Αντώνης Σουσάμογλου, «από ρομαντικά αναρχική καταλήγει νεοφιλελεύθερη»

Αντώνης Σουσάμογλου, «από ρομαντικά αναρχική καταλήγει νεοφιλελεύθερη»
Ακολουθήστε μας στο Google news

Μία απάντηση για την ποσόστωση στο ελληνικό τραγούδι, από έναν άνθρωπο της μουσικής.

08 Απριλίου 2024

Ο Αντώνης Σουσάμογλου, ένας εξάρχων βιολιστής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, που μόλις κυκλοφόρησε το άλμπουμ του «Πρόσωπα Φωτισμένα Από Λάπτοπ» (Panik Oxygen) (με τραγούδια που ερμηνεύουν ο Θοδωρής Βουτσικάκης, ο Απόστολος Κίτσος, ο Πάνος Μουζουράκης, ο Φώτης Σιώτας και ο ίδιος ο δημιουργός) απαντά στην ερώτησή μας για την ποσόστωση του ελληνικού τραγουδιού, για το νομοσχέδιο που πήγε να περάσει το Υπουργείο Πολιτισμού (και το οποίο νομοσχέδιο αγνοείται το τελευταίο διάστημα).

Χρειάζεται ποσόστωση ώστε να παίζεται περισσότερο το ελληνικό τραγούδι;

Όταν άκουσα για πρώτη φορά για το νομοσχέδιο ήμουν κι εγώ πολύ επιφυλακτικός. Το ερώτημα όμως που πρέπει να απαντήσουμε καταρχάς είναι το αν θεωρούμε πως οι Έλληνες δημιουργοί χρειάζονται τη μέριμνα του κράτους. Μετά, μπορούμε να συζητήσουμε για τον τρόπο και τις λεπτομέρειες. Κυκλοφορεί μια ιδέα κάπως εννοώ καλών προθέσεων, πως η μουσική δημιουργία είναι κάτι ελεύθερο και αέρινο, που δεν υπόκειται σε κανένα πλαίσιο και περιορισμούς και φυσικά όχι σε πολιτιστική πολιτική. Η κατάληξη αυτής της συλλογιστικής τελικά καταλήγει μια εντελώς νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα. Η μουσική δημιουργία είναι κι αυτή ένα επάγγελμα και δεν υπάρχει περίπτωση οι Έλληνες δημιουργοί να συναγωνιστούν το μάρκετινγκ των δισκογραφικών κολοσσών του εξωτερικού.
Αν μου επιτρέπετε μια αναλογία, η ιδέα πως στη δημόσια σφαίρα θα υπάρχει ένα μικρό πλαίσιο προστασίας της ελληνικής δημιουργίας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, μοιάζει με την ιδέα πως το κράτος βάζει κανόνες στην ανοικοδόμηση και προστατεύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών οικισμών και δεν επιτρέπει στον καθένα να χτίσει ό,τι θέλει, όπου θέλει. Εκεί αποδεχόμαστε πως υπάρχει μια φυσιογνωμία του τόπου που θέλουμε να διατηρήσουμε.
Βρίσκω κάποια σημεία του νομοσχεδίου προβληματικά, όπως για παράδειγμα στο ότι αναφέρεται αποκλειστικά στο ελληνόφωνο τραγούδι, αφήνοντας απ’ έξω τόσο τις οργανικές συνθέσεις όσο και την ξενόγλωσση ελληνική παραγωγή. Θεωρώ επίσης πως πρέπει να συζητηθεί εκ νέου όλο το εδάφιο που αναφέρεται στις κινηματογραφικές παραγωγές. Όλα αυτά όμως είναι μια επί μέρους συζήτηση.
Σαφώς και το νομοσχέδιο δεν είναι ιδανικό και φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει νόμος για το καλό και το κακό γούστο. Στη βάση του πρέπει να το δούμε για αυτό που στοχεύει, δηλαδή στο να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο για τη στήριξη των δημιουργών μέσα από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. Σε μια εποχή που η δισκογραφία γίνεται εντελώς Δονκιχωτικά, ας αποτελέσει αυτό το νομοσχέδιο ένα ελάχιστο κίνητρο.