Ακολουθήστε μας στο Google news
Προχθές το βράδυ βρεθήκαμε σε περίπου κλασσικό ποτάδικο των Εξαρχείων, που κάπως ξεφεύγει από την γενικότερη αισθητική (όχι απαραίτητα καλή ή κακή) των μπαρ της περιοχής. Οι δύο πρώτοι αποχώρησαν νωρίς αφήνοντας 30 ευρώ για δύο ποτά και δύο μπύρες. Οι υπόλοιποι έξι κληθήκαμε αρκετά ποτά αργότερα να δώσουμε από περίπου 60 ευρώ ανά δύο άτομα. Συνολικά δηλαδή δώσαμε 200 ευρώ, παρότι και πάλι το πρώτο όνομα δεν βγήκε μέχρι τις δυόμιση που αποφασίσαμε να φύγουμε. Στην σερβιτόρα που ταλαιπωρήθηκε και μας ταλαιπώρησε όλο το βράδυ, εκφράσαμε την απορία περί του αν τέλος πάντων θα κερδίσουμε κάτι που τα καταφέραμε όλα αυτά. Τίποτε σφηνάκια της καλής χαράς, κανά ποτό έξτρα από τον λεβέντη τον μπάρμαν, ξέρετε..., όχι τίποτε σημαντικό. Ο Κανελλόπουλος άλλωστε είχε ήδη κερδίσει τον θαυμασμό τους, επειδή ήπιε και πάλι έξι jack daniels. Εμείς μένοντας στα τέσσερα ποτά δεν κερδίσαμε ούτε καν αυτό.
«Α... ρε παιδιά... κρίμα» μας είπε η ίδια γκαρσόνα με ύφος ανάμεσα στην ενόχληση και στην λύπηση «αργήσατε... δέκα λεπτά... έπρεπε να μου το πείτε πριν». Α, ΟΚ, το έχουμε δει το έργο, αλλά όχι σε μπαρ, αλλού. Ξυπνάς στις έξι το πρωί. Είσαι στην εφορία οχτώ παρά και παίρνεις το χαρτάκι νούμερο 304. Την κάνεις για αλλού να τελειώσεις κάτι άλλες δουλίτσες και όταν γυρίζεις εξυπηρετούν το 406. Φυσικά και δεν σε δέχονται. Έτσι και σε τούτο το μπαρ. Πρέπει να είσαι σε εκρήγορση, να έχεις συγχρονισμό, να διαισθάνεσαι το κατάλληλο timing και να παίζεις στα δάχτυλα τους κανόνες του marketing. Τότε και μόνο τότε μπορεί και να το κερδίσεις το σφηνάκι της ευτυχίας.
Με αυτά και με αυτά μία εκ των γυναικών της παρέας πέταξε την τρομερή ιδέα να τους ζητήσουμε απόδειξη για ολόκληρο το λογαριασμό, αντί για την ταπεινή απόδειξη των 20 ευρώ που είχαν αφήσει να σκονίζεται στο τραπέζι, από την παρέα των προηγούμενων. Όπερ και εγένετο. Σαστισμένοι μας έδωσαν το χαρτάκι της χαράς και φαντάζομαι την επόμενη μέρα το αφεντικό να χτυπιέται με το τεράστιο Ζ που βάρεσε η ταμειακή. Δεν πρέπει να έχει ξαναχτυπήσει μπαρ στα Εξάρχεια τέτοια απόδειξη. Με αυτά και με αυτά δυστυχώς η σερβιτόρα δεν πήρε ούτε μισώ ευρώ πουρμπουάρ από έναν λογαριασμό 200 ευρώ. Και δεν γουστάρουμε να μη δίνουμε πουρμπουάρ. Την προηγούμενη Τετάρτη, καθώς σε άλλο μπαρ μας είχαν φερθεί εντάξει, αφήσαμε άλλον έναν λογαριασμό στην κοπέλα που έφερνε τα ποτά (6 jack και πάλι).
Πριν τρία- τέσσερα χρόνια περίπου τα ίδια στη Θεσσαλονίκη τότε, με άλλη παρέα. Κλείσαμε τελεσίδικα μία δεκαετή σχέση με ένα από τα ομοίως πιο κλασσικά μπαρ της πόλης. Χριστούγεννα και τρία άτομα (με μία γυναίκα στην παρέα, έχει σημασία αυτό) αφήσαμε ένα 200άρι για τα ποτά μας. Μετά από αυτό μας ήρθε να πιούμε και τρεις ταπεινές μπύρες για το σβήσιμο. Τριάντα ευρώ μας ζητήθηκαν εξτρά... Χτυπήσαμε πιστόλι με λαμπάκια στολισμένο και με αγιοβασιλάκια στην κάνη και δεν εμφανιστήκαμε ποτέ ξανά. Με πόνο ψυχής, διότι καθημερινά περνούσαμε και καταθέταμε στον προθεσμιακό τους λογαριασμό μέχρι τότε.
