ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ- ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ- ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ
Ακολουθήστε μας στο Google news

Για τα πνευματικά δικαιώματα...

30 Ιουνίου 2011Στη χώρα μας τα πνευματικά δικαιώματα έχουν διάρκεια ίση με τη ζωή του δημιουργού και εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατο του. Αφού περάσουν και τα εβδομήντα αυτά χρόνια οι σχετικές εξουσίες καθώς και η προστασία παύουν και μέρος μόνο  αυτών (αναγνώριση πατρότητας του έργου κ.λ.π.) ασκούνται από το Δημόσιο, όπως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Πολιτισμού (καλό είναι αυτό τώρα; Έρχεται η εύλογη ερώτηση... ). Τα ίδια πάνω κάτω, με τις αναμενόμενες διαφοροποιήσεις ειδικά στη διάρκεια ζωής του δικαιώματος, καθορίζει η νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων και στον υπόλοιπο κόσμο.

Όσο ο δημιουργός λοιπόν βρίσκεται εν ζωή έχει σε κάθε περίπτωση σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον- τον απόλυτο έλεγχο επί του πνευματικού του έργου και στον τρόπο που αυτό θα χρησιμοποιείται. Σε αρκετές περιπτώσεις βέβαια έχει συμβεί κάποιοι  δημιουργοί να έχουν απωλέσει εν ζωή  τον έλεγχο και τα δικαιώματα  επί του έργου τους, χωρίς καν να το έχουν αντιληφθεί. Όταν μιλάμε για μουσικό έργο τα παραδείγματα είναι άπειρα, με τις δισκογραφικές εταιρείες, τους manager, τους publishers, αλλά αρκετές φορές και τους ίδιους τους καλλιτέχνες έναντι αλλήλων να μην είναι άμοιροι ευθυνών. Μόνον ο πρόλογος του Tom Petty στο βιβλίο The Simple Guide to Music Publishing του Randal D. Wixen, αρκεί για να πειστεί κανείς ότι η γνώση στον τρόπο διαχείρισης του έργου του είναι μείζον ζήτημα για κάθε δημιουργό. Κάπως έτσι ο Tom Waits έχει καταφέρει μέχρι σήμερα όχι μόνο να απαγορεύσει κάθε χρήση της μουσικής του για διαφημιστικούς σκοπούς, αλλά και να πετύχει την απαγόρευση μουσικού θέματος που απέδειξε ότι ήταν απομίμηση (κακή) της δικής του ερμηνείας και γραφής.  Πολλοί άλλοι αντίθετα δεν μπορούν να κάνουν τίποτε όταν ερήμην αυτών, οι μελωδίες τους συνοδεύουν σερβιέτες που πετάνε και προφυλακτικά που ξετυλίγονται.

Πολλά και διάφορα τα ζητήματα που δημιουργούνται με τον θάνατο των δημιουργών. Ο κανόνας είναι ότι τα δικαιώματα επί του έργου τους περνάνε στους κληρονόμους τους. Είτε εξ αδιαθέτου αν δεν έχουν φροντίσει σχετικά για ειδικές προβλέψεις, είτε κατόπιν ρητών εντολών. Κάποιοι προνοητικοί έχουν φροντίσει να περάσει το έργο τους όχι μόνο στα σωστά χέρια, αλλά και υπό τους όρους που αυτοί θέτουν για τη διαχείριση και προστασία αυτού. Κάποιοι εκφράζουν αντιρρήσεις επ αυτού και υπάρχουν θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η προστασία του έργου πρέπει να λήγει με το θάνατο του δημιουργού. Δεν συμφωνώ, ίσως τα 70 χρόνια να είναι πλέον υπερβολικά (τα δεδομένα έχουν αλλάξει και εξαιτίας της τεχνολογίας), αλλά η άμεση μετά θάνατον αυθαιρεσία θα είναι καταστροφική.

