RADIO PARTIZANI # 41: ΑΠΟ ΤΟΝ MIRWAIS ΣΤΗΝ ΕΛΛΗ ΚΟΚΚΙΝΟΥ

RADIO PARTIZANI # 41: ΑΠΟ ΤΟΝ MIRWAIS ΣΤΗΝ ΕΛΛΗ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
Ακολουθήστε μας στο Google news

Οι μπαλάντες του Φοίβου και του Καρβέλα είναι ανατύπωση του Dream On των Aerosmith.

07 Ιουλίου 2010Η απάτη, η αυταπάτη και η απόλυτη αλήθεια του ήχου των Club, ή αλλιώς: από τον Mirwais στην Έλλη Κοκκίνου σε λίγα απλά βήματα.

Νομίζω ότι το έχω ξαναγράψει και παλιότερα…  Εμπιστεύομαι ελάχιστα  αυτούς που γράφουν για μουσική σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Όχι προσωπικά δηλαδή, δεν έχω τίποτε μαζί τους. Εννοώ ότι δεν εμπιστεύομαι την εφημερίδα ως μέσο για να με ενημερώσει περί της μουσικής. Είμαι πάντα καχύποπτος. Και ειδικά στα της ελληνικής μουσικής, τις περισσότερες φορές επιβεβαιώνεται η καχυποψία. Τουλάχιστον καθ’ ο μέρος έχω απαιτήσεις επάνω στο ζήτημα της μουσικής ενημέρωσης, προτιμώ τα παραδοσιακά μουσικά media. Και δεν αναφέρομαι  μόνο στις ελληνικές εφημερίδες. Ούτε την περιβόητη μουσική άποψη του Guardian εμπιστεύομαι να σου πω την αλήθεια. Και ας στελεχώνεται από διάσημους και τρανούς…

Θυμάμαι βέβαια κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’90 έναν τύπο που σε καθημερινή βάση πρότεινε στον Φίλαθλο δίσκους των Autechre, των Pan Sonik, του Barry Adamson κ.λ.π. Ειλικρινά θα ήθελα να μάθω το αποτέλεσμα των φιλότιμων προσπαθειών του… Αναμφισβήτητα επρόκειτο περί ήρωα…

Παρότι όμως διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, οι περί μουσικής (ελάχιστες) σελίδες δεν παύουν να είναι οι πρώτες στις οποίες ρίχνω μια ματιά μόλις πέσει η εφημερίδα στα χέρια μου. Προσπερνώντας τα  συγκινητικά άρθα του Δημήτρη Κανελλόπουλου για τις τελευταίες θυσίες τις οποίες έκανε προκειμένου να δει ακόμη ένα live (που συνήθως είναι των Pearl Jam)…ψάχνω – με υπομονή- να δω πόσοι από αυτούς που συστηματικά ασχολούνται με τη μουσική χάριν του παραδοσιακού (μη μουσικού) τύπου έχουν ολοκληρωμένη άποψη για αυτό που κάνουν, ή απλώς… συστηματικά ασχολούνται, παραλαμβάνοντας promo και αναζητώντας VIP προσκλήσεις.

Μία τέτοια περίπτωση, από τις εξαιρέσεις που γράφουν με άποψη δηλαδή,  είναι η Μαρία Μαρκουλή, που εδώ και αρκετά χρόνια μονοπωλεί ευχάριστα το μουσικό τμήμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ. Πιθανόν να διαφωνείτε με τις μουσικές της κατευθύνσεις, όπως άλλωστε κατά 70% τουλάχιστον διαφωνώ κι εγώ (μόνο τον Dylan και τα παράγωγα του να βάλεις δηλαδή… να σου το ποσοστό της διαφωνίας!). Παρόλα αυτά όμως τα όσα γράφει σε –σχεδόν- καθημερινή βάση η Μαρκουλή στα Νέα, δεν παύουν να ενδιαφέρουν ακόμη και αυτόν που όλο το μήνα έχει προλάβει να διαβάσει και καμιά δεκαριά μουσικά περιοδικά από το εξωτερικό και –θεωρητικά- έχει κλείσει τον κύκλο της ενημέρωσης του. Κοινώς, πάντοτε στα γραφόμενα της ενυπάρχει το στοιχείο της ισχυρής προσωπικής άποψης, γύρω από την οποία πλαισιώνονται οι κατά καιρούς παρουσιάσεις της.

