Ακολουθήστε μας στο Google news
Πιάνω θέση από τους πρώτους και φεύγω με τους τελευταίους, Οκτώβριο μήνα. Οταν πάψει να τραβιέται η κρύα μπυρίτσα, εγκαταλείπω κι εγώ το πόστο μου. Δεν με νοιάζει καν αν είναι καλή ή μέτρια ή κάτω του μετρίου η ταινία. Ζητούμενο στα θερινά είναι η φεγγαράδα και η δροσούλα, όχι το έργο. Ακόμα και για τους αγώνες του Μουντιάλ, το "Σινέ Δάφνη" με τα σουβλάκια και τα μπιφτέκια του αποδείχθηκε ιδανικό καταφύγιο.
Στην αρχή της σεζόν, χρειάζεται κάτι θερμό και τρυφερό, για καλωσόρισμα στο καλοκαίρι. Ας πούμε, μια κομεντί από το παλιό Χόλιγουντ. Η "Πρώτη Σελίδα" έπαιξε θαυμάσια αυτό το ρόλο φέτος. Τζακ Λέμον και Ουόλτερ Ματάου, σαν τους γέρους του "Μάπετ Σόου". Ντυμένοι δημοσιογράφοι. Σκέφτεστε τίποτε καλύτερο;
Οταν μπαίνει το φθινόπωρο, όμως, η διάθεση απαιτεί κάτι παγερό, σαν κόκκινο ξεθωριασμένο χαλί για το χειμώνα που πλησιάζει. Σαν τον "Κυνόδοντα", που είδαμε το βράδυ της Κυριακής στο θαυμάσιο "Σινέ Παλλήνη", μαζί με άλλους 15 κουκουλωμένους στα ορεινά του κινηματογράφου θεατές.
Είναι η ταινία που προτάθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην προεπιλογή για τα βραβεία Οσκαρ του 2010. Την παρακολούθησα και ακόμα προσπαθώ να συνέλθω.
Το σενάριο είναι εφιαλτικό: πατέρας-τέρας και μητέρα-ρομπότ κρατούν τα 3 παιδιά τους έγκλειστα εκ γενετής και διά βίου σε μια βίλα, κλεισμένα στο κλουβί μιας μασκαρεμένης, εικονικής πραγματικότητας χωρίς την παραμικρή επαφή με τον έξω κόσμο.
Στο σκληρό πυρήνα αυτής της παραμορφωμένης οικογένειας που ζει με ψεύτικες απειλές, τεχνητή νοημοσύνη και στρεβλά ερεθίσματα, μετέχει ξενόφερτη μόνο μια κοπέλα που καλείται από τον πατέρα για να ικανοποιεί τις σωματικές ορμές του υιού. Είναι αυτή που κάποια στιγμή ανοίγει την κερκόπορτα για το κολαστήριο, όταν ζητάει σεξουαλικές χάρες από τις δύο κόρες.
Οι σκηνές σεξ και βίας σοκάρουν, αλλά όχι τόσο όσο η συναισθηματική διαστροφή και η ψυχρή ματιά της κάμερας. Περισσότερο κι από την αιμομιξία, σκανδαλίζει η πνευματική και ψυχική αποστείρωση. Στο τέλος, κυριαρχεί το απόλυτο κενό, σαν αυτό που αφήνει πίσω του ο κυνόδοντας όταν αφαιρείται βίαια από τη θέση του. Το αίμα έχει γεύση δηλητηρίου.
Συγχωρήστε μου την επιτήδευση, αλλά μου τη μετέδωσε η ίδια η ταινία. Το ελληνικό σινεμά πάσχει εδώ και δεκαετίες από την επέλαση του "δήθεν" και δυσκολεύεται να την αποτινάξει ακόμα και στις καλύτερες στιγμές του. Είναι μία από αυτές ο "Κυνόδοντας" του Γιώργου Λάνθιμου; Η κριτική την αποθεώνει σχεδόν σύσσωμη, ενώ οι θεατές διχάζονται, όπως διχάζονται στις ταινίες του Λαρς φον Τρίερ ή του Μίχαελ Χάνεκε.
Οι οποίες, μολονότι αξιόλογες, συχνά δεν βλέπονται.
Πού τελειώνει η "shock value" και πού αρχίζει η αλληγορία; Πού τελειώνει η αλληγορία και πού αρχίζει η επιτήδευση; Τι πειράζει αν μερικά από τα κρυμμένα μηνύματα σερβίρονται αμάσητα ενώ άλλα περνούν απαρατήρητα ώσπου εισβάλλουν υποδόρια στο κορμί και στο μυαλό την επόμενη ή μεθεπόμενη μέρα;
Αν μη τι άλλο, ο "Κυνόδοντας" ξυπνά τους υπνωτισμένους αισθητήρες και προσπαθεί να καταδείξει πού βρίσκονται τα ακραία σύνορα μιας αποχαυνωμένης κοινωνίας. Εστω και κάτω από το οκτωβριάτικο φεγγάρι ενός ξεχασμένου στον Αύγουστο θερινού κινηματογράφου.
Ο Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου
05 Οκτωβρίου 2010Είμαι από εκείνους τους παράξενους που στα τέλη Απριλίου κιόλας κοιτάζουν τη σελίδα με τους κινηματογράφους στην εφημερίδα για να δουν αν άνοιξε νωρίς ο "Ζέφυρος" ή κάποιο από τα υπόλοιπα επίμονα θερινά σινεμαδάκια της Αθήνας.Πιάνω θέση από τους πρώτους και φεύγω με τους τελευταίους, Οκτώβριο μήνα. Οταν πάψει να τραβιέται η κρύα μπυρίτσα, εγκαταλείπω κι εγώ το πόστο μου. Δεν με νοιάζει καν αν είναι καλή ή μέτρια ή κάτω του μετρίου η ταινία. Ζητούμενο στα θερινά είναι η φεγγαράδα και η δροσούλα, όχι το έργο. Ακόμα και για τους αγώνες του Μουντιάλ, το "Σινέ Δάφνη" με τα σουβλάκια και τα μπιφτέκια του αποδείχθηκε ιδανικό καταφύγιο.
Στην αρχή της σεζόν, χρειάζεται κάτι θερμό και τρυφερό, για καλωσόρισμα στο καλοκαίρι. Ας πούμε, μια κομεντί από το παλιό Χόλιγουντ. Η "Πρώτη Σελίδα" έπαιξε θαυμάσια αυτό το ρόλο φέτος. Τζακ Λέμον και Ουόλτερ Ματάου, σαν τους γέρους του "Μάπετ Σόου". Ντυμένοι δημοσιογράφοι. Σκέφτεστε τίποτε καλύτερο;