Γενικότερα έχω την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια τα μπαρ έχουν περάσει στα χέρια ανθρώπων που στην πραγματικότητα δεν ήθελαν ποτέ να έχουν ένα μπαρ. Μπορεί να γούσταραν οι άνθρωποι να ανοίξουν ένα Starbucks ή ένα Applebees και να χρεώνουν τον καφέ με τη μαύρη ζάχαρη περισσότερο από αυτόν με την κανονική. Δεν έχουν καμία υποχρέωση να με κερνάνε. Το ξέρω... Αν δεν έχω λεφτά να πληρώνω τα δέκα ποτά μου να μην πηγαίνω. Και αυτό το ξέρω... Αλλά το εθιμικό δίκαιο των μπαρ, ασφαλώς και είναι ισχυρότερο από κάθε τυπική υποχρέωση. Και πάνω σε αυτό βασίστηκαν τα εκατοντάδες τραγούδια που έχουν γραφτεί γύρω, πάνω και μέσα από τα μπαρ. Brother My Cup Is Empty έλεγε ο Nick Cave και υποδείκνυε στον μπάρμαν να το κάνει ουίσκυ το κερασμένο, γιατί δεν είχε πλέον κεφάλι για κρασί... Αν βρισκόνταν κάπου στα Εξάρχεια με τις σχάρες εξαερισμού από τη διπλανή πολυκατοικία να τον «δροσίζουν» μες στην υποψία καύσωνα... μάλλον θα τον ανάγκαζαν να ζητιανεύει στην πλατεία για να πιει το τελευταίο του ουίσκυ.
Τα παραπάνω περιστατικά είναι αληθινά και τα ονόματα των μπαρ στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου. Δεν είχα και πρόβλημα να τα αναφέρω , έτσι και αλλιώς τα πάντα είναι αληθή και μπορούν να βεβαιωθούν με πλήθος μαρτύρων, που λέμε και κάπου αλλού. Αλλά νομίζω ότι περισσότερο νόημα έχει να αναφέρουμε ότι –ευτυχώς- υπάρχουν ακόμη κάποια μπαρ που επιμένουν να διατηρούν την «τιμή» τους. Στο MG στη Μαβίλλη δεν με ξέρουν, δεν με είδαν γενικώς, διότι τον Απρίλη πήγα πρώτη φορά, άλλα κάθε φορά φεύγω ευχαριστημένος και με το κεφάλι ψηλά, ακόμη και όταν δεν έχω την τιμή να συνοδεύομαι από τον infamous στο μέρος Κανελλόπουλο. Ξέρουν όμως βάσει πείρας πόσα θα πιω, πόσα πρέπει να πληρώσω, πόσα πρέπει να με κεράσουν για να πιω και άλλο και όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που δεν σου χαλάνε, αλλά σου φτιάχνουν τη βραδιά πόσης και παρολίγον ποίησης. Στο KEY BAR στην Πραξιτέλους ομοίως. Το ποτό ρέει και δεν φοβάσαι ότι έχουν βάλει το ΑΤΜ της Eurobank ακριβώς απέναντι, επειδή δήθεν μια δυσάρεστη έκπληξη σε περιμένει στο λογαριασμό. Θα κεραστείς, θα πληρώσεις , θα ξανακεραστείς και θα φύγεις τόσο γεμάτος από ποτό, που αν έχει παράπονο πρέπει να κάνεις καμιά αιτησούλα στους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Στη Θεσσαλονίκη στο Arthouse όλο το χειμώνα τα παιδιά στο μπαρ αισθάνονταν άσχημα όταν επιμέναμε να δίνουμε περισσότερα λεφτά από αυτά που μας ζητούσαν. Και σίγουρα στο τέλος πήραν περισσότερα λεφτά από όλους τους άλλους που μας πετάγαν στα μούτρα κάτι λογαριασμούς του στυλ 78,7 ευρώ.
