RADIO PARTIZANI #34

RADIO PARTIZANI #34
Ακολουθήστε μας στο Google news

Διακόπτουμε το πρόγραμμα μας για την ώρα του αναγνώστη- ακροατή, με ένα από τα «γράμματα-e-mail» που πάντοτε περιμέναμε να λάβουμε , αλλά καθυστέρησε περίπου δέκα χρόνια!

13 Απριλίου 2010Διακόπτουμε το πρόγραμμα μας για την ώρα του αναγνώστη- ακροατή, με ένα από τα «γράμματα-e-mail» που πάντοτε περιμέναμε να λάβουμε, αλλά καθυστέρησε περίπου δέκα χρόνια!

Φυσιολογικά αυτή η στήλη μετά από τριάντα τέσσερις εμφανίσεις σε κάτι περισσότερο από ένα χρόνο (αν βγάλεις Αύγουστους, Γάμους, Πανηγύρια και κάτι δικαιολογημένες απουσίες, θα δεις ότι ήταν πάνω κάτω συνεπής στην εβδομαδιαία παρουσία της…), θα έπρεπε να είχε ήδη αυτοκαταστραφεί. Νέα, ειδήσεις και αποκλειστικότητες δεν περιέχει. Ρεπορτάζ δεν κάνει και επαφές δεν έχει. Τι θέλει και φυτοζωεί στην εμμονή της κριτικής αποτίμησης, απομυζώντας τον μόχθο των άλλων; «Έλα μου, έλα μου ντε», που λέγαν κάποτε και τα Ημισκούμπρια.

Εσωτερική κατανάλωση το λοιπόν: το θέμα με το έντεχνο είχα πει ότι θα το λήξω και πραγματικά δεν έχω να προσθέσω κάτι παραπάνω στα όσα ήδη έχουν γραφτεί. Έλα όμως που εκτός από κάποιους που αποφάσισαν στις σελίδες του site να επιλύσουν κάποια χρόνια προβλήματα του γεννετήσιου τους ενστίκτου, εμφανίστηκε στο mailbox  μου, μία εκτενής και απόλυτα τεκμηριωμένη άποψη του αναγνώστη Τ.Θ. (υπάρχουν τα πλήρη στοιχεία του, απλά ο άνθρωπος προτιμάει να δοθεί βάση στην άποψή του και όχι να αποδοθούν τα όσα λέει ως προσπάθεια αυτοεπίδειξης - δεν μπορούμε να του το αρνηθούμε), την οποία θα ήταν έγκλημα να την κρατήσω για την πάρτη μου. Μου θύμισε κάτι προ αιώνων γράμματα αναγνωστών στο περιοδικό ΗΧΟΣ HI-FI, όπου οι αναγνώστες αποδεικνύονταν πιο ενημερωμένοι και πιο τεκμηριωμένοι και από τους ίδιους τους συντάκτες. Κάτι που έχει μάλλον εκλείψει στην εποχή του Internet, καθότι όσοι διαφωνούν ή συμφωνούν ή είναι στο 50-50, ουδόλως ασχολούνται με το να θεμελιώσουν τη στάση τους, αλλά περιορίζονται σε γρήγορα comments, ενίοτε δε επεκτείνονται και ως ανωτέρω…

Τέλος πάντων. Αντιγράφω σχεδόν τα πάντα από όσα  μου  γράφει ο Τ.Θ., υπό τον ωραίο γενικό τίτλο «Ένας Ακροατής» (ενδιάμεσα δικές μου επισημάνσεις, έτσι για να γίνεται διάλογος). Σημειώνω ότι δεν τα έγραψε δημοσίως ο άνθρωπος, λόγω του νέου συστήματος του εκδότη, που ήρθε ως αποτέλεσμα της ανωτέρω επίλυσης διαφορών… και δια του οποίου πιο εύκολα βγάζεις φορολογική ενημερότητα, παρά αφήνεις comment:

«Θα με βρείτε σύμφωνο στην ιδέα, αλλά διάφωνο στη διατύπωση. Εύστοχη η ψυχολόγησή σας για το …fusion ιδίωμα (πενιές του Dylan, ρομαντζάδα αλά Lucio Battisti κλπ) που κάποια στιγμή ονομάστηκε «έντεχνο» (απαραίτητα σε εισαγωγικά, παρακάτω το γιατί). Άστοχη όλη αυτή η εξω-καλλιτεχνική μπορντούρα στην οποία βασιστήκατε για να τεκμηριώσετε την παρακμή μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας καλλιτεχνικής δημιουργίας (και όχι μουσικού είδους, εξού και τα εισαγωγικά στο «έντεχνο»). Και πού να διάβαζαν όσοι διαφωνούν μαζί σας τα όσα γράφατε πάλι σχετικά, με αφορμή τη δισκοκριτική του «Μέχρι το τέλος» στο Μic… δεν θα προλαβαίναμε τις παρτίδες ηρεμιστικών.»

