Ακολουθήστε μας στο Google news
Σκοτεινό απόγευμα της Τετάρτης, στον εγκλεισμό του γραφείου – πίσω απ΄ το τζάμι
11 Φεβρουαρίου 2010Σκοτεινό απόγευμα της Τετάρτης, στον εγκλεισμό του γραφείου – πίσω απ΄ το τζάμι
Σπουδαίο υλικό, ενίοτε σου δίνει την εντύπωση ότι είσαι έξω
Ένας εξίσου σκοτεινός αέρας, δέρνεται από τοίχο σε τοίχο, μέσα στους δρόμους της πόλης σαν δαιμονισμένος που ψυχανεμίζεται τα έσχατα…
Φθάνει κι ως το τζάμι μου
σαν φθονερή ανάσα και το κρούει, επίμονος απειλητικός, έτοιμος να εισβάλλει.
Περίεργος άνεμος!
Συνήθως ο αέρας στην πόλη τους χειμώνες, όσο ψυχρός κι αν είναι, είναι μάλλον σιγανός, διακριτικός, σπανίως παραβαίνει τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, το πολύ να συστρέφεται γύρω σου ή γύρω από τις φούστες των κοριτσιών, μικροκλέφτης, άντε να αρπάξει κανένα καπέλο – ναι, ο άνεμος όταν μπαίνει στις πόλεις, συνήθως πάει με τον νόμο.
Όμως ο άνεμος που λυσσομανάει μέσα και πάνω απ΄ την πόλη, αυτό το σκοτεινό απόγευμα,
μαύρος κι ο ίδιος,
πηχτός σαν χρωματισμένος από μαύρες ανάσες,
είναι σαν τους ανέμους των βουνών στις καταιγίδες, είναι σαν άνεμος κένταυρος κι αντάρτης
που έχει κατέβει στην πόλη
για να φέρει κάτι ή για να αρπάξει κάτι.
Καμιά χειμωνιάτικη θαλπωρή δεν προοιωνίζεται για μετά το πέρασμά του, όπως αυτή μέσα στο χλιαρό θάμπος των σπιτιών, αντιθέτως με μάνητα η οργή επιμένει στον εαυτό του, στην παρουσία του
Σαν πειρατής εραστής που διεκδικεί τον καημό του. Αψύς άνεμος, άνεμος των λύκων τι γυρεύει απόψε το απόγευμα – σκοτεινό ήδη απ΄ το μεσημέρι και πια νυχτωμένο – στο παράθυρό μου;
Τρομαγμένες οι νότες απ΄ το ραδιοφωνάκι μου, τραβιούνταν σαν μικροί Λάρητες στις γωνίες, και τρεμοπαίζουν σαν να προσπαθεί η μουσική τους να πιάσει τις αρμονικές του ανέμου, ανάμεσά τους να συντονισθεί, ώσπου να
φύγει αυτή η μέλαινα μελαγχολία.
Τετάρτη απόγευμα, στις 10 του μηνός Φεβρουαρίου του 2010, κάποια ψυχή, κάποια παλιά πληγή
ένας αέρας αερικό
πολιορκεί το χαρτί και το μελάνι μου, καθώς (σας) αραδιάζω αυτές τις λέξεις. Χωρίς παραβολές, συνειρμούς κι αλληγορίες, χωρίς νάχω, κάτι να σας αφηγηθώ, πάρεξ
τον έξαφνο ερχομό αυτού του πολεμιστή ανέμου. Σαν τα φαντάσματα των στρατιωτών στα «Όνειρα» του Κουροσάβα, έτσι κι αυτός δείχνει σαν να θέλει να γυρίσει σπίτι του – στο γραφείο μου, που σπίτι του δεν είναι.
Κι έτσι όπως ένα αδέσποτο σκυλί ουρλιάζει και πλανιέται στους δρόμους αυτούς ο άνεμος των λύκων, σαν εξόριστος που επέστρεψε, σαν σαλός που θα φύγει.
