρχικά αυτά σχεδιάσματα του συνθέτη αποτέλεσαν πρόσφορο υλικό για τη σύνθεση μίας ορχηστρικής Εισαγωγής που έλαβε χώρα στα 1814, αν και οι πρώτες σκέψεις του συνθέτη για αυτή αποτυπώθηκαν στα μουσικά του σημειωματάρια ήδη από το 1809. Ο ίδιος ο συνθέτης, στη χειρόγραφη παρτιτούρα του έργου το χαρακτήρισε ως «εισαγωγή για κάθε περίσταση ή για συναυλιακή χρήση»· αφορμή της σύνθεσής της ήταν ο εορτασμός της ονομαστικής εορτής (4 Οκτωβρίου) του αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκου Α’. Παρόλα αυτά, η σύνθεση δεν ολοκληρώθηκε εγκαίρως για τον εορτασμό και η πρώτη της εκτέλεση δόθηκε τα Χριστούγεννα του 1815 στο πλαίσιο φιλανθρωπικής συναυλίας στη Βιέννη. Η Εισαγωγή αφιερώθηκε στον Πολωνό πρίγκιπα Άντονι Ρατζιβίγ, προστάτη των τεχνών και ερασιτέχνη συνθέτη.

Η Εισαγωγή «για την ονομαστική εορτή», όπως είναι γνωστή, δεν κατόρθωσε ποτέ να κατακτήσει μία θέση ανάμεσα στα δημοφιλή αριστουργήματα του μεγάλου Γερμανού κλασικού. Ο πανηγυρικός, χαρμόσυνος χαρακτήρας της, παρόλο που υπηρετείται από μία πληθωρική ενορχήστρωση, είναι μάλλον επιδερμικός, χωρίς το αναμενόμενο δραματικό βάθος που αποτελεί σήμα κατατεθέν του μπετοβενικού έργου. Τόσο στη σύντομη αργή εισαγωγή όσο και στο κυρίως γρήγορο τμήμα που ακολουθεί, τα κόρνα βρίσκονται ουκ ολίγες στιγμές στο προσκήνιο με τον λαμπερό και μεγαλοπρεπή ήχο τους. Η εορταστική διάθεση που κυριαρχεί γενικά, σκιάζεται μόνο προσωρινά από την απρόσμενη «παρεμβολή» επίμονων διαφωνιών, ιδιαζόντως αιχμηρών για τα στιλιστικά δεδομένα της εποχής.

ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΥ (1840 – 1893)

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.1 σε σι ύφεση ελάσσονα, έργο 23

Allegro non troppo e molto maestoso – Allegro con spirito

Andantino semplice – Prestissimo – Tempo I

Allegro con fuoco

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1874, ο Τσαϊκόφσκυ, επισκέφτηκε τον φίλο του Νικολάι Ρουμπινστάιν (σημαντικό πιανίστα, συνθέτη και ιδρυτή του Ωδείου της Μόσχας), προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη του για το μόλις γραμμένο Κοντσέρτο του για πιάνο, το οποίο ήθελε να του αφιερώσει. Ο Ρουμπινστάιν το αποδοκίμασε με άκρως αρνητικούς χαρακτηρισμούς και ο Τσαϊκόφσκυ, μη θέλοντας να αλλάξει κάτι στο έργο, το έστειλε κατόπιν στον μεγάλο πιανίστα και αρχιμουσικό Χανς φον Μπύλοφ, ο οποίος εξαρχής διείδε σε αυτό «πρωτοτυπία, δύναμη, μεγαλείο και ωριμότητα». Έτσι, έγινε ο αποδέκτης της σχετικής αφιέρωσης από το συνθέτη και παράλληλα είχε την τιμή της πρώτης του εκτέλεσης, η οποία έλαβε χώρα στις 25 Οκτωβρίου 1875 στη Βοστόνη (υπό τη διεύθυνση του Μπέντζαμιν Τζόνσον Λανγκ) κατά τη διάρκεια περιοδείας του στην Αμερική. Αυτή υπήρξε η αρχή της πορείας ενός Κοντσέρτου, που μέχρι σήμερα έχει αγαπηθεί, ερμηνευθεί και ηχογραφηθεί όσο ελάχιστα έργα στην ιστορία.

 Πάντως για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί, ότι λίγο αργότερα ο Νικολάι Ρουμπινστάιν αναθεώρησε έμπρακτα τις αρχικές του απόψεις γινόμενος ένας από τους πρώτους πιανίστες που το ενέταξαν στο ρεπερτόριό τους αλλά και διδάσκοντάς το σε λαμπρούς μαθητές του. Τελικά η φιλία του πιανίστα με τον συνθέτη ξεπέρασε την πρόσκαιρη σκιά πλήρως, με επιστέγασμα την απόφαση του Τσαϊκόφσκυ να αφιερώσει το επόμενο κοντσέρτο του για πιάνο στον Ρουμπινστάιν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την σπουδαία ερμηνεία του στο Πρώτο.

Για τους πιανίστες το Κοντσέρτο αποτελεί διαχρονικά μία ύψιστη δεξιοτεχνική πρόκληση· ο Τσαϊκόφσκυ δεν υπήρξε βαθύς γνώστης του πιάνου και ίσως γι’ αυτό το έργο βρίθει περασμάτων εξόχως «άβολων» πλην αφάνταστα λαμπερών και ισχυρών. Από την άλλη, οι μοναδικά λυρικές μελωδίες του απαιτούν μία απόλυτη ηχητική ευαισθησία στην προσέγγισή τους.

Η εισαγωγή του πρώτου μέρους αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα σημεία όλου του έργου, με το πιάνο αρχικά να συνοδεύει δυναμικά τη διάσημη μελωδία της ορχήστρας και στη συνέχεια να εκθέτει μία δεξιοτεχνική καντέντσα. Μετά την επανεμφάνιση της αρχικής μελωδίας εκτυλίσσεται μία τυπική φόρμα σονάτας κοντσέρτου, το κύριο θέμα της οποίας έλκει την καταγωγή του από μία λαϊκή μελωδία, που ο Τσαϊκόφσκυ είχε ακούσει να τραγουδά ένας τυφλός επαίτης στον δρόμο. Μετά από την παρουσίαση (από το κλαρινέτο) του δεύτερου θέματος και την ανάπτυξή του, ακολουθεί μία συγκλονιστική αντιπαράθεση πιάνου και ορχήστρας στην ενότητα της επεξεργασίας και η επανέκθεση του θεματικού υλικού με την αναμενόμενη προσθήκη μίας δεξιοτεχνικότατης και εκτενούς καντέντσας.

Το δεύτερο μέρος ανοίγει -και ολοκληρώνεται- με μία αιθέρια μουσική ενότητα. Σε πλήρη αντίθεση, το γρήγορο μεσαίο τμήμα έχει το χαρακτήρα ενός δυναμικού σκέρτσου. Η βασική του μελωδία προέρχεται από το γαλλικό τραγούδι «Il faut s’amuser, danser et rire” («Κανείς πρέπει να διασκεδάζει χορεύοντας και γελώντας»). Το φινάλε, που αναθεωρήθηκε από τον συνθέτη το 1889, πρόκειται για ένα χορευτικό μέρος όλο φρεσκάδα και ενεργητικότητα, με το κύριο θέμα του να βασίζεται σε παραδοσιακό τραγούδι της Ουκρανίας.