Η διαχείριση ενός πνευματικού έργου, που δεν αποτελεί προϊόν αυτού που το διαχειρίζεται, δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολη υπόθεση. Τον κληρονόμο-διαχειριστή πολλοί τον περιμένουν στην γωνία για να τον κατηγορήσουν για το οτιδήποτε. Ο κανόνας είναι πως οποιαδήποτε πράξη διαχείρισης θα συνοδεύεται από επικρίσεις του τύπου «ο τάδε (=δημιουργός) δεν θα το επιθυμούσε ποτέ αυτό, βεβηλώνεται το έργο του, η μνήμη του» κ.λ.π. Το ότι η επιθυμία του κληρονόμου δεν θα είναι ποτέ απόλυτα ταυτισμένη με την ενδεχόμενη επιθυμία του κληρονομούμενου, το ότι θα υπάρχουν πάντοτε διαφοροποιήσεις, αντιρρήσεις, ενστάσεις και αιτιάσεις, δικαιολογημένες και μη, είναι μάλλον αναπόφευκτη κατάληξη. Ουκ ολίγες οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες αβασάνιστα γίνεται λόγος (κατηγορητικός) για εκμετάλλευση του πνευματικού έργου από τους κληρονόμους- διαχειριστές αυτού.

Κατ αρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι κάθε πράξη διαχείρισης αποτελεί και κατ ουσία και πράξη εκμετάλλευσης, για να μην κρυβόμαστε πίσω από τα νοήματα των λέξεων. Ακόμη και στην περίπτωση εκείνη που δεν έχει οικονομικό αντάλλαγμα. Και η εκμετάλλευση δεν είναι απαραίτητα μία αρνητική συμπεριφορά. Το ζήτημα είναι κατά πόσο ξεπερνώνται κάποια όρια και κατά πόσο καταλήγουμε στο κοινά απαράδεκτο αποτέλεσμα η εκμετάλλευση αυτή να αποτελεί προφανέστατα υπέρβαση των ορίων εκείνων που κατ αρχήν επιβάλλουν την προστασία του πνευματικού έργου. Κατά περίπτωση αυτές οι πράξεις εκτός ορίων εκμετάλλευσης θα ήταν κατακριτέες σε μεγάλο ποσοστό ακόμη και στην περίπτωση που είχαν λάβει χώρα από τον ίδιο τον δημιουργό του έργου και όχι απλά από τους κληρονόμους- διαχειριστές του. Διότι κάπου εδώ, μέσω διαφόρων και διαφορετικών θεωριών- αναλύσεων κλπ, εμφανίζεται και η άποψη που θέλει το πνευματικό έργο να απεξαρτάται από κάποια φάση και μετά από τον δημιουργό του, να ανήκει στον λαό, στην κοινωνία, στους πολίτες, στον παγκόσμιο πολιτισμό, στην Ελλάδα που ανήκει στους Έλληνες κ.ο.κ. Και αυτή είναι μια πολύ μεγάλη κουβέντα , που δύσκολα καταλήγει σε σαφή συμπεράσματα.

Στο ανωτέρω πλαίσιο, η Μυρσίνη Λοίζου, δημοσιοποιώντας την Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011, μία ημέρα πριν από την συζήτηση και δύο πριν από  την ψήφιση στη Βουλή του μεσοπρόθεσμου προγράμματος (....), την οποία και επιδιώκει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, προέβη σε μία θετική πράξη εκμετάλλευσης του έργου του πατέρα της, σύμφωνα με τα κληρονομικά της δικαιώματα πάνω σε αυτό, απαγορεύοντας (ή τουλάχιστον επιδιώκοντας ή ζητώντας απλά την απαγόρευση) κάθε εφεξής χρήσης του τραγουδιού «Καλημέρα Ήλιε» σε κομματικές εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις και εν γένει σε κάθε δραστηριότητα που σχετίζεται με το ΠΑΣΟΚ. Την μεθεπόμενη ημέρα δηλώνει στον Δημήτρη Κανελλόπουλο για λογαριασμό της Ελευθεροτυπίας, «γούσταρα που το έκανα, γουστάρει και ο πατέρας μου που το βλέπει». Στο ενδιάμεσο η Μυρσίνη Λοίζου αποστέλει μέσω του λογαριασμού της στο twitter διάφορα μηνύματα περί «σκατοπασόκων» κ.λ.π. , ανταλλάξαμε και μεταξύ μας με άλλη αφορμή κάποια μηνύματα με αρνητικό περιεχόμενο (προσωπικά δίνω ελάχιστη σημασία στα όσα λέγονται/λέμε στα social media), ενώ όπου μεταδίδεται η είδηση συναντάει κυρίως επαινετικά (και επαναστατικά) σχόλια (υπάρχουν και κάποια αρνητικά, άλλα έχω την αίσθηση ότι είναι τα λιγότερα), με αποκορύφωμα την αναφορά από κάποιον σχολιαστή του πασίγνωστου στίχου του Ελύτη «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ/ και ΜΥΡΣΙΝΗ εσύ δοξαστική».

