Ακολουθήστε μας στο Google news
Η φωνή της Ζωής Μάγγου τραγουδά για «Μια πόλη μαγική», το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, στους τίτλους της ταινίας του Νίκου Κούνδουρου. Εκεί, εν έτει 1955, άρχισαν όλα για το Θανάση Βέγγο. Που πορεύτηκε στη ζωή και την τέχνη του με μια σπάνια εσωτερική ησυχία. Και που κράτησε την ψυχή του μακριά από τις αρπακτικές διαθέσεις της δημοσιότητας.
Ο Βέγγος ήταν ο μεγάλος σιωπηλός. Έτσι θέλω να τον θυμάμαι. Ταπεινό μέσα στη μεγαλοσύνη του. Και γήινο. Και δρομέα μεγάλων αποστάσεων, εντός του πρώτα. «Ήρωα ελληνικής ταινίας», που με τους τίτλους τέλους χάθηκε για πάντα η κόπια.
Δεν κρατώ το γέλιο που μας χάρισε. Το δάκρυ του υπομνηματίζει σήμερα το αίσθημά μου, όπως κύλησε σε κάποιες από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του, με αφορμή διακρίσεις και βραβεύσεις.
Τον ακούω να τραγουδά, μαζί με το Βασίλη Διαμαντόπουλο, στην ταινία του Ροβήρου Μανθούλη «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ»: «Βρες αν μπορείς τι σου έφερα απόψε τα ναζάκια σου κόψε να σου δώσω αυτό που κρατώ».
Τον ακούω να τραγουδά χιπ χοπ, μαζί με το Φοίβο Δεληβοριά. Στο δεύτερο προσωπικό δίσκο του 22χρονου, τότε, τραγουδοποιού «Η ζωή μόνο έτσι είν ωραία», το 1995: «Καθώς ήρωας ελληνικής ταινίας, λόγω αφελείας σε αγάπησα πολύ».
Τον ακούω στη «Μπαλάντα των σκουπιδιών» του Νίκου Κυπουργού και του Σταμάτη Δαγδελένη, όπως ηχογραφήθηκε στο δίσκο του 2001 «Τα μυστικά του κήπου»: «Μια παλιά ψαροκασέλα με γοβάκια και ομπρέλα τα σκαλάκια στην πλατεία τ' ανεβαίνει τρία τρία...».
Τον ακούω να φωνάζει στη χιονισμένη φύση, στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «Μόνη σου είσαι. Μόνος μου είμαι κι εγώ. Πάρε ένα μπισκότο».
Ακούω τη σιωπή της μελαγχολίας του στις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη, με υπόκρουση τη φωνή του Ηλία Λιούγκου. Στη σκηνή με τη Χρυσούλα Διαβάτη στον ηλεκτρικό
Καλό ταξίδι
Υ. Γ.
Από τη στήλη αυτή κάθε Πέμπτη θα μιλάμε, κυρίως, για το ελληνικό τραγούδι. Για πρόσωπα, στιγμές, ηχογραφήματα, ιστορίες, επετείους, αλλά κι ό,τι άλλο προκύπτει
Σήμερα, δικαιωματικά προηγήθηκε ο Θανάσης Βέγγος Δυο λόγια από καρδιάς σαν ένα εκατόφυλλο τριαντάφυλλο, από κείνα που έκοβε και άφηνε -θυμόσαστε;- στη βάρκα της «Μανταλένας», στο Ασπρονήσι του παραμυθιού
Καλώς βρεθήκαμε!
Για τον Θανάση Βέγγο...
05 Μαΐου 2011Του Αλέξη ΛιόληΗ φωνή της Ζωής Μάγγου τραγουδά για «Μια πόλη μαγική», το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, στους τίτλους της ταινίας του Νίκου Κούνδουρου. Εκεί, εν έτει 1955, άρχισαν όλα για το Θανάση Βέγγο. Που πορεύτηκε στη ζωή και την τέχνη του με μια σπάνια εσωτερική ησυχία. Και που κράτησε την ψυχή του μακριά από τις αρπακτικές διαθέσεις της δημοσιότητας.
Ο Βέγγος ήταν ο μεγάλος σιωπηλός. Έτσι θέλω να τον θυμάμαι. Ταπεινό μέσα στη μεγαλοσύνη του. Και γήινο. Και δρομέα μεγάλων αποστάσεων, εντός του πρώτα. «Ήρωα ελληνικής ταινίας», που με τους τίτλους τέλους χάθηκε για πάντα η κόπια.
Δεν κρατώ το γέλιο που μας χάρισε. Το δάκρυ του υπομνηματίζει σήμερα το αίσθημά μου, όπως κύλησε σε κάποιες από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του, με αφορμή διακρίσεις και βραβεύσεις.
Τον ακούω να τραγουδά, μαζί με το Βασίλη Διαμαντόπουλο, στην ταινία του Ροβήρου Μανθούλη «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ»: «Βρες αν μπορείς τι σου έφερα απόψε τα ναζάκια σου κόψε να σου δώσω αυτό που κρατώ».

Τον ακούω στη «Μπαλάντα των σκουπιδιών» του Νίκου Κυπουργού και του Σταμάτη Δαγδελένη, όπως ηχογραφήθηκε στο δίσκο του 2001 «Τα μυστικά του κήπου»: «Μια παλιά ψαροκασέλα με γοβάκια και ομπρέλα τα σκαλάκια στην πλατεία τ' ανεβαίνει τρία τρία...».
Τον ακούω να φωνάζει στη χιονισμένη φύση, στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «Μόνη σου είσαι. Μόνος μου είμαι κι εγώ. Πάρε ένα μπισκότο».
Ακούω τη σιωπή της μελαγχολίας του στις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη, με υπόκρουση τη φωνή του Ηλία Λιούγκου. Στη σκηνή με τη Χρυσούλα Διαβάτη στον ηλεκτρικό
Καλό ταξίδι
Υ. Γ.
Από τη στήλη αυτή κάθε Πέμπτη θα μιλάμε, κυρίως, για το ελληνικό τραγούδι. Για πρόσωπα, στιγμές, ηχογραφήματα, ιστορίες, επετείους, αλλά κι ό,τι άλλο προκύπτει
Σήμερα, δικαιωματικά προηγήθηκε ο Θανάσης Βέγγος Δυο λόγια από καρδιάς σαν ένα εκατόφυλλο τριαντάφυλλο, από κείνα που έκοβε και άφηνε -θυμόσαστε;- στη βάρκα της «Μανταλένας», στο Ασπρονήσι του παραμυθιού
Καλώς βρεθήκαμε!