Πήγαμε, είδαμε Neil Young, Yusuf / Cat Stevens και Van Morrison στο Λονδίνο

Πήγαμε, είδαμε Neil Young, Yusuf / Cat Stevens και Van Morrison στο Λονδίνο
Ακολουθήστε μας στο Google news

Τρεις θρύλοι. 234 χρόνια ζωής. Μηδέν ίχνη κόπωσης.

16 Ιουλίου 2025

Του Τάσου Παπαϊωάννου

Please keep on moving and rocking in a free world… Η φωνή από τα μεγάφωνα επαναλαμβανόταν έξω από το Hyde Park, την ώρα που η ουρά – με άρωμα αντηλιακού, αναμονής και νοσταλγίας – ξεδιπλωνόταν σαν πεισματάρα σερπαντίνα. Ήταν νωρίς το απόγευμα· ο ήλιος επέμενε ανελέητος, ψήνοντας το Λονδίνο με μεσογειακές διαθέσεις κι ο κόσμος προσπαθούσε να βρει σκιά ανάμεσα σε κορμιά, κάγκελα και δέντρα.

Ήταν μια τελετουργική είσοδος σε κάτι που έμοιαζε με μουσικό μυστήριο. Και ναι — μπορεί όταν πρωτοανακοινώθηκε το line-up να θύμισε προσφορά σούπερ μάρκετ τύπου «3 σε 1: τώρα και με θρύλους!», αλλά ήταν από εκείνες τις προσφορές που απλώς… δεν μπορείς να αγνοήσεις. Γιατί όταν σου σερβίρουν Van Morrison, Cat Stevens και Neil Young στην ίδια σκηνή, δεν το σκέφτεσαι δεύτερη φορά. Πάνω από 55.000 άνθρωποι το κατάλαβαν και βρέθηκαν εκεί. Όχι απλώς για ένα φεστιβάλ, αλλά για μια υπενθύμιση: ότι μερικά πράγματα —ευτυχώς— δεν γερνούν ποτέ.

Van Morrison (79), Yusuf / Cat Stevens (76), Neil Young (79). Τρεις φωνές, τρεις ζωές, 234 χρόνια ψυχής. Και μια rock n’ roll εξίσωση που δεν καταλήγει στη φθορά, αλλά στην αντοχή. Μια άθροιση όπου η ηλικία είναι απλώς αριθμός – και η ψυχή κάνει όλη τη δουλειά. Κι αυτό το ζεστό απόγευμα στο Hyde Park, δεν υπήρχε τίποτα κουρασμένο. Ήταν τρεις άνθρωποι που κουβαλούσαν μόνο δεκαετίες και αλήθειες. Κι όταν οι αριθμοί αθροίζονται σωστά, δεν δείχνουν φθορά. Δείχνουν ιστορία – που, καμιά φορά, βρίσκει καταφύγιο ακόμα και στα πιο κουρασμένα γόνατα.

Λίγο πριν τις 5, λοιπόν, και χωρίς πολλές φανφάρες, χωρίς εισαγωγές, σχεδόν αθόρυβα, ο Van Morrison ανέβηκε στη σκηνή. Μπλε πουκάμισο, καπέλο, γυαλιά· λιγομίλητος, στιβαρός, χωρίς καμία περιττή κίνηση. Σχεδόν αινιγματικός, έπιασε το μικρόφωνο — το “Into the Mystic” ξεκίνησε και ο χρόνος σταμάτησε.
Η φωνή του, βραχνή σαν μνήμη, καθαρή σαν εξομολόγηση, απλώθηκε στο πάρκο. Και κάπως έτσι, βρεθήκαμε μέσα στην soul παλέτα του. Και εκεί δεν υπήρχε σόου, υπήρχε μόνο ουσία. Η μπάντα του σε άριστη φόρμα, με τα δεύτερα φωνητικά να ξεχωρίζουν: καθαρά, τοποθετημένα με ακρίβεια και ενορχηστρωμένα έτσι ώστε να ενισχύουν τον φωνητικό όγκο χωρίς να ανταγωνίζονται την πρωτογενή φωνή του Van. Ήταν ένας διάλογος, όχι συνοδεία. Ο Morrison δεν ήταν απλώς συγκεντρωμένος· φαινόταν να απολαμβάνει κάθε στιγμή επί σκηνής. Όταν παρουσίασε το συγκρότημά του, ξέσπασε σε αυθόρμητο γέλιο — μια σπάνια στιγμή ελαφρότητας που αποκάλυπτε τον καλλιτέχνη πίσω από τον μύθο· έναν μουσικό που ακόμα βρίσκει χαρά στη σύνδεση με το κοινό και τους συνεργάτες του.
Όταν βούτηξε στο «Summertime in England» — μια εκπληκτική εκτέλεση από το Common One του 1980 — η μουσική απογειώθηκε, παρασύροντας το κοινό σε ένα ταξίδι πέρα από χρόνο και τόπο. Η ατμόσφαιρα γέμισε ένταση και μυστήριο, σαν να άνοιγε μια πόρτα σε μια άλλη διάσταση, εκεί όπου η μουσική γίνεται εμπειρία.
Η κορύφωση ήρθε με το επτάλεπτο, οργιαστικό «Gloria». Ο Morrison αποχώρησε, αφήνοντας τη σκηνή στη μπάντα και τα δεύτερα φωνητικά, που ολοκλήρωσαν το μουσικό αφήγημα με έναν τρόπο που δεν χρειάζεται λόγια. Εκεί καταλάβαινες ότι η μαγεία δεν κρύβεται μόνο στη φωνή ή στις νότες — αλλά στο συλλογικό συναίσθημα που δημιουργείται τη στιγμή εκείνη, στην κοινή ανάσα του κοινού και των μουσικών.
Μπροστά μας, μια σκηνή ποτισμένη με blues και soul, όπου η εσωτερική φωτιά έκαιγε σιωπηλά, μα ασυγκράτητα. Χωρίς κραυγαλέα φινάλε ή υπερβολές, μόνο μια μουσική σύνθεση χτισμένη με ακρίβεια, συγκέντρωση και υπνωτική σταθερότητα — μια εμπειρία που σε κρατάει κολλημένο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.