 Όσοι τυχόν ενδιαφέρονται για αυτή την δισκοκριτική θα τη βρουν εδώ

«Καλώς ή κακώς, το -χωρίς εισαγωγικά- έντεχνο (art songs στο διεθνές ισοδύναμο του όρου, αμφιλεγόμενος, ως προς τις προθέσεις, όρος και στο εξωτερικό) άνθισε, στην Ευρώπη, μια πολύ συγκεκριμένη περίοδο (60s-70s κυρίως έξω από την κλασική μουσική) και διεπόταν από μια, ας πούμε, αριστοκρατική νοοτροπία δημιουργίας και αντίληψης της μουσικής, που το ήθελε εστέτ αστικό τραγούδι σε αντιδιαστολή με τη «νομάδικη» μυρωδιά της παραδοσιακής μουσικής και με το «κοινόχρηστο» ήθος της δημοφιλούς (popular) μουσικής. Κοντολογίς, εκτός από αισθητική, διεκδικούσε και ιδεολογία: κρατάμε αυτές τις δυο έννοιες και προχωράμε.»

 Εδώ ο «ακροατής» έχει δίκιο όταν μιλάει για διεκδικήσεις αισθητικής και ιδεολογίας. Στα καθ’ ημάς κάποτε αναζητήθηκε μια κάποια ιδεολογία, κάποτε μια κάποια  αισθητική, στο τέλος τα δύο εν λόγω κριτήρια φρονώ ότι έλλειψαν σχεδόν από τους πάντες.

«Στην Ελλάδα, πέρα από τις διαλέξεις του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, οι οποίοι εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι είχαν μεγάλη ακρίβεια στα λεγόμενά τους όταν όριζαν το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι», υπήρξαν συνθέτες που ασκήθηκαν στο είδος, πολύ εγγύτερα στα ευρωπαϊκά δεδομένα, μεταξύ των οποίων ο Μικρούτσικος (στα έργα του ’70), ο Χρήστου κ.ά. Μετεξελίχθηκε εκείνο το είδος άραγε; Μάλλον, μόνο που σήμερα δεν το ονομάζουμε art music, αλλά experimental music (που δεν αφορά μόνο τους κλασικοθρεμμένους συνθέτες). Στην Ελλάδα τι συνέβη; Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τρεις δίσκοι με τεράστιο γκελ στο κοινό και την ευρύτερη περί των καλλιτεχνών κάστα (μουσικοκριτικοί κλπ) έθεσαν ουσιαστικά το τέλος του λαϊκού εντέχνου όπως το γνώριζαν ως τότε. Απαριθμώ τους, κατ’ εμέ, υπεύθυνους: Κραουνάκης – Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ, Κατσιμίχα – Ζεστά Ποτά, Μικρούτσικος και Αλεξίου – Η αγάπη είναι ζάλη. Σε αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε τα Μπαράκια του Γερμανού, τον τελευταίο δίσκο του Λοΐζου με τη Γαλάνη και τους δίσκους του Βασ. Παπακωνσταντίνου και της Αφροδίτης Μάνου. Όλοι αυτοί μοιάζει να κύρωσαν τότε την ηλεκτρική και ακουστική μπαλάντα καθώς και το αίτημα για ευθύβολα (όχι απαραίτητα εύληπτα) στιχουργικά και μουσικά τραγούδια. Κι εγένετο το «νεοελληνικό τραγούδι» (όρος προφανώς επηρεασμένος από τον αντίστοιχο περί «νεοελληνικού κινηματογράφου» της εποχής), ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε στα καθ’ ημάς ποπ μουσική. Εκ παραλλήλου, οι δουλειές του Ξυδάκη με τον Ρασούλη και η αναβίωση του παλιού λαϊκού τραγουδιού και της πίστας έμοιαζε να αντιτίθεται στον χαμηλόφωνο, εσωστρεφή ηλεκτρισμό με μια «έξω καρδιά», πιο διονυσιακή, προσέγγιση στην τραγουδοποιία.»

