Ακολουθήστε μας στο Google news
Πραγματική αιτία αποτέλεσε όμως η κατά τη γνώμη μου ολοκλήρωση που πέτυχε ο Sylvian με αυτό το δίσκο του 2010, το προαναφερθέν και πιο άνω Manafon. Πολύ δύσκολα θα βρείτε στην παγκόσμια δισκογραφία καλλιτέχνη που η αξία του έργου δεν έχει πέσει ποτέ σε σχεδόν 30 χρόνια solo πορείας, κάτω από το 8 σε μια αξιολογική κλίμακα του 10. Κάθε δίσκος τους Sylvian έχει καθόλου άδικα διθυραμβικές κριτικές, πάντα με τις εξαιρέσεις απλά να στέκονται μετέωρες ακριβώς επειδή μιλάμε για έναν εκφραστή που τολμά όσο λίγοι να κάνει τομές στη μουσική πορεία του, μην παραχωρώντας παράλληλα ούτε δράμι από το προσωπικό του καλλιτεχνικό όραμα. Ο DS ξεκινώντας με τα ιδιότυπα ambient προσωπικά του album σύναψε στις αρχές της δεκαετίας του 90 μια σχετικά βραχύβια αλλά στα σίγουρα εξαιρετικά γόνιμη συνεργασία με τον μεγαλύτερο δακτυλοθέτη της κιθάρας στο Δυτικό κόσμο, τον δεύτερο μόνο στον Jimi Hendrix (και αυτό συζητείται), Robert Fripp. Ένας studio δίσκος ( The First Day) και μια live ηχογράφηση ( το πολυθρύλητο Damage) έφτανα για να κάνουν ακροατές ανά τον κόσμο να παραληρούν από ευδαιμονία μπροστά στα πάντα ιδιότυπα φριπερτρονικς και στην γεμάτη αισθαντικότητα και ιδιόρρυθμα τραχιά φωνή του άγγλου δανδή. Εκεί λοιπόν που άλλοι θα έξυναν για πολλά χρόνια το τριχωτό της κεφαλής τους για το πιο θα είναι το επόμενο βήμα μετά από ένα τέτοιο Εβερεστ δημιουργικότητας ο Sylvian προχώρησε με το γνωστό αδάμαστο τρόπο που τον διακρίνει.
Με το Dead Bees on a Cake εγκαινίασε έναν νέο κύκλο σύνθεσης όπου η αφαίρεση άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι και από τον μαξιμαλισμό των μέσων που εμπεριείχε η συνεργασία με τον Fripp, βήμα με βήμα ο Sylvian προχώρησε σε μια αποδόμηση ήχων ανεβάζοντας παράλληλα εκ νέου τον πήχη σε επίπεδο στιχουργίας. Στον τελευταίο τομέα και ενώ στις αρχές των 90ς κυριαρχούσε μια βουδιστική αντίληψη και λεξιπλασία (εξάλλου είναι δεδηλωμένος βουδιστής) που έφτανε μάλιστα να χαρακτηρίζει μέχρι και την αισθητική δίσκων (μακριά όμως από ηλίθιες φολκλόρ απεικονίσεις αλλά εστιάζοντας στη μινιμαλιστική και πνευματική πλευρά της εικόνας), μετά τις Νεκρές Μέλισσες ο Sylvian πέρασε σε μία ακόμη πιο εσώτερη διαδρομή ερωτημάτων. Οι σχέσεις (ερωτικές και οικογενειακές) που τόσο είχαν εξυμνηθεί έλαβαν μία ακόμα πιο ενδελεχή ματιά από τον άγγλο καλλιτέχνη, ήταν φανερές και έκδηλες οι απορίες του μέσα στους στίχους ακόμα και για θέματα που ο ίδιος είχε πιστοποιήσει ως πιστεύω του σε προηγούμενες δουλειές. Φυσικά μερικά στοιχεία όπως η φύση (αλλά ως πίνακας και όχι ως αναφορά που σχετίζεται με νευρωτικές αστικές ουτοπίες), τα ζώα (ως υπάρξεις και όχι ως τοτέμ τρυφεροτητας/δουλικότητας που συνήθως προάγουν πολλοί), το ίδιο το ανθρώπινο σώμα (ως φορείο ψυχής και μνήμης και όχι αποκλειστικά ως φορέας ηδονής), ο χρόνος με την σχετικότητα του (λογοτεχνική και επιστημονική) συνέχισαν να αποτελούν πυλώνες της προβληματικής του. Την ίδια στιγμή κορυφαίοι μουσικοί της δημιουργικής μουσικής συνεργάστηκαν μαζί του (Bill Frisell, Ruichi Sakamoto, Kenny Wheeler, Marc Ribot, Holger Czukay για να αναφέρω μερικούς από τους κορυφαίους) προσφέροντας έτσι αποτελέσματα που καμία ταμπέλα δεν μπορεί να μπει άνωθεν τους πέρα από τη λέξη μουσική.
