Ακολουθήστε μας στο Google news
Aπό τους A Place To Bury Strangers στο Synch μέχρι τον Rufus Wainwright στο Λυκαβηττό. Πως είδαμε τις συναυλίες της Παρασκευής και του Σαββάτου.
06 Ιουνίου 2010update Κυριακής
Άρης Κ.
Synch Festival 2010: A PLACE TO BURY STRANGERS
«Guitars are still running the world»
Τους είχαμε πρωτοδεί πριν από δύο χρόνια στο Primavera Sound. Για την ακρίβεια, απλά τους είχαμε ακούσει. Δεν τους είχαμε δει σχεδόν καθόλου, διότι τόνοι καπνού (σωστή μονάδα μέτρησης, άραγε;) κάλυπταν όλη τη σκηνή από την αρχή μέχρι το τέλος. Τόσο πολύ που, για τον θόρυβο του τελευταίου πενταλέπτου, δεν είχαμε καν αντιληφθεί ότι υπεύθυνα ήταν αποκλειστικά τα «ξεχασμένα» μηχανήματα, καθότι οι ίδιοι είχαν ήδη φύγει. Στο Rodeo το χειμώνα δεν μπόρεσα να βρεθώ, αλλά καθώς έμαθα το σύστημα εξαερισμού υποκατέστησε μια χαρά την απουσία του τεχνητού εφέ. Χθες το βράδυ οι τρεις πονηροί πιτσιρικάδες εμφανίστηκαν σε καθεστώς οπτικής διαύγειας, ξεπέρασαν όμως κάθε προηγούμενο σε θέματα ηχητικής επιθετικότητας.
Μετά και το χθεσινό live έχω δυστυχώς την αίσθηση ότι παρότι έχουν δώσει δύο πολύ καλά άλμπουμ μέχρι στιγμής, δεν έχει αποδοθεί με ουσιαστικό τρόπο ο ήχος τους στα studio. Αυτό που ακούς στις συναυλίες είναι δέκα φορές καλύτερο. Ο θόρυβος έρχεται καθαρός και τρικάναλος, ορθά διυλίζεται στα επιμέρους τμήματα αυτού και φτάνει στον ακροατή ωμός και ισοπεδωτικός. Εκεί που στους δίσκους παραμονεύει μία αχρείαστη παραμόρφωση, στα live το Wall Of Sound των APTBS είναι όπως του πρέπει, ένα αδιάρρηκτο σινικό τείχος και όχι ένα ατιμασμένο τείχος του Βερολίνου.
Για πάνω από μία ώρα εξαπέλυσαν την εν λόγω δόμηση σε ένα Synch που ακόμη κουνιόνταν ανέμελα στις προσπάθειες των Hot Chip να ακουστούν σαν τους Was Not Was, ενώ τα δύο έγχορδα και προτεταμένα μέλη του συγκροτήματος έδωσαν και την απαραίτητη ροκ παράσταση με κιθάρες στον αέρα, κιθάρες να φιλονικούν, κιθάρες να γλύφουν το πάτωμα και κιθάρες σε απειλή σπασίματος αυτών. Οι πιτσιρικάδες έχουν μελετήσει καλά το ροκ παραμύθι και προσφέρουν ως πρέπει στο κοινό τους την ροκ παραμυθία. Όταν έχεις τέτοιον ήχο όμως, που να τους βρεις τους εχθρούς; To κοινό πήγαινε πάνω- κάτω και πέρα δώθε για δέκα σειρές τουλάχιστον και τα αδέλφια Reid αν ήταν κάπου τριγύρω θα απαιτούσαν δικαιώματα για ό,τι ελαβε χώρα.
Ο Θόδωρος του Berlin, παρότι επικροτεί, μου επισημαίνει ότι όλα αυτά τα είχε πρωτακούσει live από την ορχήστρα του Glenn Branca κάπου στη Νέα Υόρκη του 1982, με ξεκούρδιστες κιθάρες και άρνηση τεχνικής. Λίγο αργότερα ο Laurent Garnier μας συντονίζει στον ήχο του 1995, ακούγεται όμως πολύ πιο παρωχημένος από ότι ο τριαντακονταετής κιθαριστικός πόλεμος των APTBS. Όπερ σημαίνει πως οι κιθάρες γερνάνε πιο όμορφα, απ’ ότι τα σύνθια και οι ντραμομηχανές.
