J. Willgoose (Public Service Broadcasting): «Ζούμε στο δικό μας σύμπαν, έξω από τη λογική της βιομηχανίας»

J. Willgoose (Public Service Broadcasting): «Ζούμε στο δικό μας σύμπαν, έξω από τη λογική της βιομηχανίας»
Ακολουθήστε μας στο Google news

Συνέντευξη με αφορμή το live τοι συγκροτήματος στο Gazarte

13 Οκτωβρίου 2025

Με concept βασισμένα σε ιστορικά αρχεία και ήχο που ισορροπεί ανάμεσα στο electronica και το art rock, οι Public Service Broadcasting έχουν φτιάξει ένα εντελώς δικό τους σύμπαν. Ο J. Willgoose μιλά στο Loaded για το χιούμορ πίσω από το όνομα της μπάντας, τις δημιουργικές προκλήσεις των concept albums και την ανάγκη να συνεχίσει να “εκπαιδεύει και να ψυχαγωγεί”, με τον δικό του, ειρωνικό -όπως τον χαρακτηρίζει- τρόπο.

Του Μάριου Αποστόλου

Τι ενέπνευσε το όνομα Public Service Broadcasting και πώς αυτό το concept διαμόρφωσε το όραμά σας ως μπάντα από την αρχή;

 J. Willgoose: Στα πολύ πρώτα χρόνια του συγκροτήματος -μιλάμε για 2008 ή 2009, όταν ήμουν ακόμη μόνος- χρησιμοποιούσα σχεδόν αποκλειστικά βρετανικά public information films. Η ιδέα να παρουσιάζεται το ίδιο το συγκρότημα σαν μια μορφή public service broadcasting, δηλαδή να “ενημερώνει, εκπαιδεύει και ψυχαγωγεί”, όπως το BBC, μου φαινόταν ελκυστική, γιατί περιείχε μια δόση από το φλεγματικό αγγλικό

χιούμορ που αγαπώ τόσο. Είναι ένα ειρωνικό όνομα (είπε “tongue-in-cheek”), γιατί φυσικά δεν κάνουμε τίποτα τέτοιο. Δεν χρειάζεται κανείς να “μάθει” κάτι από τη μουσική μας και σίγουρα δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας αρκετά εξειδικευμένους ώστε να εκπαιδεύσουμε κάποιον σε οτιδήποτε. Είναι απλώς ένας χιουμοριστικός τρόπος να τοποθετηθεί το project σε ένα σύμπαν, με μια δική του, αυθύπαρκτη λογική.

Πώς επιλέγεις την ενορχήστρωση ενός καινούργιου κομματιού ή project, όταν θέλεις να αποδώσεις συγκεκριμένες εποχές ή συναισθήματα;

J. Willgoose: Ίσως ακούγεται σαν υπεκφυγή, αλλά ο ήχος του επόμενου άλμπουμ μοιάζει να “διαλέγει ο ίδιος τον εαυτό του” στο κεφάλι μου. Για παράδειγμα, στο The Race For Space ήξερα ότι ήθελα πολλά ηλεκτρονικά στοιχεία, ενώ το Every Valley έπρεπε να είναι πιο πλούσιο ενορχηστρωτικά και γήινο, γι’ αυτό και χρησιμοποίησα ακουστικά όργανα, έγχορδα, πνευστά κ.λπ.

Το άλμπουμ για το Βερολίνο είχε από μόνο του τις ηχητικές επιρροές του, ιδίως synth βάσεις, ενώ στο The Last Flight επιστρατεύτηκε η εμπειρία μας από τη συνεργασία με ορχήστρα στο This New Noise για να προστεθεί μια πιο σύγχρονη και ζεστή ηχητική υφή. Δεν νιώθω πως είναι κάποια συνειδητή επιλογή.

Πες μας για τη δημιουργία ενός κομματιού που σε κάνει να νιώθεις ιδιαίτερα περήφανος. Ποια ήταν τα στάδια από την ιδέα ως την τελική μορφή;

J. Willgoose: Θα μπορούσα να διαλέξω το πιο γνωστό μας κομμάτι, το Go!, αν και δεν είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό του πώς δουλεύουμε συνήθως. Ήξερα ότι ήθελα να γράψω για το Apollo 11, αποφεύγοντας όμως την πιο προφανή προσέγγιση που επικεντρώνεται στους Armstrong και Aldrin (και τον Collins). Όταν βρήκα τις ηχογραφήσεις με τα “go / no-go” callouts σε ένα NASA reel, ήταν ξεκάθαρο ότι αυτό θα ήταν το κέντρο του κομματιού.

Μετέφερα τη δράση στο mission control, προσπάθησα να αποτυπώσω την ένταση και την έκσταση της στιγμής, το έκανα γρήγορο, σαν μια εκδοχή των PSB του Should I Stay Or Should I Go?. Κάθισα στο πιάνο και το έγραψα σχεδόν μονορούφι. Έκοψα τα samples πάνω στον ρυθμό, φρόντισα η αφήγηση να περνά από την προσέγγιση στη Σελήνη ως την απογείωση, με λογική ροή και όλα δέσανε με έναν πολύ τυχερό τρόπο. 