Και εκεί που θεωρήσαμε ότι η μανιέρα θα γινόταν ακόμα και για τον Sylvian τρόπος έκφρασης ήρθε το περσινό Manafon για να διαλύσει την οποιαδήποτε τέτοια υποψία. Ένα δίσκος που κυριολεκτικά ανατινάζει αισθήσεις. Μια μαγνητοταινία καταγραφής εσωτερικότητας, ήχου και του στοιχείου της σύμπλευσης μεταξύ ανθρώπων μιας και ο Sylvian απλώς έδωσε κατευθυντήριες σε καθέναν από τους μουσικούς που συμμετείχαν, ο καθένας ηχογράφησε μόνος του ανάλογα με αυτά που αποταμίευσε από τα λόγια του και τους εντυπωμένους στίχους σου και έπειτα ο Άγγλος έδεσε κατά την προσωπική του λογική κανάλια, όργανα και εγγραφές. Η ίδια η φωνή του Sylvian έχει πάντα εκείνη την περίεργη χροιά που είναι σαν να ακούγεται να τραγουδά ανάμεσα σε ηχοθαλάμους θαρρείς φτιαγμένους από νοτισμένους κορμούς δέντρων. Αυτή τη φορά μάλιστα ήταν αυτό που λέμε κυριολεκτικά πάνω στο μικρόφωνο, μια αλλόκοτη προσέγγιση στο αυτί του ακροατή που στην αρχή ξενίζει ακόμα και τον πλέον οικείο με το έργο του. Και το εκπληκτικότερο όλων είναι ότι τραγουδάει με αυτή την αψεγάδιαστη pop μελωδικότητα ακόμα και τώρα πια που η ρότα του είναι ουσιαστικά στο χώρο της πειραματικής μουσικής. Διότι αυτό ακριβώς είναι το πείραμα που επιτυγχάνεται 100. Ποπ πάνω σε φόρμες αδιανόητες για τέτοια πατήματα φωνής.

Και πάντα καλοντυμένος, όχι όμως ατσαλάκωτος. Ξεφεύγοντας ακόμα και από τον όρο του δανδή, που άνετα έρισε με τις εμφανίσεις του μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του 90 έχει μετασχηματίσει τον εαυτό του σε ένα ταξιδευτή εμπειριών και αυτό μπορεί να το αναγνώσει κάποιος ακόμα και στα χρώματα και τα υφάσματα που ενδύεται.
Ακόμα και σήμερα, 14 μήνες μετά την έκδοση του Manafon ακούω αυτό το δημιούργημα και αναρωτιέμαι προς τα που θα τολμήσει να βαδίσει εκ νέου ο δημιουργός του.
Σπάνιος, απροσδόκητος, αέρινος (και ειδικότερα το τελευταίο όχι μόνο δεν το χρησιμοποιώ ποτέ ως προσδιορισμό καλλιτεχνικής περσόνας αλλά πολύ θα βρεθεί άλλος ανήρ να το διεκδικήσει έστω και εξίσου)
Η ακρόαση του Sylvian προσφέρει μια εσωτερική ηρεμία πρωτόφαντη όχι μόνο για τους δίσκους που σήμερα παράγονται αλλά επίσης επειδή απαιτεί το προσεκτικότερο πεδίο ακοής του εκάστοτε επισκέπτη του. Αυτό της συνειδητής ακρόασης.
Προσωπικά αγαπημένοι μου δίσκοι του DS
#The First Day (1993)
#Gone to Earth (1986)
#Dead Bess on a Cake (1997)
Προσωπικά αγαπημένα τραγούδια του DS
#Jean the Birdman
#The Rabbit Skinner
#I Surrender
David Sylvian
19 Ιανουαρίου 2011Μπορεί πέρυσι να είχα ως κορυφαίο δίσκο στις λίστες που μου ζητήθηκαν το Manafon του David Sylvian μας μόλις φέτος μπορώ να μιλήσω όχι μόνο γι αυτό αλλά και για μία συνολική αποτίμηση του έργου του Sylvian μέχρι και τις μέρες μας. Ίσως αφορμή αποτέλεσε ο προ ολίγων ημερών θάνατος του πάλαι ποτέ συνεργάτη του στους Japan, Mike Karn (και καθόλου τυχαία άμεσα αναρτήθηκε στην προσωπική σελίδα του Sylvian μια χωρίς υπερβολές αλλά καθ όλα συναισθηματική δήλωση προς τιμήν του πρόωρα χαμένου στα 52 Κύπριου σαξοφωνίστα και μπασίστα των Άγγλων ρομαντικών).



Και πάντα καλοντυμένος, όχι όμως ατσαλάκωτος. Ξεφεύγοντας ακόμα και από τον όρο του δανδή, που άνετα έρισε με τις εμφανίσεις του μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του 90 έχει μετασχηματίσει τον εαυτό του σε ένα ταξιδευτή εμπειριών και αυτό μπορεί να το αναγνώσει κάποιος ακόμα και στα χρώματα και τα υφάσματα που ενδύεται.
Ακόμα και σήμερα, 14 μήνες μετά την έκδοση του Manafon ακούω αυτό το δημιούργημα και αναρωτιέμαι προς τα που θα τολμήσει να βαδίσει εκ νέου ο δημιουργός του.
Σπάνιος, απροσδόκητος, αέρινος (και ειδικότερα το τελευταίο όχι μόνο δεν το χρησιμοποιώ ποτέ ως προσδιορισμό καλλιτεχνικής περσόνας αλλά πολύ θα βρεθεί άλλος ανήρ να το διεκδικήσει έστω και εξίσου)
Η ακρόαση του Sylvian προσφέρει μια εσωτερική ηρεμία πρωτόφαντη όχι μόνο για τους δίσκους που σήμερα παράγονται αλλά επίσης επειδή απαιτεί το προσεκτικότερο πεδίο ακοής του εκάστοτε επισκέπτη του. Αυτό της συνειδητής ακρόασης.
Προσωπικά αγαπημένοι μου δίσκοι του DS
#The First Day (1993)
#Gone to Earth (1986)
#Dead Bess on a Cake (1997)
Προσωπικά αγαπημένα τραγούδια του DS
#Jean the Birdman
#The Rabbit Skinner
#I Surrender