Δημήτρης Κ.
Τι κι αν έκανε κρύο χθες το βράδυ στον Λυκαβηττό; Τι κι αν ο Rufus Wainwright ήταν μόνος επί σκηνής, μόνος με ένα πιάνο (και όλα μαύρα); Καμία… ψύχρα και καμία… παγωνιά. Αρκούσαν δύο διαφορετικές, ουσιαστικά, συναυλίες για να ζεστάνουν τα χίλια-χίλια πεντακόσια άτομα που βρέθηκαν εκεί. Και λέω δύο συναυλίες γιατί το live μοιράστηκε σε δύο, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, μέρη. Στο πρώτο, το πιο συναισθηματικό, έπαιξε κομμάτια από το τελευταίο του (όχι και τόσο καλό είναι η αλήθεια) άλμπουμ, το «All Days Are Nights: Songs For Lulu». Σε σκοτεινό συναισθηματικά φόντο, ζόφου και θλίψης, μας παράκαλεσε από την αρχή κιόλας να μην υπάρχουν ούτε καν χειροκροτήματα. «Χώθηκε» στον κόσμο του άλμπουμ, «χάθηκε» τραγουδώντας χωρίς καμία διακοπή. Φορούσε μία περίεργη μαύρη κάπα, με φτερά στους ώμους και με μακριά ουρά - δεν ξέρω αν το περιγράφω καλά, δεν είμαι και σχεδιαστής μην νομίζετε. Ομολογώ πως live τα τραγούδια του Songs For Lulu ήταν πιο ενδιαφέροντα απ΄ ότι στο cd.
Στο δεύτερο μέρος άλλαξαν όλα. Ο Rufus εμφανίστηκε με ένα γαλάζιο κουστούμι, κεφάτος και με όρεξη για κουβέντα. Μας μιλούσε διαρκώς, έλεγε για την Ελλάδα και πόσο την αγαπάει, αναφερότανε στην tour του (η Αθήνα αποτελούσε τον τελευταίο της σταθμό) και έπαιζε τραγούδια από το σύνολο της δισκογραφίας του. Άλλη διάθεση, άλλο συναίσθημα.
Ο Rufus έμεινε on stage παραπάνω από δύο ώρες. Και ήταν, επαναλαμβάνω, εξαιρετικός. Κρίμα που είχε τόσο λίγο κόσμο. Αυτά συμβαίνουν όμως με τις διπλοκαλύψεις συναυλιών. Την ίδια ώρα είχε και το Synch. Απευθύνονται σε παρόμοιο κοινό. Άκουσα πολύ κόσμο χθες στο Λυκαβηττό, δίπλα μου, να μιλάει για το φεστιβάλ. «Ήθελα να πάω στο Synch αλλά προτίμησα να έρθω στον Rufus» εξηγούσε κάποιος. Συνεργασίες μεταξύ των promoters δεν υπάρχουν;
update
Του Άρη Καραμπεάζη
Matt Elliott live @ Synch Festival, 4/6/2010
“This is OUR music”
Καθότι την πλήρη ανασκόπηση του φεστιβάλ για το mic.gr την ανέλαβε φέτος ο πλέον αδέκαστος και απολαυστικά στριφνός κριτής του απώτερου παρελθόντος, περιορίζομαι στο να μεταφέρω από εδώ τα περί του Matt, που για περίπου πέντε λεπτά υποκλίνονταν χθες στο όποιο κοινό του αποδίδοντας του τιμές που δεν του αξίζουν.