Κι έτσι, όσο το φως έγερνε ανεπαίσθητα προς το απόγευμα, καταλάβαινες πως κάτι στην ατμόσφαιρα είχε αλλάξει: η σκηνή ήταν πλέον έτοιμη για τον Yusuf. Όχι για να ανεβάσει την ένταση, αλλά για να πάει αλλού το συναίσθημα. Πιο βαθιά. Πιο ήσυχα. Πιο ανθρώπινα.
Ήταν 6:30 λοιπόν όταν στη σκηνή εμφανίστηκε ο Yusuf IslamCat Stevens, αν προτιμάτε), κουβαλώντας κάτι από μοναχό που πέρασε χρόνια στο βουνό και κατέβηκε μόνο για να μας ψιθυρίσει αλήθειες. Ξεκίνησε με το “The Wind” κι από την αρχή έγινε ξεκάθαρο: αυτό το σετ δεν ήταν απλώς μουσική. Ήταν λόγος. Ήταν θέση.
Με πιο γαλήνιο και λυρικό τόνο, και μια σοφία σχεδόν πατρική, ο Yusuf μάς οδήγησε βαθύτερα στον κόσμο του. Αφιέρωσε το “Midday (Avoid City After Dark)” — από το άλμπουμ του 2006 An Other Cup — ως έναν χαιρετισμό προς τον Morrison, πριν μεταβεί στο “The Little Ones”, αφιερωμένο στα παιδιά-θύματα της σφαγής της Σρεμπρένιτσα, πριν από 30 χρόνια, αλλά και σε όσους εξακολουθούν να υποφέρουν από τις σφαγές που δεν έχουν τέλος.
Η υποστήριξη για την Παλαιστίνη έγινε ξεκάθαρη, όταν είπε με βαρύτητα: “Ο αριθμός των αθώων παιδιών που σφαγιάζονται είναι απερίγραπτος.” Πρόσθεσε επίσης πως “δικτάτορες” υπάρχουν και πιο κοντά στην πατρίδα του, υπενθυμίζοντας: “Μπορεί να πιστεύετε ότι ζούμε σε μια ελεύθερη κοινωνία, αλλά και δικτάτορες είναι εδώ.”
Με μια στιγμιαία ρωγμή στην ήρεμη συμπεριφορά του, κατέληξε: “Δεν είμαστε ελεύθεροι, μέχρι να απελευθερωθούμε από τη στρατιωτική βιομηχανία και από εκείνους που βγάζουν χρήματα από πολέμους και μίσος.”
Και όταν ήρθε το “Father and Son” ήρθε σα μια στιγμή που πάγωσε τον χρόνο και έσπασε κάθε άμυνα — όχι με δύναμη, αλλά με ομορφιά. Και το πάρκο σώπασε, όχι από ευγένεια, αλλά από βαθιά συγκίνηση.
Η σιωπή που επικράτησε στο Hyde Park ήταν σχεδόν τελετουργική — μια στιγμή συναισθηματικής ισορροπίας, εκεί όπου τελειώνει η αθωότητα και αρχίζει η μνήμη.
Το φινάλε με το “Peace Train” ήρθε σαν υπόσχεση για έναν κόσμο που δεν έχει έρθει ακόμη — αλλά εμείς επιμένουμε να τον περιμένουμε. Και όταν η τελευταία νότα από το “Peace Train” έσβησε στο Hyde Park, το κοινό έμοιαζε να προσπαθεί να χωνέψει την εμπειρία που μόλις είχε ζήσει. Δεν ήταν απλώς μια συναυλία — ήταν ένα απρόβλεπτο ταξίδι, μια γιορτή που ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Και η σιωπή μετά τον Yusuf δεν ήταν απλώς παύση, αλλά μια προετοιμασία ψυχής· μια ανασύνταξη πριν από την καταιγίδα που θα ερχόταν θορυβώδης, αδυσώπητη — αλλά και καθαρτική.