Όλοι αυτοί και πολλοί περισσότεροι που ξέρουν από μπαρ και που ξέρουν να εκτιμούν τον κόσμο που ξέρει να εκτιμά τα μπαρ, ελπίζουμε να ζήσουν, να μακροημερεύσουν, να γίνουν μια μέρα πλούσιοι και να είναι πάντα εκεί, για να είμαστε και εμείς εκεί, στις μπάρες τους. Οι υπόλοιποι δεν μας ενδιαφέρουν. Να πάρουν ένα franchise, να χρεώνουν το νερό της βρύσης μαζί με το ποτό, να ψάχνουν τα κέρδη τους σε παρακρατήσεις Φ.Π.Α. και σε ισολογισμούς πενταετίας, αλλά παρακαλώ πολύ, να μας αδειάσουν την γωνιά όσο πιο σύντομα γίνεται. Εναλλακτικά ας φέρουν τουλάχιστον ένα πρώτο όνομα να εμφανίζεται στα μαγαζιά τους ή έστω κοπέλες για κονσομασιόν για να τις κερνάμε εμείς τα ποτά. Διότι ως γνωστόν, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, η νύχτα όλα τα αντέχει, εκτός από τους λιγούρηδες νεόκοπους, τους τρομοκρατημένους πριν από τη σύνταξη και τους αφ’ υψηλού κυριλέδες που δεν δίνουν μία για την πάρτη των άλλων.
Τα μπαρ ανήκουν σε αυτούς που πίνουν ως γνωστόν.
Τον χειμώνα βρεθήκαμε στο πιο κλασσικό ποτάδικο της Αθήνας.
02 Αυγούστου 2010Τον χειμώνα βρεθήκαμε στο πιο κλασσικό ποτάδικο της Αθήνας. Για πολλοστή φορά. Χωρίς μουσική, χωρίς θέα, χωρίς γκόμενες, χωμένο σε μια στοά, να θυμίζει φθαρμένο μπαρ παλιού ξενοδοχείου. Ο Κανελλόπουλος ήπιε έξι- εφτά jack daniels, εγώ τέσσερις- πέντε βότκες, ο Θεοδόσης πέντε- έξι τζιν και αυτός... κ.ο.κ. Ζητήσαμε το λογαριασμό συνολικά γιατί δεν είμαστε και τίποτε Γερμανοί να μοιράζουμε την χωριάτικη σαλάτα στα τέσσερα. Κάπου 150 ευρώ μας είπαν... Αφού ρωτήσαμε τι ώρα θα βγει το πρώτο όνομα και τι ώρα η δεύτερη φίρμα, αποφασίσαμε να το παίξουμε Γερμανοί (ήταν θυμάμαι η μέρα που ακούστηκε ως υποψία μόνον... η περικοπή δώρων, επιδομάτων κλπ), ζητήσαμε το λογαριασμό κατ’ άτομο. Περιέργως η λογιστική και η συλλογιστική του ατόμου περιόρισαν τον λογαριασμό στα 120 ευρώ. Χωρίς ψαλίδια, κεράσματα κλπ. Εννοείται. Έκτοτε δεν ξαναπήγαμε...
«Α... ρε παιδιά... κρίμα» μας είπε η ίδια γκαρσόνα με ύφος ανάμεσα στην ενόχληση και στην λύπηση «αργήσατε... δέκα λεπτά... έπρεπε να μου το πείτε πριν». Α, ΟΚ, το έχουμε δει το έργο, αλλά όχι σε μπαρ, αλλού. Ξυπνάς στις έξι το πρωί. Είσαι στην εφορία οχτώ παρά και παίρνεις το χαρτάκι νούμερο 304. Την κάνεις για αλλού να τελειώσεις κάτι άλλες δουλίτσες και όταν γυρίζεις εξυπηρετούν το 406. Φυσικά και δεν σε δέχονται. Έτσι και σε τούτο το μπαρ. Πρέπει να είσαι σε εκρήγορση, να έχεις συγχρονισμό, να διαισθάνεσαι το κατάλληλο timing και να παίζεις στα δάχτυλα τους κανόνες του marketing. Τότε και μόνο τότε μπορεί και να το κερδίσεις το σφηνάκι της ευτυχίας.