Το περιορισμένης χωρητικότητας Auditorium ήταν μεν γεμάτο λίγο πριν τα μεσάνυχτα, οπότε και είχε προγραμματιστεί η εμφάνιση του κατατονικού looper, και σχεδόν παρέμεινε έτσι μέχρι το τέλος. Όχι όμως με τον ίδιο κόσμο. Οι περισσότεροι άκουγαν ένα τραγούδι και έφευγαν, δημιουργώντας μια εκνευριστική ανακύκλωση. Το “προχωρημένο” κοινό του Synch είχε ακόμη το μυαλό του στο λαμπιρίζον αιδοίο της Peaches μάλλον…
Την προηγούμενη μέρα στη Θεσσαλονίκη μάζεψε, μαθαίνω, πάνω από 300 άτομα , προσκεκλημένος δύο παιδιών που τον λατρεύουν σαν θεό και είναι διατεθειμένα να τον φέρνουν κάθε χρόνο για την επόμενη δεκαετία. Ξεκίνησε με ένα καινούργιο τραγούδι, επιβεβαιώνοντας ότι η μούσα του δεν τον αποχαιρέτησε στον κύκλο των τραγουδιών που έκλεισε φέτος με την κυκλοφορία του εξαντλητικού box set. Ίσως και να ήταν το καλύτερο της βραδιάς, αν κάτι λέει αυτό ως προς το τι μπορούμε να περιμένουμε , ειδικά σε περίπτωση που το όνομα των Third Eye Foundation επανέλθει στο προσκήνιο.
Η προσωπική ορχήστρα του Matt Elliott στα πρώτα δύο λεπτά μαζεύει πέντε- έξι μουσικές φράσεις. Τις αφήνει να αιωρούνται λουπαρισμένες. Στη συνέχεια για λίγα λεπτά τις παρακολουθεί μαζί μας ως ακροατής. Και αναλόγως της φόρτισης που δημιουργείται, αποφασίζει αν θα επέμβει εκ νέου για να τις διαμελίσει ή αν θα τις αφήσει να πεθάνουν. Αν θα τονίσει τον λυρισμό ή αν θα τον βανδαλίσει. Αν θα αφαιρέσει κάθε ρυθμό ή αν θα το γυρίσει στο drum & bass. Αυτό έγινε χθες το βράδυ, ευτυχώς με απόλυτα υγιείς ηχητικές συνθήκες και παρότι δύο ανόητα γαλάζια spotlight επέμεναν να οδηγήσουν τους πάντες στην επιληψία.
Προσωπικά αποχώρησα υπερβολικά γεμάτος από την εμφάνιση του Matt Elliott. Τόσο γεμάτος που έχω την αίσθηση ότι κάπου εδώ έκλεισε ακόμη ένας κύκλος της εμμονής μου με το έργο του. Μετά τους Third Eye τον παράτησα για κάποια χρόνια και με καθυστέρηση επέτρεψα την ακρόαση του The Mess We Made , που τελικά αποδείχτηκε το καλύτερο άλμπουμ της ζωής του (μας). Χθες μας “έριξε” τη διάθεση με τέτοια ικανότητα, που πραγματικά απορώ πως ο ίδιος τα καταφέρνει και επιβιώνει μέσα στον ολοκληρωτικά εσωστρεφή κόσμο της μουσικής του.
Αν υπάρχει κάποιος Bob Dylan εκεί έξω… που δημιουργεί αδιαφορώντας για ό,τι συμβαίνει γύρω του και σε στέλνει σε μέρη που δεν είναι για τα κυβικά σου, αυτός έχει ευρωπαϊκή καταγωγή και όταν τελειώνει η παράσταση, δεν γυρνάει την πλάτη στο κοινό του, αλλά υποκλίνεται σε αυτό.
I will see you in far off places, man …
Υ.Γ.- Με τον πρωινό καφέ βάζω το Failed Songs και η Ροζίτα με ρωτάει αν είναι ο δίσκος του Lolek. Κι εκεί που σκέφτομαι ότι γυναίκες και μουσική είναι έννοιες ανάδελφες, συνειδητοποιώ τελικά ότι ο Lolek είναι όντως το faux αντίστοιχο του Matt Elliott. Εμφανίστηκε στον ίδιο χώρο αμέσως μετά…
__________________________________________
Toυ Δημήτρη Κανελλόπουλου
Ωραία ήταν χθες στην Τεχνόπολη. Αν και οικογενειακά. Το Synch Festival, το πλέον πρωτοποριακό εγχώριο φεστιβάλ, δεν συνεπαίρνει τα πλήθη. Έτσι οι Get Well Soon, η Peaches και οι υπόλοιποι ξένοι καλεσμένοι μας, έπαιξαν μπροστά σε λίγους (και εκλεκτούς). Δυστυχώς, η σύγκριση με τα ξένα φεστιβάλ, ειδικά όταν αυτή γίνεται σε μικρό χρονικά διάστημα, είναι καταλυτική. Εναντίον μας φυσικά. Τι να κάνουμε; Ζούμε σε μία βλαχομπαρόκ χώρα που μοιάζει σαν να αυνανίζεται μουσικά με τον Αλκαίο και τη Eurovision. Έχουμε την ατυχία αυτή όσοι ασχολούμαστε, ή μάλλον όσων μας αρέσει, η ξένη μουσική.