Είναι η ταινία που προτάθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην προεπιλογή για τα βραβεία Οσκαρ του 2010. Την παρακολούθησα και ακόμα προσπαθώ να συνέλθω.
Το σενάριο είναι εφιαλτικό: πατέρας-τέρας και μητέρα-ρομπότ κρατούν τα 3 παιδιά τους έγκλειστα εκ γενετής και διά βίου σε μια βίλα, κλεισμένα στο κλουβί μιας μασκαρεμένης, εικονικής πραγματικότητας χωρίς την παραμικρή επαφή με τον έξω κόσμο.
Στο σκληρό πυρήνα αυτής της παραμορφωμένης οικογένειας που ζει με ψεύτικες απειλές, τεχνητή νοημοσύνη και στρεβλά ερεθίσματα, μετέχει ξενόφερτη μόνο μια κοπέλα που καλείται από τον πατέρα για να ικανοποιεί τις σωματικές ορμές του υιού. Είναι αυτή που κάποια στιγμή ανοίγει την κερκόπορτα για το κολαστήριο, όταν ζητάει σεξουαλικές χάρες από τις δύο κόρες.

Συγχωρήστε μου την επιτήδευση, αλλά μου τη μετέδωσε η ίδια η ταινία. Το ελληνικό σινεμά πάσχει εδώ και δεκαετίες από την επέλαση του "δήθεν" και δυσκολεύεται να την αποτινάξει ακόμα και στις καλύτερες στιγμές του. Είναι μία από αυτές ο "Κυνόδοντας" του Γιώργου Λάνθιμου; Η κριτική την αποθεώνει σχεδόν σύσσωμη, ενώ οι θεατές διχάζονται, όπως διχάζονται στις ταινίες του Λαρς φον Τρίερ ή του Μίχαελ Χάνεκε.
Οι οποίες, μολονότι αξιόλογες, συχνά δεν βλέπονται.

Αν μη τι άλλο, ο "Κυνόδοντας" ξυπνά τους υπνωτισμένους αισθητήρες και προσπαθεί να καταδείξει πού βρίσκονται τα ακραία σύνορα μιας αποχαυνωμένης κοινωνίας. Εστω και κάτω από το οκτωβριάτικο φεγγάρι ενός ξεχασμένου στον Αύγουστο θερινού κινηματογράφου.