Πριν τρία- τέσσερα χρόνια περίπου τα ίδια στη Θεσσαλονίκη τότε, με άλλη παρέα. Κλείσαμε τελεσίδικα μία δεκαετή σχέση με ένα από τα ομοίως πιο κλασσικά μπαρ της πόλης. Χριστούγεννα και τρία άτομα (με μία γυναίκα στην παρέα, έχει σημασία αυτό) αφήσαμε ένα 200άρι για τα ποτά μας. Μετά από αυτό μας ήρθε να πιούμε και τρεις ταπεινές μπύρες για το σβήσιμο. Τριάντα ευρώ μας ζητήθηκαν εξτρά... Χτυπήσαμε πιστόλι με λαμπάκια στολισμένο και με αγιοβασιλάκια στην κάνη και δεν εμφανιστήκαμε ποτέ ξανά. Με πόνο ψυχής, διότι καθημερινά περνούσαμε και καταθέταμε στον προθεσμιακό τους λογαριασμό μέχρι τότε.

Τα παραπάνω περιστατικά είναι αληθινά και τα ονόματα των μπαρ στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου. Δεν είχα και πρόβλημα να τα αναφέρω , έτσι και αλλιώς τα πάντα είναι αληθή και μπορούν να βεβαιωθούν με πλήθος μαρτύρων, που λέμε και κάπου αλλού. Αλλά νομίζω ότι περισσότερο νόημα έχει να αναφέρουμε ότι –ευτυχώς- υπάρχουν ακόμη κάποια μπαρ που επιμένουν να διατηρούν την «τιμή» τους. Στο MG στη Μαβίλλη δεν με ξέρουν, δεν με είδαν γενικώς, διότι τον Απρίλη πήγα πρώτη φορά, άλλα κάθε φορά φεύγω ευχαριστημένος και με το κεφάλι ψηλά, ακόμη και όταν δεν έχω την τιμή να συνοδεύομαι από τον infamous στο μέρος Κανελλόπουλο. Ξέρουν όμως βάσει πείρας πόσα θα πιω, πόσα πρέπει να πληρώσω, πόσα πρέπει να με κεράσουν για να πιω και άλλο και όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που δεν σου χαλάνε, αλλά σου φτιάχνουν τη βραδιά πόσης και παρολίγον ποίησης. Στο KEY BAR στην Πραξιτέλους ομοίως. Το ποτό ρέει και δεν φοβάσαι ότι έχουν βάλει το ΑΤΜ της Eurobank ακριβώς απέναντι, επειδή δήθεν μια δυσάρεστη έκπληξη σε περιμένει στο λογαριασμό. Θα κεραστείς, θα πληρώσεις , θα ξανακεραστείς και θα φύγεις τόσο γεμάτος από ποτό, που αν έχει παράπονο πρέπει να κάνεις καμιά αιτησούλα στους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Στη Θεσσαλονίκη στο Arthouse όλο το χειμώνα τα παιδιά στο μπαρ αισθάνονταν άσχημα όταν επιμέναμε να δίνουμε περισσότερα λεφτά από αυτά που μας ζητούσαν. Και σίγουρα στο τέλος πήραν περισσότερα λεφτά από όλους τους άλλους που μας πετάγαν στα μούτρα κάτι λογαριασμούς του στυλ 78,7 ευρώ.
Όλοι αυτοί και πολλοί περισσότεροι που ξέρουν από μπαρ και που ξέρουν να εκτιμούν τον κόσμο που ξέρει να εκτιμά τα μπαρ, ελπίζουμε να ζήσουν, να μακροημερεύσουν, να γίνουν μια μέρα πλούσιοι και να είναι πάντα εκεί, για να είμαστε και εμείς εκεί, στις μπάρες τους. Οι υπόλοιποι δεν μας ενδιαφέρουν. Να πάρουν ένα franchise, να χρεώνουν το νερό της βρύσης μαζί με το ποτό, να ψάχνουν τα κέρδη τους σε παρακρατήσεις Φ.Π.Α. και σε ισολογισμούς πενταετίας, αλλά παρακαλώ πολύ, να μας αδειάσουν την γωνιά όσο πιο σύντομα γίνεται. Εναλλακτικά ας φέρουν τουλάχιστον ένα πρώτο όνομα να εμφανίζεται στα μαγαζιά τους ή έστω κοπέλες για κονσομασιόν για να τις κερνάμε εμείς τα ποτά. Διότι ως γνωστόν, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, η νύχτα όλα τα αντέχει, εκτός από τους λιγούρηδες νεόκοπους, τους τρομοκρατημένους πριν από τη σύνταξη και τους αφ’ υψηλού κυριλέδες που δεν δίνουν μία για την πάρτη των άλλων.
Τα μπαρ ανήκουν σε αυτούς που πίνουν ως γνωστόν.