Την έναρξη του φεστιβάλ έκαναν οι Get Well Soon. Δεν ήταν άσχημη μπάντα, σίγουρα όμως επί σκηνής είναι ένα επίπεδο πιο κάτω σε σχέση με τα άλμπουμ τους. On stage είναι απλώς, ένα ακόμα καλό συγκρότημα.
Αντιθέτως η Peaches έκλεψε την παράσταση. Εξαιρετική perfomer έδωσε ένα αληθινό show – δικαίως όλος ο κόσμος μαζεύτηκε στην κεντρική σκηνή εκείνη την ώρα. Με electro-class ρυθμούς, άλλαζε συνεχώς κουστούμια (όταν βγήκε φορούσε μία περίεργη, ολόσωμη προβιά σαν άλλος άνθρωπος των σπηλαίων), όργωνε τη σκηνή και, ουκ ολίγες φορές βρέθηκε ανάμεσα στον κόσμο. Stage diving αλλά και μία, σχετικά επιτυχημένη προσπάθεια, να περπατήσει πάνω στον κόσμο. Όπως ο Χριστός στα κύματα.
Για τον Matt Elliott που έπαιξε μόνος, με την κιθάρα του, θα σας μιλήσει (πιθανόν) ο Άρης Καραμπεάζης. Εμφανίστηκε στις 12 ακριβώς, στο κλειστό αμφιθέατρο του Αθήνα 984. Λίγο τον είδα, μου φάνηκε πολύ λυρικός για τα γούστα μου, ο Άρης που είχε πιάσει θέση από νωρίς έδειχνε ενθουσιασμένος. Δεν ξέρω…
Προτίμησα την ίδια ώρα να μεταφερθώ στη μεγάλη αίθουσα της Τεχνόπολης όπου έπαιζαν οι Fuck Buttons. Γνωστοί και μη εξαιρετέοι θορυβοποιοί, στο τέλος ξεσήκωσαν το κοινό (που βρίσκονταν μπροστά).
Η ώρα είχε πάει ήδη 2 και μισή. Κάποιος dj έπαιζε σε άλλη αίθουσα, ο Lolek ήταν ήδη στη σκηνή του αμφιθέατρου αλλά, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια…
Η οργάνωση; Άψογη. Αλλά, καθώς φαίνεται, αυτό δεν αρκεί για να έχουμε ένα επιτυχημένο φεστιβάλ.
Την ίδια ώρα οι ταβέρνες στο Γκάζι ήταν γεμάτες. Αθάνατη Ελλάδα. Δεν θα αλλάξεις ποτέ...
Aπό τους A Place To Bury Strangers στο Synch μέχρι τον Rufus Wainwright στο Λυκαβηττό. Πως είδαμε τις συναυλίες της Παρασκευής και του Σαββάτου.
Update
06 Ιουνίου 2010update Κυριακής Άρης Κ.
Synch Festival 2010: A PLACE TO BURY STRANGERS
«Guitars are still running the world»

Μετά και το χθεσινό live έχω δυστυχώς την αίσθηση ότι παρότι έχουν δώσει δύο πολύ καλά άλμπουμ μέχρι στιγμής, δεν έχει αποδοθεί με ουσιαστικό τρόπο ο ήχος τους στα studio. Αυτό που ακούς στις συναυλίες είναι δέκα φορές καλύτερο. Ο θόρυβος έρχεται καθαρός και τρικάναλος, ορθά διυλίζεται στα επιμέρους τμήματα αυτού και φτάνει στον ακροατή ωμός και ισοπεδωτικός. Εκεί που στους δίσκους παραμονεύει μία αχρείαστη παραμόρφωση, στα live το Wall Of Sound των APTBS είναι όπως του πρέπει, ένα αδιάρρηκτο σινικό τείχος και όχι ένα ατιμασμένο τείχος του Βερολίνου.