 Εδώ τίθεται το θέμα με σκληρό τρόπο στην ουσία του. Πώς από τις διαλέξεις Θεοδωράκη-Χατζιδάκι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε τέλος πάντων. Σήμερα η έννοια «διάλλεξη περί ελληνικού τραγουδιού» ακούγεται σχεδόν σαν ανέκδοτο. Το ζήτημα με τους Ρασούλη και Ξυδάκη (και Παπάζογλου προσθέτω) είναι ομοίως «καυτό». Επιχείρησαν και κατάφεραν να ανανεώσουν όντως το κλασσικό λαϊκό ιδιώμα, επεμβαίνοντας με τόλμη σε αυτό, αλλά και χωρίς να το αλλοιώσουν. Αν θέλουμε αλλοδαπά αντίστοιχα, θα μιλούσα για τους Bad Seeds. Μια μπάντα που σεβάστηκε την παράδοση του ροκ, αλλά το πήρε και το σήκωσε από τα θεμέλια αυτού και το παρέδωσε ίδιο και ταυτόχρονα αλλαγμένο. Δυστυχώς όμως στα καθ’ ημάς , η ευφάνταστη παραγωγή τραγουδιών όπως το Πότε Βούδας Πότε Κούδας κατάντησε το εναρκτήριο λάκτισμα για να ανέβουν οι πάντες στα τραπέζια. Το εθνικό μας τσιφτετέλι ήρθε από εκεί που δεν το περιμέναμε δηλαδή. Πράγμα που αποδεικνύει ότι το έχουμε τελικά περισσότερο ανάγκη απ’ όσο μπορούμε να ομολογήσουμε.

Και ερχόμαστε στη δεκαετία του ’90. Απ’ τη μία η ελληνική μουσική έθεσε ως εμπροσθοφυλακή προβολής και ανταλάξιμης δημοσιότητας/επιτυχίας το αγοραίο λαϊκό-ποπ fusion ιδίωμα, ένα χαρμάνι από κοιλιακούς, μπούτια, μικρόφωνα, πίστες και ιλουστρασιόν εξώφυλλα, απ’ την άλλη ανέκυψε η λεγόμενη «σχολή της Θεσσαλονίκης» (Μάλαμας, Θαν. Παπακωνσταντίνου, Περίδης, Κανά κλπ), την οποία ακολούθησαν και οι τραγουδοποιοί του ’80, οι Τρύπες και τα Σπαθιά έφτασαν στο (πολυπόθητο;) μεγάλο κοινό παρασέρνοντας πίσω τους μια λαίλαπα από δισκογραφικές παραγωγές ελληνόφωνης ροκ και, τέλος, με τους παροικούντες την καλλιτεχνική κοινότητα Δίφωνο, Μελωδία, Δίεση, Β’ Πρόγραμμα κτλ ολοκληρώθηκε το κάδρο. Όταν όμως έχεις απέναντί σου, εκτός από τη Βανδή και τη Βίσση, τον Ρακιντζή και τη Μαντώ, θα τολμήσεις εσύ, ο «μαθητής και επίγονος του Χατζιδάκι», να πεις πως παράγεις ποπ ή λαϊκή μουσική; Δύσκολα. Έτσι, επανήλθε το «έντεχνο», κραδαίνοντας έναν ελιτισμό απίστευτης ιδεολογικής έντασης («εγώ κάνω Τέχνη, αυτοί κολλάνε πλακάκια», «απευθύνομαι σε σκεπτόμενους ακροατές» κλπ εκτιμήσεις που προκαλούν το λιγότερο θυμηδία), σκοτώνοντας δια παντός κάθε αισθητική συνιστώσα σχετική με το αληθές έντεχνο, διεκδικώντας επί ίσοις όροις χρήμα, δόξα και κύρος. Κράτησαν την ιδεολογία και απεμπόλησαν την αισθητική (κυριολεκτικά και μεταφορικά) με συνοπτικές διαδικασίες. Ξέρετε που ακυρώνεται όλη αυτή η τεράστια παραφιλολογία; Στα αυτιά ενός ξένου ακροατή, που κρίνει μόνο τη μουσική, την ενορχήστρωση και τη γενικότερη αισθητική περί της μουσικής. Όπου όταν π.χ. ακούει τα τραγούδια της Αλεξίου ή του Μαχαιρίτσα, απαντά «pop ballads», ή βρίσκει «neofolk/alternative country» τους Πυξ Λαξ… Δυστυχώς, στην Ελλάδα, για κάποιον αδιευκρίνιστο ακόμα λόγο, θεωρείται ντροπή να πει κάποιος ότι παράγει δημοφιλή (popular) μουσική, είτε είναι rock, pop, folk κλπ, παρόλο που τα τραγούδια του πληρούν όλες τις προϋποθέσεις. Ιδεολογικός δογματισμός και  ηθικολογικές αγκυλώσεις συνάμα. Το δύστυχες είναι πως, παρασυρμένοι (;) από τους κήνσορές τους, παρατηρεί κανείς και νεότερους ταλαντούχους καλλιτέχνες να εγκλωβίζονται σε αυτήν την παραφιλολογία περί «έντεχνης» και «άτεχνης» μουσικής… (Όχι, ούτε εσείς ούτε π.χ. η κ. Μποφίλιου και οι συνεργάτες της θα με πείσουν πως το «Μέχρι το τέλος» ή τα «Εισιτήρια διπλά» είναι δίσκοι…art music. Ποπ είναι, καλοφτιαγμένοι και περιποιημένοι, μένει να δούμε ποιο σκέλος της ποπ ικανοποιούν στυλιστικά.)