Πριν από δύο-τρεις εβδομάδες κόλλησε στο μυαλό μου μια φράση που είχε γράψει η Μαρκουλή στη στήλη της στα Νέα του Σ/Κ, όπου μεταξύ άλλων υποστήριζε την άποψη ότι «τίποτε δεν συμβαίνει στη μουσική πραγματικά, αν δεν συμβεί στα club». Ομοίως το προηγούμενο Σάββατο σε μία παρουσίαση του David Guetta και γύρω από το  φαινομενικά  παράδοξο που θέλει έναν από τους πιο πολύτιμους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας σήμερα να είναι κατ’ ουσία μη αναγνωρίσιμος, η εν λόγω άποψη επαναδιατυπώνεται και εν μέρει θεμελιώνεται. Για όποιον τέλος πάντων έχει το κουράγιο να αφήσει για λίγο κατά μέρους τις αναλύσεις για το ασφαλιστικό, το εργασιακό και την επερχόμενη (?) πτώχευση όλων (?) μας, όλα αυτά είναι σίγουρα τροφή για απολαυστικά αχρείαστη σκέψη…

  Τη συγκεκριμένη άποψη,  πρέπει να ομολογήσω, ότι για έναν καιρό είχα ενστερνιστεί κι εγώ ως την απόλυτη αλήθεια σχετικά με τα τεκταινόμενα στο χώρο της μουσικής. Έχει και επαρκή ιστορική θεμελίωση (το rock ‘n’ roll επικράτησε κατ’ αρχήν ως «χορός της νεολαίας» και κατόπιν ως ικανό και αυτόνομο μουσικό είδος) και ασφαλώς τεράστιο έρεισμα στα όσα συμβαίνουν στο χώρο της μουσικής σήμερα.

Πάρτε για παράδειγμα τους -και επίκαιρους λόγω της επερχόμενης εμφάνισης τους στο Rockwave-, Black Eyed Peas. Από νωρίς φάνηκε ότι θα μετεξελιχθούν σε μία πολύ μεγάλη εμπορικά μπάντα. Και αυτό θα μπορούσε να γίνει και εντός των ορίων του εμπορικού hip hop, το οποίο πλέον εμφανίζει ανυπολόγιστη δυναμική. Για να μπορέσουν όμως να μετεξελιχθούν σε φαινόμενο της μουσικής βιομηχανίας χρειάστηκε πράγματι να αφομοιώσουν και να αφομοιωθούν από την μουσική κουλτούρα των club.

«Μπασταρδεύοντας» το ούτως ή άλλως αφηρημένο R&B με το οποίο ξεκίνησαν, με την ακόμη πιο αφηρημένα electro κατεύθυνση, την οποία διδάσκουν παραγωγοί του τύπου Guetta, ξέφυγαν από το επίπεδο του Nο.1 και έφτασαν να παίζουν μόνοι τους χωρίς δεύτερο να τους συναγωνίζεται.

Ομοίως για τον Jay Z, που από το μετερίζι του κατάμαυρου underground hip hop, κατέληξε να ελέγχει και να καθορίζει τη θέση της μαύρης μουσικής στα club σήμερα. Το παράδειγμα της Madonna, που κάθε τόσο ψαρεύει τους «μάγους» της ηλεκτρονικής/ χορευτικής σκηνής για να διασώσουν την παρουσία της στη μουσική βιομηχανία είναι ομοίως πειστικό.

