Ακολουθήστε μας στο Google news
(Αναδημοσίευση από την Ελευθεροτυπία)
Η περφόρμανς δρόμου είναι μία παλιά ιστορία και κανείς δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ότι ανακάλυψε τη νέα Αμερική της καλλιτεχνικής έκφρασης.
«Ζήλεψα το θέατρο δρόμου, τη street art ή τις πόρνες;» αναρωτιέται ο Βαγγέλης Μπέκας μ' ενα χαμόγελο, που δεν είναι προεκλογικό
Ομως, κάθε φορά είναι καινούργια και ανεπανάληπτη, γιατί υποστηρίζεται από το ζωντανό σώμα του περφόρμερ, είτε συγγραφέας είναι είτε καλλιτέχνης είτε ηθοποιός. Κι ένας περφόρμερ ποτέ δεν είναι καθημερινά ο ίδιος. Ετσι, το θέαμα δρόμου δεν γίνεται ποτέ ένας κλειστός καλλιτεχνικός κόσμος, αλλά είναι, πάντα, ανοιχτό σε νέες δυναμικές αναγνώσεις.
Ο Βαγγέλης Μπέκας ανήκει σ' αυτούς, που τους αρέσει ο δρόμος, χωρίς να λέει «όχι» στον παραδοσιακό εκδότη: μόλις πέρσι τύπωσε το πρώτο μυθιστόρημά του, το μελλοντολογικό «Το 13ο υπόγειο» («Μπαρτζουλιάνος»).
Το περασμένο Σάββατο προτίμησε, όμως, να βγει στους δρόμους, όπου μοίρασε σε περαστικούς της Αθήνας το διήγημά του «Το μεγαλύτερο έγκλημα». Εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, αναφέρεται στη ζωή ενός συγγραφέα, ο οποίος παρατάει το συγγραφιλίκι, βάφει το πρόσωπό του λευκό, φοράει κελεμπία και βγαίνει στην οδού Ερμού, για να ζητιανέψει.
«Θέλετε, ζήλεψα το θέατρο δρόμου, τη street art ή τις πόρνες; Μου έγινε έμμονη ιδέα πως πρέπει και η πεζογραφία να κάνει μία βόλτα απ' τον δρόμο, έστω απ' το πεζοδρόμιο, βρε αδερφέ. Συχνά πυκνά κατηγορούν εμάς τους πεζογράφους ότι κλεινόμαστε στον γυάλινο πύργο μας. Αυτό δεν αντέχεται. Δεν είναι εποχές για γυάλινους πύργους. Καλό το Ιντερνετ, αλλά δεν αρκεί», περιγράφει τη γέννηση της ιδέας «Διήγημα Δρόμου».
Το διήγημα είναι τυπωμένο και από τις πλευρές ενός φύλλου Α4, για να μπορεί, όπως μας εξηγεί, «να διαβαστεί στην καφετέρια, στο παγκάκι, στο μετρό. Μόνο οι free press θα έχουν την τιμητική τους; Το θέμα διηγήματος θα πρέπει σίγουρα να είναι θέμα του δρόμου».
Η δική του χειρονομία έχει έναν συμβολικό χαρακτήρα, αφού εναντιώνεται στη λογική της αγοράς και της κατανάλωσης: «Στον δρόμο, όπου βρεθείς και σταθείς, μοιράζουν διαφημιστικά φυλλάδια. Η προπαγάνδα του εμπορίου κυριαρχεί. Και η πεζογραφία κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, παρόλο που έχει τόσο πολλά κοινά με το πεζοδρόμιο. Πεζό-δρόμιο. Πεζό-γράφος. Χε, χε...», λέει. Η σαββατιάτικη εμπειρία του δεν θα πάει στα αζήτητα. Το «Διήγημα Δρόμου» μοιράστηκε σε περαστικούς, έξω από τα βιβλιοπωλεία, έξω από καφετέριες και μέσα σε καφετέριες, σε δρομάκια, σε στενά, σε δρόμους, πάντως όχι σε λεωφόρους. «Κάποιοι νόμισαν ότι ήμουν υποψήφιος στις επικείμενες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές», περιγράφει. «Μερικοί δεν γύρισαν ούτε να με κοιτάξουν».
Η καλή υποδοχή ήρθε στους αναμενόμενους χώρους: «Σε κουλτουριάρικες καφετέριες, στις οποίες πολλοί από τους θαμώνες έχουν κοινό προσανατολισμό με σένα, με αποδέχονταν. Αλλά και έξω από τα βιβλιοπωλεία, που, είναι, αυτονόητα, πέρασμα βιβλιόφιλων».
Ο Βαγγέλης Μπέκας γεννήθηκε πριν από τριάντα τρία χρόνια, στην Πρέβεζα. «Η πρώτη μου δουλειά ήταν να πηγαίνω παραγγελίες λουλουδιών σε σπίτια με ωραίες κυρίες», θυμάται με αυτοειρωνεία. Εν τούτοις, δεν παρέμεινε παιδί για όλες τις δουλειές. Γι' αυτό δεν είπε όχι στις σπουδές: μηχανικός παραγωγής και διοίκησης στο Πολυτεχνείο Κρήτης, κι αμέσως μετά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η περφόρμανς δρόμου είναι μία παλιά ιστορία και κανείς δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ότι ανακάλυψε τη νέα Αμερική της καλλιτεχνικής έκφρασης.