 Εδώ χωρίς να διαφωνώ, ας μου επιτραπεί να πω ότι βλέπω τα πράγματα από μία διαφορετική σκοπιά. Η βασική ιδέα του ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε καταφέρει να αφομοιώσουμε τη βασική διεθνή μουσική ορολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε τα τελευταία 60-70 χρόνια με βρίσκει πάντως απολύτως σύμφωνο. Το αν τελικά οι «έντεχνοι» ή οι «ποιοτικοί» απέφυγαν να αποδώσουν με όρους όπως “pop” φοβούμενοι μην ταυτιστούν με το αντίπαλον δέος της σκυλοπόπ που μεσουράνησε μαζί τους, είναι δική τους ευθύνη, πρόβλημα και κόμπλεξ. Θεωρούσα και θεωρώ ότι από τους Ramones μεχρι τον Steve Reich και από τον Merzbow μέχρι τον Mancini η pop ήταν, είναι και θα είναι το ζητούμενο. Η Μποφίλιου ασφαλώς και είναι ποπ. Και φοβερή ποπ μάλιστα. Και τα τραγούδια της και η παρουσία της. Το πρόβλημα της ελλιπούς μουσικότητας στο πρόσφατο ελληνικό τραγούδι θεωρώ ότι ευθύνεται για το ότι πράγματι οι αλλοδαποί ακροατές το κατατάσσουν στις ανώδυνες προθήκες του file under τους.

«Φέρουν όμως, ευθύνη, και οι μουσικοκριτικοί, δημοσιογράφοι και λοιποί θαρρώ. Έχω μια ειλικρινή απορία: τι σας εμποδίζει (γενικά τους μουσικοκριτικούς) να μιλήσετε με όρους αισθητικής κρίσης και στυλιστικής προσέγγισης όταν έχετε να κάνετε με την ελληνόφωνη σκηνή; Για ποιο λόγο αγκιστρώνονται τα πάντα κάτω από τον χωρίς καμιά χρησιμότητα όρο «ελληνική μουσική»; Μιλάω πάντα για τη δημοφιλή μουσική, standard ποπ/ροκ ή εναλλακτική κλπ. Πού οφείλεται π.χ. η ευκολία που παρατηρεί κανείς στην κατηγοριοποίηση (σε αισθητικά πεδία, όχι ταμπέλες) σε ό,τι αφορά στην παραδοσιακή μουσική (τσάμικα, ηπειρώτικος μπάλος, ποντιακά, κτλ) έναντι στη δυστοκία μιας ανάλογης αξιολόγησης για τη δημοφιλή, mainstream μουσική; Φταίει μόνο το γεγονός πως οι όροι υπέστησαν τέτοια εννοιολογική διαστροφή ώστε να απωλέσουν κάθε σημασιολογική αξία;»

 Προσωπικά στο 90% της ελληνόφωνης σκηνής δεν διακρίνω καμία αισθητική κρίση και καμία στυλιστική προσέγγιση. Όπου τυχόν τη διακρίνω, προσπαθώ –έστω και  χωρίς αποτέλεσμα- να την προβάλλω. Πριν από δέκα χρόνια πόνταρα στον Μανώλη Αγγελάκη για να φέρει τα πάνω- κάτω στην ελληνική σκηνή (http://www.mic.gr/cds.asp?id=150045) μιλώντας με «όρους εξωτερικού» και χωρίς κανέναν εγκλωβισμό στο εγχώριο γίγνεσθαι. Δεν το αναφέρω σαν απολογία, απλά ως παράδειγμα, μιας και ο καθένας τα δικά του παραδείγματα έχει πρόχειρα. Και άλλοι το έχουν κάνει και μάλιστα καλύτερα από εμένα.  Εκείνος ο δίσκος ξεχάστηκε και ο Αγγελάκης παρέμεινε κτήμα του όποιου underground. Πιθανόν να έκανα λάθος. Πιθανόν να έχει δίκιο ο Θοδωρής Μανίκας που κρίνοντας επί δικού του δίσκου  (τι σας έλεγα…) ισχυρίζεται ότι πρόκειται για ότι πιο ριζοσπαστικό έγινε στο ελληνικό τραγούδι τα τελευταία χρόνια (η σύμπραξη των 667 με τον Μαργαρίτη, για όσους δεν κατάλαβαν).