Ποιο ήταν το πιο δύσκολο αρχειακό έργο που έχεις αναλάβει (δικαιώματα, σπάνιο υλικό κ.λπ.) και πώς το ξεπέρασες;

J. Willgoose: Το να ξεψαχνίσω τις αποστολές της NASA ήταν φοβερά επίπονο. Μιλάμε για εβδομάδες πραγματικού χρόνου ηχογραφήσεων. Ευτυχώς έπεσα πάνω στο Apollo Flight Journal του David Woods, που λειτούργησε σαν χρονοκωδικοποιημένο απομαγνητοφώνημα και μου έλυσε τα χέρια. Επίσης ήταν πρόκληση να βρούμε το κατάλληλο ηχητικό υλικό για το They Gave Me A Lamp. Πέρασα μια εβδομάδα ακούγοντας ταινίες με βαριές ουαλικές προφορές στη South Wales Miners’ Library, αλλά το αναγνώρισα αμέσως όταν το άκουσα.

Πόσο σημαντική είναι η αντίδραση του κοινού στη διαμόρφωση των live shows σας; Αλλάζετε ποτέ setlists ή σχεδιασμό με βάση τα σχόλια του κόσμου;

J. Willgoose: Όχι ιδιαίτερα. Κάνουμε αυτό που θέλουμε στα live, προσπαθώντας απλά ο κόσμος να περάσει καλά και να μην είμαστε υπερβολικά αυτοαναφορικοί. Μπορείς να έχεις μία ή δύο στιγμές αυτο-επιείκειας, αλλά κατά βάση αντιγράφω τους καλλιτέχνες που θαυμάζω: κανένα βράδυ ίδιο με το άλλο, μικρές εκπλήξεις στη setlist, αλλά ποτέ χωρίς τα 3-4 τραγούδια που πρέπει να παίζονται πάντα.

Με ποιον τρόπο η σύγχρονη μουσική βιομηχανία (streaming, social media κ.λπ.) επηρεάζει τη δημιουργία και την κυκλοφορία ενός concept άλμπουμ που απαιτεί πλαίσιο και αφήγηση;

J. Willgoose: Υπάρχουν περισσότερες ματαιώσεις στη φάση της προώθησης. Οι πόροι και η προσοχή του κοινού διαρκώς μειώνονται, και η ποικιλία της μουσικής δημοσιογραφίας (ειδικά στη Βρετανία) έχει πραγματικά υποστεί φθορά μετά το 2000. Αλλά ο πυρήνας της δουλειάς μας δεν επηρεάζεται. Ζούμε λίγο στο δικό μας σύμπαν, έξω από τη λογική της βιομηχανίας, κι αυτό μας βοηθά και μας δυσκολεύει ταυτόχρονα. Μας δίνει πιστό κοινό, αλλά όχι μαζική απήχηση. Προτιμώ όμως αυτό και την απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία που έχω, παρά οτιδήποτε άλλο.

Από όλα τα θέματα που έχετε καταπιαστεί, ποιο σε ξάφνιασε περισσότερο ως προς την αντίδραση του κοινού;

J. Willgoose: Κανένα συγκεκριμένο. Το μόνο πράγμα που με ξαφνιάζει συνεχώς είναι το ότι υπάρχει καν κοινό για αυτό το είδος μουσικής και για μια τέτοια μπάντα γενικά!

Υπάρχουν ιστορικά θέματα που έχεις επιλέξει να μην αγγίξεις επειδή τα θεωρείς ευαίσθητα ή δύσκολα να χειριστείς;

J. Willgoose: Ναι, μερικά με ενδιαφέρουν αλλά με φοβίζουν. Τα Troubles (αναφέρεται στην ιστορική περίοδο της βίας τη Βόρεια Ιρλανδία), για παράδειγμα, ή ο αγώνας πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. Δεν είναι θέματα που είναι αδύνατον να πιάσεις, αλλά όπως και να το κάνεις ο φόβος της κριτικής θα καταστήσει πολύ πιο δύσκολο το να βρεις τον κατάλληλο τρόπο να τα αφηγηθείς.

Κατά τη σύνθεση αντιμετωπίζεις ποτέ δημιουργικά αδιέξοδα λόγω της έρευνας, των δικαιωμάτων ή των concept; Πώς τα ξεπερνάς;

J. Willgoose: Ναι, είχα σοβαρό πρόβλημα στο The Last Flight όταν ανακάλυψα ότι το βιβλίο της Amelia Earhart Last Flight είναι ακόμη υπό πνευματικά δικαιώματα. Ήμουν ήδη σε πολύ προχωρημένο στάδιο δημιουργικά και συναισθηματικά δεμένος με την ιστορία της για να το εγκαταλείψω. Έτσι αντί να χρησιμοποιήσουμε απευθείας αποσπάσματα από το βιβλίο, δουλέψαμε με παλιές εφημερίδες, μη προστατευμένα κείμενά της και άλλες πηγές ώστε να ανασυνθέσουμε το αρχείο και να αφηγηθούμε την ιστορία με αυθεντικό τρόπο. Ήταν μια σοβαρή αναστάτωση για εμάς όμως.

Ποια θεωρείς πως είναι σήμερα η “αποστολή” των PSB; Μουσική, πολιτιστική ή κοινωνική; Και πώς μπορεί να εξελιχθεί στο μέλλον;

J. Willgoose: Οι PSB είναι ο δικός μου δημιουργικός δρόμος εκτόνωσης. Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να λειτουργήσω χωρίς κάποιο είδος δημιουργικής δραστηριότητας. Θα το έκανα έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν δεν είχε τυχαία γίνει καριέρα. Η βασική μου κινητήρια δύναμη είναι προσωπική: να προκαλώ τον εαυτό μου ως συνθέτη και μουσικό και να συνεχίσω να σπρώχνω το concept όσο μακριά μπορεί να φτάσει.

Οι Public Service Broadcasting εμφανίζονται ζωντανά το Σάββατο 18 Οκτωβρίου στο Gazarte Ground Stage στην Αθήνα.

Εισιτήρια προπωλούνται μέσω της more.com και του δικτύου καταστημάτων της.