Όταν ησυχάσει
διότι θα ησυχάσει
θα του ανάψω ένα κεράκι. Για τις χαμένες ψυχές που κουβαλάει μαζί του, καθώς σε άλλες πόλεις θα τις πηγαίνει, καθώς από δρόμους, χέρσα χωράφια, δέντρα και γεφυράκια θα περνάει, ώσπου, στις μεγάλες θάλασσες να φθάσει και να σκορπίσει σαν τέφρα από το άδικο που έχει φορτωθεί, ώσπου να του πλύνουν οι άγγελοι τα πόδια, και να ησυχάσουν αυτός
ο μαύρος αέρας, ο κουρνιαχτός
σε αύρα και χάδι και φως…
Ας γίνει έτσι…
Σκοτεινό απόγευμα της Τετάρτης, στον εγκλεισμό του γραφείου – πίσω απ΄ το τζάμι
Σπουδαίο υλικό, ενίοτε σου δίνει την εντύπωση ότι είσαι έξω
11 Φεβρουαρίου 2010Σκοτεινό απόγευμα της Τετάρτης, στον εγκλεισμό του γραφείου – πίσω απ΄ το τζάμιΣπουδαίο υλικό, ενίοτε σου δίνει την εντύπωση ότι είσαι έξω
Ένας εξίσου σκοτεινός αέρας, δέρνεται από τοίχο σε τοίχο, μέσα στους δρόμους της πόλης σαν δαιμονισμένος που ψυχανεμίζεται τα έσχατα…
Φθάνει κι ως το τζάμι μου
σαν φθονερή ανάσα και το κρούει, επίμονος απειλητικός, έτοιμος να εισβάλλει.
Περίεργος άνεμος!

Όμως ο άνεμος που λυσσομανάει μέσα και πάνω απ΄ την πόλη, αυτό το σκοτεινό απόγευμα,
μαύρος κι ο ίδιος,
πηχτός σαν χρωματισμένος από μαύρες ανάσες,
είναι σαν τους ανέμους των βουνών στις καταιγίδες, είναι σαν άνεμος κένταυρος κι αντάρτης
που έχει κατέβει στην πόλη
για να φέρει κάτι ή για να αρπάξει κάτι.
Καμιά χειμωνιάτικη θαλπωρή δεν προοιωνίζεται για μετά το πέρασμά του, όπως αυτή μέσα στο χλιαρό θάμπος των σπιτιών, αντιθέτως με μάνητα η οργή επιμένει στον εαυτό του, στην παρουσία του
Σαν πειρατής εραστής που διεκδικεί τον καημό του. Αψύς άνεμος, άνεμος των λύκων τι γυρεύει απόψε το απόγευμα – σκοτεινό ήδη απ΄ το μεσημέρι και πια νυχτωμένο – στο παράθυρό μου;

φύγει αυτή η μέλαινα μελαγχολία.
Τετάρτη απόγευμα, στις 10 του μηνός Φεβρουαρίου του 2010, κάποια ψυχή, κάποια παλιά πληγή
ένας αέρας αερικό
πολιορκεί το χαρτί και το μελάνι μου, καθώς (σας) αραδιάζω αυτές τις λέξεις. Χωρίς παραβολές, συνειρμούς κι αλληγορίες, χωρίς νάχω, κάτι να σας αφηγηθώ, πάρεξ
τον έξαφνο ερχομό αυτού του πολεμιστή ανέμου. Σαν τα φαντάσματα των στρατιωτών στα «Όνειρα» του Κουροσάβα, έτσι κι αυτός δείχνει σαν να θέλει να γυρίσει σπίτι του – στο γραφείο μου, που σπίτι του δεν είναι.
Κι έτσι όπως ένα αδέσποτο σκυλί ουρλιάζει και πλανιέται στους δρόμους αυτούς ο άνεμος των λύκων, σαν εξόριστος που επέστρεψε, σαν σαλός που θα φύγει.
Όταν ησυχάσει
διότι θα ησυχάσει
θα του ανάψω ένα κεράκι. Για τις χαμένες ψυχές που κουβαλάει μαζί του, καθώς σε άλλες πόλεις θα τις πηγαίνει, καθώς από δρόμους, χέρσα χωράφια, δέντρα και γεφυράκια θα περνάει, ώσπου, στις μεγάλες θάλασσες να φθάσει και να σκορπίσει σαν τέφρα από το άδικο που έχει φορτωθεί, ώσπου να του πλύνουν οι άγγελοι τα πόδια, και να ησυχάσουν αυτός
ο μαύρος αέρας, ο κουρνιαχτός
σε αύρα και χάδι και φως…
Ας γίνει έτσι…