«Ας είναι. Πλέον μια ολόκληρη γενιά ακροατών, εκεί μεταξύ 25 και 35, που δεν γαλουχήθηκε με αυθεντίες, πολωμένες καταγραφές και αποτιμήσεις, και βρέθηκε να αντλεί πληροφόρηση και γνώση από τον πλέον αχαλιναγώγητο χώρο (του Διαδικτύου) έχει ήδη σημάνει το τέλος της μονομέρειας – ευελπιστώ. Την οποία ενίοτε διακρίνει κανείς και στην «εναλλακτική» σκηνή (αδόκιμος όρος όσο και το «έντεχνο», με τον τρόπο που χρησιμοποιείται). Δόξα τω Θεώ, τα ιστολόγια, sites, e-zines κτλ κοινωνούν πια τα όσα αξιόλογα συναντά ο καθένας «επαγγελματίας εραστής ακροατής» (και όχι αγαπητικός) μέσα σε συνθήκες όμορες με εκείνες των αγαθών προθέσεων των fanzines στην ένδοξη εποχή τους (δεν τα πρόλαβα στη δόξα τους, κάνω τη σύγκριση μελετώντας τα αναδρομικά). Μόνο, αν θέλετε, ας αφήσουμε το underground στην υπόγεια ησυχία του. Εκεί οι καλλιτέχνες έχουν επίγνωση ότι η βαρύτητα στο τέλος υπερισχύει πάντα. Πόσω μάλλον που δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε με ασφάλεια για underground μουσική στις μέρες μας, εφόσον το τραγούδι ήταν και είναι μαζική μορφή τέχνης…»

 
Το underground ποτέ δεν αρνήθηκε την μαζική αποδοχή. Τους όρους ευτελής επιδίωξης της απέφευγε πάντοτε και αποφεύγει. Όλα τα υπόλοιπα τα συνυπογράφω ασφαλώς.


«Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ξανατοποθετηθώ με το νέο κείμενο που ετοιμάζεται για το Radio Partizani (ή μήπως Partisani;). Αν μου επιτρέπεται μια γνώμη, δεν θα ήταν προτιμότερο να τοποθετείστε με ψυχραιμία κρίσεων και επικρίσεων; Ως ακροατής δικαιούστε σε κάθε περίπτωση να συντάσσεστε με όποια «σκηνή» σάς πληροί αισθητικά, ως δημοσιογράφος, μουσικοκριτικός (πείτε όπως θέλετε) όμως, πρώτιστη λειτουργία σας είναι η καταγραφή παντός ρεύματος και αξιολόγησής του στην ευρύτερη θέση του ελληνικού τραγουδιού, έστω και αν δεν συμφωνείτε με αυτό».

Το PartiZani είναι συνειδητά με Z.  Η ψυχραιμία στις κρίσεις ασφαλώς και χρειάζεται. Στις επικρίσεις όταν είναι αποτέλεσμα ψύχραιμων κρίσεων, νομίζω ότι περιττεύει, αλλά ίσως να κάνω και λάθος.

Να ευχαριστήσω και από εδώ τον «ακροατή Τ.Θ.» για το ότι ασχολήθηκε ουσιαστικά με το θέμα, μέσα από τον τρόπο που το ανέπτυξε το σχετικό άρθρο και να επισημάνω κάτι για το τέλος: πραγματικά δεν μπόρεσα να καταλάβω από όσα λέει αν πρόκειται για άνθρωπο νεαρής ή μεγαλύτερης ηλικίας. Αν είμαστε συνομήλικοι, αν του ρίχνω ή μου ρίχνει. Και αυτό είναι κατά την αποψή μου ότι πιο συναρπαστικό σε ένα κείμενο- άποψη. Όταν καταφέρνει και υπερβαίνει τα στενά κριτήρια τα οποία η ηλικία και άρα η εμπειρία του καθενός προδιαγράφει.

Από ‘βδομάδα σε κανονική ροή προγράμματος , το λοιπόν