08 Οκτωβρίου 2010Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ(Αναδημοσίευση από την Ελευθεροτυπία)
Η περφόρμανς δρόμου είναι μία παλιά ιστορία και κανείς δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ότι ανακάλυψε τη νέα Αμερική της καλλιτεχνικής έκφρασης.
«Ζήλεψα το θέατρο δρόμου, τη street art ή τις πόρνες;» αναρωτιέται ο Βαγγέλης Μπέκας μ' ενα χαμόγελο, που δεν είναι προεκλογικό
Ομως, κάθε φορά είναι καινούργια και ανεπανάληπτη, γιατί υποστηρίζεται από το ζωντανό σώμα του περφόρμερ, είτε συγγραφέας είναι είτε καλλιτέχνης είτε ηθοποιός. Κι ένας περφόρμερ ποτέ δεν είναι καθημερινά ο ίδιος. Ετσι, το θέαμα δρόμου δεν γίνεται ποτέ ένας κλειστός καλλιτεχνικός κόσμος, αλλά είναι, πάντα, ανοιχτό σε νέες δυναμικές αναγνώσεις.
Ο Βαγγέλης Μπέκας ανήκει σ' αυτούς, που τους αρέσει ο δρόμος, χωρίς να λέει «όχι» στον παραδοσιακό εκδότη: μόλις πέρσι τύπωσε το πρώτο μυθιστόρημά του, το μελλοντολογικό «Το 13ο υπόγειο» («Μπαρτζουλιάνος»).
Το περασμένο Σάββατο προτίμησε, όμως, να βγει στους δρόμους, όπου μοίρασε σε περαστικούς της Αθήνας το διήγημά του «Το μεγαλύτερο έγκλημα». Εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, αναφέρεται στη ζωή ενός συγγραφέα, ο οποίος παρατάει το συγγραφιλίκι, βάφει το πρόσωπό του λευκό, φοράει κελεμπία και βγαίνει στην οδού Ερμού, για να ζητιανέψει.
«Θέλετε, ζήλεψα το θέατρο δρόμου, τη street art ή τις πόρνες; Μου έγινε έμμονη ιδέα πως πρέπει και η πεζογραφία να κάνει μία βόλτα απ' τον δρόμο, έστω απ' το πεζοδρόμιο, βρε αδερφέ. Συχνά πυκνά κατηγορούν εμάς τους πεζογράφους ότι κλεινόμαστε στον γυάλινο πύργο μας. Αυτό δεν αντέχεται. Δεν είναι εποχές για γυάλινους πύργους. Καλό το Ιντερνετ, αλλά δεν αρκεί», περιγράφει τη γέννηση της ιδέας «Διήγημα Δρόμου».
Το διήγημα είναι τυπωμένο και από τις πλευρές ενός φύλλου Α4, για να μπορεί, όπως μας εξηγεί, «να διαβαστεί στην καφετέρια, στο παγκάκι, στο μετρό. Μόνο οι free press θα έχουν την τιμητική τους; Το θέμα διηγήματος θα πρέπει σίγουρα να είναι θέμα του δρόμου».
Η δική του χειρονομία έχει έναν συμβολικό χαρακτήρα, αφού εναντιώνεται στη λογική της αγοράς και της κατανάλωσης: «Στον δρόμο, όπου βρεθείς και σταθείς, μοιράζουν διαφημιστικά φυλλάδια. Η προπαγάνδα του εμπορίου κυριαρχεί. Και η πεζογραφία κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, παρόλο που έχει τόσο πολλά κοινά με το πεζοδρόμιο. Πεζό-δρόμιο. Πεζό-γράφος. Χε, χε...», λέει. Η σαββατιάτικη εμπειρία του δεν θα πάει στα αζήτητα. Το «Διήγημα Δρόμου» μοιράστηκε σε περαστικούς, έξω από τα βιβλιοπωλεία, έξω από καφετέριες και μέσα σε καφετέριες, σε δρομάκια, σε στενά, σε δρόμους, πάντως όχι σε λεωφόρους. «Κάποιοι νόμισαν ότι ήμουν υποψήφιος στις επικείμενες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές», περιγράφει. «Μερικοί δεν γύρισαν ούτε να με κοιτάξουν».
Η καλή υποδοχή ήρθε στους αναμενόμενους χώρους: «Σε κουλτουριάρικες καφετέριες, στις οποίες πολλοί από τους θαμώνες έχουν κοινό προσανατολισμό με σένα, με αποδέχονταν. Αλλά και έξω από τα βιβλιοπωλεία, που, είναι, αυτονόητα, πέρασμα βιβλιόφιλων».
Ο Βαγγέλης Μπέκας γεννήθηκε πριν από τριάντα τρία χρόνια, στην Πρέβεζα. «Η πρώτη μου δουλειά ήταν να πηγαίνω παραγγελίες λουλουδιών σε σπίτια με ωραίες κυρίες», θυμάται με αυτοειρωνεία. Εν τούτοις, δεν παρέμεινε παιδί για όλες τις δουλειές. Γι' αυτό δεν είπε όχι στις σπουδές: μηχανικός παραγωγής και διοίκησης στο Πολυτεχνείο Κρήτης, κι αμέσως μετά μέσα μαζικής ενημέρωσης.