 Ό,τι αποκαλούμε αορίστως  «club ήχο», είναι κατ’ ουσία η μετεξέλιξη της εμπορικής χορευτικής μουσικής από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και μετά, οπότε και μία σχεδόν παράλληλη έκρηξη του house σε Ευρώπη και Αμερική, καθιέρωσε το εν λόγω ιδίωμα, ως απαραίτητο επίστρωμα κάθε μουσικού είδους που είχε ως στόχο την απόλυτη εμπορική επικράτηση. Πριν από αυτό, η disco ή ακόμη και ο πρώιμος ηλεκτρονικός χορευτικός ήχος, είχε πάντα μία επαφή με την παραδοσιακή μουσική δημιουργία.
Κατόπιν εγένετο DJ CULTURE, όπως σωστά επεσήμαναν και οι Pet Shop Boys.

 Ο ήχος των club διαμορφώνεται ανά πενταετία ως αποτέλεσμα «ασκήσεων» ορισμένων παραγωγών, των οποίων η άποψη τελικά είτε επικρατεί, είτε εκτοπίζεται από τους ανταγωνιστές τους. Η ιστορία είναι γνωστή από τον Trevor Horn μέχρι τον Timbaland και από τον David Guetta μέχρι τον διάδοχο του.

Ο ρόλος των DJ δεν είναι ασφαλώς αμελητέος, ειδικά αυτών που εξελίσσονται και σε παραγωγούς, αργότερα και σε αυτόνομους δημιουργούς. Το τελικό αποτέλεσμα δεν αλλάζει όμως δραματικά, μετά την επικράτηση του μοναδικού ήχου. Οι παραγωγές του Mirwais αφ’ ης στιγμής «πιστοποιήθηκαν» από τη Madonna, έπαιξαν με τα όρια του υποσυνείδητου μας, καλουπωμένες για κάθε ανθυποMadonna φτάνοντας μέχρι την κάθε ανθυποΒανδή και καταλήγοντας μέχρι και στην ανθυπο-Έλλη Κοκκίνου, της διπλανής πόρτας.

Ο «ήχος των club» είναι όντως κάτι το απροσδιόριστα μαγικό, ασυγκράτητα ισοπεδωτικό και ικανό να μην αφήσει ασυγκίνητο ακόμη και τον πιο υποψιασμένο μουσικόφιλο. Η τελική επικράτηση δεν είναι ποτέ τυχαίο αποτέλεσμα. Αυτός που την έχει πετύχει, έχει πράγματι δουλέψει σκληρά και συνήθως διακρίνεται και από μία ξεχωριστή ευφυή έμπνευση. Δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό. Το ίδιο συνέβαινε και με το rock όταν κάποτε αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή του εμπορικού ήχου. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι pop/rock μπαλάντες του Καρβέλα και του Φοίβου που ματώνουν αιώνια τις καρδιές εφηβικών ακροατηρίων, δεν είναι παρά μια (από ανεκτή έως κάκιστη) ανατύπωση του Dream On των Aerosmith.

Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει δεκτό το αληθές ότι «τίποτε δεν συμβαίνει, αν δεν συμβεί στα club». Αν θέλουμε να οριοθετήσουμε αυτή τη φερόμενη αλήθεια θα πρέπει να αποδώσουμε το μεγαλύτερο ποσοστό της στην εμπορική καταξίωση και μέρος αυτού στην καλλιτεχνική. Η τελευταία όμως είναι –περιέργως- που φθίνει ταχύτερα από την πρώτη. Ο «ήχος των club» πρώτα χάνει την όποια πολιτισμική του διάσταση και στη συνέχεια αποχωρίζεται την εμπορικότητα, όταν θα έρθει η ώρα να υποκατασταθεί από το νέο «επίτευγμα».