Ακριβώς 8:30 και ο Neil Young, λίγο πριν τα 80 του, με το τζιν και το t-shirt, κουβαλάει εκτός από τη Gibson και τη σκηνική παρουσία κάποιου που πάντα προσπαθεί να κρυφτεί — αλλά δεν του επιτρέπεται. Το κοινό δεν του το επιτρέπει. Η πρώτη νότα από την κιθάρα του ακούστηκε σαν χτύπημα καμπάνας. Δύο ώρες μετά, κανείς δεν ήθελε να χτυπήσει το κουδούνι της εξόδου.
Η μπάντα του, οι Chrome Hearts — ένα μείγμα νεότητας και εμπειρίας — κινήθηκε με εκρηκτική άνεση. Το μπάσο του Corey McCormick, τα ντραμς του Anthony LoGerfo και η δεύτερη κιθάρα του Micah Nelson έδεσαν σφιχτά με την ενέργεια και το ένστικτο του Neil, χτίζοντας έναν κύκλο γύρω του και μαζί έναν ήχο ωμό, γεμάτο σάρκα και ηλεκτρισμό.
Μαζί τους και ο Spooner Oldham — 82 ετών — που καθόταν στο όργανο σα να μην είχε περάσει ούτε λεπτό από τις μέρες του στα Muscle Shoals. Ο ίδιος ο Neil, άλλοτε θορυβώδης (“Cowgirl in the Sand”, “When You Dance I Can Really Love”, “Cinnamon Girl”), άλλοτε τρυφερός (“The Needle and the Damage Done”, “Harvest Moon”), δεν έπαιζε απλώς μουσική. Μιλούσε με κάθε ακόρντο.
Για πρώτη φορά σε αυτή την περιοδεία — καθισμένος στο πιάνο — παίζει ένα στοιχειωτικό «After the Gold Rush», αλλάζοντας φυσικά τους στίχους σε «Mother Nature’s on the run in the 21st century», φτιάχνοντας μια υπέροχη, σχεδόν κινηματογραφική στιγμή: σταματάει στη μέση του τραγουδιού απλώς για να ακούσει το πλήθος του Hyde Park να του τραγουδά τους στίχους.
Βέβαια, ο Young θέλει το σετ του βαρύ και ωμό, γιατί πολύ απλά προτιμά να σταθεί όρθιος και να ουρλιάξει μέσα από το “Fuckin’ Up” και ένα τρομακτικό «Hey Hey, My My (Into the Black)».
«Τι κόσμο έχουμε, παιδιά…», αναρωτήθηκε ο Neil Young πριν ξεκινήσει το «Throw Your Hatred Down». Ήσυχα, σχεδόν ψιθυριστά, αλλά με μια βαθιά αλήθεια που δεν μπορούσε να κρυφτεί — ο πόνος και η απογοήτευση ήταν φανερά στα λόγια του.
Και όταν ακούστηκε το «Keep on Rockin’ in the Free World», το Hyde Park σηκώθηκε ολόκληρο στον αέρα. Δεν ήταν απλά ένα τραγούδι· ήταν ένας ύμνος, ένα σύνθημα που δέσποζε στον αέρα. Το κοινό ανταποκρίθηκε με υψωμένες γροθιές, μάτια βουρκωμένα και φωνές ελεύθερες που ξεχείλιζαν.
Η στιγμή ξεπέρασε την απλή μουσική εμπειρία — έγινε διακήρυξη. Μια απαίτηση για έναν καλύτερο κόσμο, μια κραυγή από τα 55.000 στόματα που συγκεντρώθηκαν εκεί, αυτή τη καυτή μέρα του βρετανικού καλοκαιριού.
Η μπάντα, με τον θρυλικό Spooner Oldham στο πλάι του Neil, έδωσε ζωή και βάθος σε κάθε νότα, συνδυάζοντας την παλιά ψυχή της μουσικής με την απροσδόκητη ζωντάνια της νεότητας.
Και το τέλος ήρθε αργά, σχεδόν σαν αντίο που δεν ήθελε να τελειώσει — με γροθιές ψηλά, αγκαλιές και χειροκροτήματα. Ένα πλήθος που άρχισε να αποχωρεί, κουβαλώντας μέσα του την ευγνωμοσύνη για όσα είχε ζήσει.
Γιατί αυτή η βραδιά στο Hyde Park ήταν κάτι παραπάνω από μια συναυλία — ήταν μια επιστροφή στην ουσία, μια υπενθύμιση ότι η μουσική, όταν είναι αληθινή, δεν γερνάει, δεν ζητάει εξηγήσεις.
Ήταν μια στιγμή που συνδύαζε νοσταλγία και επείγουσα ανάγκη για αλλαγή, μια υπενθύμιση πως η τέχνη δεν είναι μόνο ψυχαγωγία, αλλά και κίνητρο.
Και πάνω από όλα, ήταν ένα κάλεσμα:
Να συνεχίζεις να τραγουδάς.
Να συνεχίζεις να ελπίζεις.
Να συνεχίζεις να Rockin’ in the Free World.
Γιατί η μουσική, όπως ο Neil Young εκείνο το βράδυ, δεν είναι μόνο ήχοι — είναι στάση ζωής. Και το Hyde Park το βίωσε βαθιά.