Ο Θόδωρος του Berlin, παρότι επικροτεί, μου επισημαίνει ότι όλα αυτά τα είχε πρωτακούσει live από την ορχήστρα του Glenn Branca κάπου στη Νέα Υόρκη του 1982, με ξεκούρδιστες κιθάρες και άρνηση τεχνικής. Λίγο αργότερα ο Laurent Garnier μας συντονίζει στον ήχο του 1995, ακούγεται όμως πολύ πιο παρωχημένος από ότι ο τριαντακονταετής κιθαριστικός πόλεμος των APTBS. Όπερ σημαίνει πως οι κιθάρες γερνάνε πιο όμορφα, απ’ ότι τα σύνθια και οι ντραμομηχανές.
Δημήτρης Κ.


Ο Rufus έμεινε on stage παραπάνω από δύο ώρες. Και ήταν, επαναλαμβάνω, εξαιρετικός. Κρίμα που είχε τόσο λίγο κόσμο. Αυτά συμβαίνουν όμως με τις διπλοκαλύψεις συναυλιών. Την ίδια ώρα είχε και το Synch. Απευθύνονται σε παρόμοιο κοινό. Άκουσα πολύ κόσμο χθες στο Λυκαβηττό, δίπλα μου, να μιλάει για το φεστιβάλ. «Ήθελα να πάω στο Synch αλλά προτίμησα να έρθω στον Rufus» εξηγούσε κάποιος. Συνεργασίες μεταξύ των promoters δεν υπάρχουν;
update
Του Άρη Καραμπεάζη
Matt Elliott live @ Synch Festival, 4/6/2010
“This is OUR music”
Καθότι την πλήρη ανασκόπηση του φεστιβάλ για το mic.gr την ανέλαβε φέτος ο πλέον αδέκαστος και απολαυστικά στριφνός κριτής του απώτερου παρελθόντος, περιορίζομαι στο να μεταφέρω από εδώ τα περί του Matt, που για περίπου πέντε λεπτά υποκλίνονταν χθες στο όποιο κοινό του αποδίδοντας του τιμές που δεν του αξίζουν.
Το περιορισμένης χωρητικότητας Auditorium ήταν μεν γεμάτο λίγο πριν τα μεσάνυχτα, οπότε και είχε προγραμματιστεί η εμφάνιση του κατατονικού looper, και σχεδόν παρέμεινε έτσι μέχρι το τέλος. Όχι όμως με τον ίδιο κόσμο. Οι περισσότεροι άκουγαν ένα τραγούδι και έφευγαν, δημιουργώντας μια εκνευριστική ανακύκλωση. Το “προχωρημένο” κοινό του Synch είχε ακόμη το μυαλό του στο λαμπιρίζον αιδοίο της Peaches μάλλον…

Η προσωπική ορχήστρα του Matt Elliott στα πρώτα δύο λεπτά μαζεύει πέντε- έξι μουσικές φράσεις. Τις αφήνει να αιωρούνται λουπαρισμένες. Στη συνέχεια για λίγα λεπτά τις παρακολουθεί μαζί μας ως ακροατής. Και αναλόγως της φόρτισης που δημιουργείται, αποφασίζει αν θα επέμβει εκ νέου για να τις διαμελίσει ή αν θα τις αφήσει να πεθάνουν. Αν θα τονίσει τον λυρισμό ή αν θα τον βανδαλίσει. Αν θα αφαιρέσει κάθε ρυθμό ή αν θα το γυρίσει στο drum & bass. Αυτό έγινε χθες το βράδυ, ευτυχώς με απόλυτα υγιείς ηχητικές συνθήκες και παρότι δύο ανόητα γαλάζια spotlight επέμεναν να οδηγήσουν τους πάντες στην επιληψία.