Είτε η υπερβολική χρήση, είτε η εξ αρχής χρηστική διάσταση , που καθιστά το κάθε τι αναλώσιμο μέχρι εκεί που δεν πάει, έχουν σαν αποτέλεσμα να μην αργεί η στιγμή που τον ήχο των club, εκεί που δεν χορταίνεις να τον ακούς, ξαφνικά τρέχεις να τον αποφύγεις και αυτός σε κυνηγάει παντού. Και τότε είναι που όλη η παραπάνω θεωρία περί της δημιουργίας του αυτοαναιρείται εκ των έσω. Ο «ήχος των club» όσο τον ανιχνεύεις, τόσο σου αποκαλύπτεται ως ένα καθαρά βιομηχανικό εξ αρχής προϊόν, με ημερομηνία λήξης και απεχθείς παρενέργειες σε κάθε χρήση μετά από αυτήν.

Για αυτούς που πραγματικά τον ζουν σε πραγματικό χρόνο μέσα στα club ή στα μεγάλα dance events του πλανήτη (θυμάμαι το 2005 στο Exit Festival της Σερβίας, dance σκηνές με έναν DJ… και 40.000 κόσμο από κάτω και δίπλα στο Δούναβη. Εκεί πραγματικά είχες την αίσθηση ότι «συμβαίνουν τα πάντα»), όλα τα παραπάνω ελάχιστη σημασία έχουν. Όπως ουσιαστικά περνούν ανεπαίσθητες και οι αλλαγές από τον ένα ήχο στον άλλο.

Για όσους όμως ασχολούνται με τη μουσική σε διαχρονικό επίπεδο, φιλοσοφούν, φλυαρούν και ασυστόλως αναλύουν επί αυτής, έχω καταλήξει τελικά ότι η ρήση περί του σπουδαίου των όσων συμβαίνουν στον ήχο των club είναι μάλλον εσφαλμένη. Τουλάχιστον σε μεγάλο ποσοστό.

Η μουσική στην ευρείας αποδοχής μαζικότατη διάσταση της όπως αποτυπώνεται ως «αυτό που περνάει στα club» αποθεώνεται μεν, ουδόλως όμως εξελίσσεται. Πηγαίνει έτοιμη προς κατανάλωση, καταναλώνεται και την αμέσως επόμενη στιγμή πετιέται στα σκουπίδια. Ενίοτε ατιμασμένη, για να δώσουμε και μία δραματική διάσταση.
Και η ιστορία αποδεικνύει ότι από ελάχιστοι έως κανένας είναι οι παραγωγοί εκείνοι που έχουν την ικανότητα να κυριαρχήσουν επί του λαϊκού αισθητηρίου για δεύτερη φορά. Κάθε αυτοκρατορία τους πέφτει δίχως επιστροφή. Έτσι έγινε με τον Quincy Jones, έτσι με τον Trevor Horn, έτσι και με τον Timbaland γίνεται αυτό τον καιρό…

Από την άλλη αν όντως επιβεβαιώσουμε ότι τίποτε δεν συμβαίνει, αν δεν συμβεί στα club, τότε καταλήγουμε να απορρίπτουμε ή έστω να παραμερίζουμε ως  σχεδόν ασήμαντο ένα μεγάλο κομμάτι της μουσικής δημιουργίας, παραγωγής, αλλά και κατανάλωσης. Οι Libertines ποτέ δεν υπήρξαν υπόθεση των club, αλλά σίγουρα ήταν ένα μεγάλο event για τα βρετανικά μουσικά πράγματα της δεκαετίας. Το ίδιο και για ένα μεγάλο τμήμα ηλεκτρονικής & χορευτικής μουσικής που τελικά δεν βρίσκει το δρόμο προς τα club.