Προσωπικά αποχώρησα υπερβολικά γεμάτος από την εμφάνιση του Matt Elliott. Τόσο γεμάτος που έχω την αίσθηση ότι κάπου εδώ έκλεισε ακόμη ένας κύκλος της εμμονής μου με το έργο του. Μετά τους Third Eye τον παράτησα για κάποια χρόνια και με καθυστέρηση επέτρεψα την ακρόαση του The Mess We Made , που τελικά αποδείχτηκε το καλύτερο άλμπουμ της ζωής του (μας). Χθες μας “έριξε” τη διάθεση με τέτοια ικανότητα, που πραγματικά απορώ πως ο ίδιος τα καταφέρνει και επιβιώνει μέσα στον ολοκληρωτικά εσωστρεφή κόσμο της μουσικής του.
Αν υπάρχει κάποιος Bob Dylan εκεί έξω… που δημιουργεί αδιαφορώντας για ό,τι συμβαίνει γύρω του και σε στέλνει σε μέρη που δεν είναι για τα κυβικά σου, αυτός έχει ευρωπαϊκή καταγωγή και όταν τελειώνει η παράσταση, δεν γυρνάει την πλάτη στο κοινό του, αλλά υποκλίνεται σε αυτό.
I will see you in far off places, man …
Υ.Γ.- Με τον πρωινό καφέ βάζω το Failed Songs και η Ροζίτα με ρωτάει αν είναι ο δίσκος του Lolek. Κι εκεί που σκέφτομαι ότι γυναίκες και μουσική είναι έννοιες ανάδελφες, συνειδητοποιώ τελικά ότι ο Lolek είναι όντως το faux αντίστοιχο του Matt Elliott. Εμφανίστηκε στον ίδιο χώρο αμέσως μετά…
__________________________________________
Toυ Δημήτρη Κανελλόπουλου
Ωραία ήταν χθες στην Τεχνόπολη. Αν και οικογενειακά. Το Synch Festival, το πλέον πρωτοποριακό εγχώριο φεστιβάλ, δεν συνεπαίρνει τα πλήθη. Έτσι οι Get Well Soon, η Peaches και οι υπόλοιποι ξένοι καλεσμένοι μας, έπαιξαν μπροστά σε λίγους (και εκλεκτούς). Δυστυχώς, η σύγκριση με τα ξένα φεστιβάλ, ειδικά όταν αυτή γίνεται σε μικρό χρονικά διάστημα, είναι καταλυτική. Εναντίον μας φυσικά. Τι να κάνουμε; Ζούμε σε μία βλαχομπαρόκ χώρα που μοιάζει σαν να αυνανίζεται μουσικά με τον Αλκαίο και τη Eurovision. Έχουμε την ατυχία αυτή όσοι ασχολούμαστε, ή μάλλον όσων μας αρέσει, η ξένη μουσική.
Την έναρξη του φεστιβάλ έκαναν οι Get Well Soon. Δεν ήταν άσχημη μπάντα, σίγουρα όμως επί σκηνής είναι ένα επίπεδο πιο κάτω σε σχέση με τα άλμπουμ τους. On stage είναι απλώς, ένα ακόμα καλό συγκρότημα.

Για τον Matt Elliott που έπαιξε μόνος, με την κιθάρα του, θα σας μιλήσει (πιθανόν) ο Άρης Καραμπεάζης. Εμφανίστηκε στις 12 ακριβώς, στο κλειστό αμφιθέατρο του Αθήνα 984. Λίγο τον είδα, μου φάνηκε πολύ λυρικός για τα γούστα μου, ο Άρης που είχε πιάσει θέση από νωρίς έδειχνε ενθουσιασμένος. Δεν ξέρω…
Προτίμησα την ίδια ώρα να μεταφερθώ στη μεγάλη αίθουσα της Τεχνόπολης όπου έπαιζαν οι Fuck Buttons. Γνωστοί και μη εξαιρετέοι θορυβοποιοί, στο τέλος ξεσήκωσαν το κοινό (που βρίσκονταν μπροστά).

Η οργάνωση; Άψογη. Αλλά, καθώς φαίνεται, αυτό δεν αρκεί για να έχουμε ένα επιτυχημένο φεστιβάλ.
Την ίδια ώρα οι ταβέρνες στο Γκάζι ήταν γεμάτες. Αθάνατη Ελλάδα. Δεν θα αλλάξεις ποτέ...