Η απάτη των club εύκολα διαπιστώνεται και στις προσωπικές δισκοθήκες του καθενός. Προσωπικά και ενώ καθημερινά ανατρέχω χωρίς ειρμό και λογική αιτία σε διάφορους δίσκους, που θεωρούσα ότι ποτέ δεν θα επανέλθουν προς ακρόαση, έχω επιβεβαιώσει ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ανατρέξω στο (μικρό να πω την αλήθεια) club τμήμα της δισκοθήκης μου. Τα δεκάδες νούμερα του Global Underground («βίβλος» για τα τέλη 90s – αρχές 00s), τα ανενδοίαστα εμπορικά κομμάτια των Hed Kandi, ακόμη και μία εκπληκτική σε σύλληψη και δημιουργία κυκλοφορία υπό τον τίτλο Zeitgeist 10 years in house music της Stress (με Assassins Of Sound κλπ ωραία)…. παραμένουν στα αζήτητα της δισκοθήκης. Αν τυχόν προσπαθήσεις να τα ακούσεις δεν αισθάνεσαι ότι γυρνάς με νοσταλγία πίσω (όπως σε κάθε άλλη περίπτωση επιστροφής στον ήχο του χθες), αισθάνεσαι ότι είσαι εγκλωβισμένος στο παρελθόν και δεν μπορείς να φύγεις από εκεί.

Περίεργο, αλλά έχω την αίσθηση ότι έτσι είναι: ο ηλεκτρονικός/ χορευτικός ήχος των club έχει την ικανότητα να είναι το απόλυτο σήμερα. Η απουσία του σε καθιστά πολυκαιρισμένο, σκουριασμένο και σε βάζει στην ναφθαλίνη. Όταν «γεράσει» όμως γερνάει με τον χειρότερο τρόπο… Δείτε τι έγινε στο Synch…. Οι A Place To Bury Strangers «βάρεσαν» την ροκ παραμόρφωση της τριετίας 86-89 και αισθανόσουν ότι ζεις το σήμερα! Ο μέγας (δεν αντιλέγω σε αυτό ) Laurent Garnier μας έδωσε υποδειγματικά αυτό που χορεύαμε την τριετία 93-96 (δέκα χρόνια πιο φρέσκος δηλαδή…), αλλά το όλο πράγμα φάνταζε απελπιστικά ληγμένο. Ίσως διότι τελικά είχαμε ακούσει περίσσότερο Armand Van Helden από My Bloody Valentine, παρότι επιδιώκαμε να γίνει το αντίθετο…

Αν τώρα πάμε να εξετάσουμε την επίδραση του ήχου των club στα ραδιόφωνα, τότε τα πράγματα χειροτερεύουν. Οι σκληροπυρηνικές ραδιοφωνικές λίστες με τον ήχο του σήμερα, καταλήγουν σε ισοπεδωτικά μονότονα ραδιόφωνα, που έλκουν τα μεγάλα ακροατήρια, αλλά ασφαλώς τεντώνουν τα νεύρα των έστω και ελάχιστα απαιτητικών ακροατών. Οι κάθε λογής Kiss και Groovy τάδε σταθμοί του πλανήτη…. βαράνε ακριβώς το ίδιο πράγμα , σε βάση 24/7 και καταλήγουν σε ένα αντι-ραδιοφωνικό αποτέλεσμα, ιδιαζόντως απεχθές κατά βάση.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι αντιρρήσεις, παρά προβληματισμός σε αυτό που γράφει και επαρκώς υποστηρίζει η Μαρία Μαρκουλή και τα οποία γυρνάν στο μυαλό μου απ’ όταν τα διάβασα. Και επαναλαμβάνω ότι είναι απόλυτα αισιόδοξο ότι ο μουσικός αυτός προβληματισμός ξεκίνησε από τις σελίδες μιας καθημερινής πολιτικής εφημερίδας. Και ταυτόχρονα απαισιόδοξο που τα όσα απέμειναν μουσικά περιοδικά και τα δεκάδες μουσικά portal, blogs και δεν ξέρω εγώ τι άλλο… αδυνατούν να εκκινήσουν ουσιαστικές συζητήσεις γύρω από τη μουσική, αλλά αναλώνονται στο ποιος ανακάλυψε πρώτος τη Monika… και ποιος έχει την καλύτερη άποψη για τους νέους L.C.D. Soundystem.

Οι L.C.D. Soundsystem τώρα που το θυμήθηκα «συνέβησαν» ποτέ στα club ή απλά είχαμε αυτή την αίσθηση;  (άλλη μεγάλη ιστορία η περιβόητη… indie disco το λοιπόν)...