Το περιεχόμενο της επιστολής της Μυρσίνης Λοίζου, ανεξάρτητα των σκοπιμοτήτων ή όχι της πράξης της, είναι κατά βάση σωστό.  Όλα αυτά για τα οποία κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ ισχύουν (πνευματική, ηθική, αξιακή.... καταχνιά) και ισχύουν ακόμη περισσότερα και πιο επονείδιστα τα οποία διαφεύγουν του περιεχομένου της επιστολής. Προσπαθώντας να δικαιολογήσει το γιατί δεν προέβη σε αυτή την πράξη όλα τα προηγούμενα χρόνια (η καταχνιά του ΠΑΣΟΚ δεν εμφανίστηκε προχθές ως γνωστόν), η Μ. Λοϊζου δεν παραλείπει να αναφέρει ότι όλα αυτά τα χρόνια την ενοχλούσε αισθητικά η (κατά)χρήση του εν λόγω τραγουδιού από το ΠΑΣΟΚ, πλέον όμως σε απλά ελληνικά- ο κόμπος έφτασε στο χτένι, για αυτό και επιδιώκει την απαγόρευση.  Χαίρομαι για αυτήν την αισθητική ενόχληση, για μένα είναι το πιο σημαντικό και το εξηγώ και παρακάτω.

Από εκεί και πέρα η Μυρσίνη Λοίζου μέσα σε λίγες ώρες αποτελεί πλέον πρόσωπο της δημόσιας ζωής,  ή τουλάχιστον του επίκαιρου προσώπου αυτής, συντονίζεται ως εξέχουσα μεταξύ ίσων φιγούρα της πλατείας, φέρεται να στέλνει περαιτέρω tweet του τύπου «ή θα μας γαμήσουνε, ή θα τους γαμήσουμε...» ( δεν δίνω σημασία σε αυτά, το ξαναλέω) και αν τέλος πάντων είχε κάποιο στόχο ή σκοπιμότητα, τα πετυχαίνει αμφότερα. Χτυπώντας σήμερα το όνομα της Μυρσίνης Λοϊζου στο Google δύσκολα θα βρεις κάποια άλλη αναφορά γύρω από αυτήν, που να μην έχει να κάνει με την εν λόγω πράξη της. Αυτό της το καταμαρτυρούν και αρκετοί εξ όσων (λίγων, ξαναλέω) την επιδοκιμάζουν. Στο site του ΠΑΜΕ η είδηση μεταφράζεται ως « Η Μυρσίνη Λοϊζου απαγόρευσε στο φασιστικό ΠΑΣΟΚ να χρησιμοποιεί τα τραγούδια του πατέρα της» και γενικά είναι ο προφανές ότι ο καθένας προσαρμόζει το γεγονός στα δικά του μέτρα και σταθμά.

Έχω σαφή άποψη πάνω στην είδηση, ως προς την πολιτική (αν τέλος πάντων υπάρχει κάποια τέτοια) διάσταση αυτής. Δεν θέλω να την καταθέσω εδώ ή τουλάχιστον να εξαντληθώ σε αυτή. Έχω επισημάνει πολλές φορές στον Δημήτρη Κανελλόπουλο ότι με ενοχλεί το γεγονός που θέλει το e-tetRadio να  μετατρέπεται αρκετές φορές (από τον ίδιο και δυο- τρεις ακόμη συντάκτες, ενίοτε κι εγώ κάνω την μαλακία και παρασύρομαι) σε πεδίο προβολής πολιτικών απόψεων, ειδικά με τον τρόπο που οι απόψεις αυτές αναπτύσσονται τις περισσότερες φορές. Ούτε απολιτίκ είμαι, ούτε διαφωνώ με την άποψη που θέλει κάθε τι να έχει μια πολιτική χροιά. Απλώς συμβαίνει να υπάρχουν εκεί έξω εκατοντάδες site και blog που πολιτικολογούν τεκμηριωμένα ή αυθαίρετα και σχεδόν κανένα γύρω από το ραδιόφωνο και τη σχέση μουσικής-ραδιοφώνου. Για αυτό και ενθουσιάστηκα όταν το ξεκίνησε ο Κανελλόπουλος το site και δέχτηκα να συμμετάσχω (με αφορμή και κάποιες εξελίξεις τότε στα ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης για τα οποία τον ενημέρωνα). Αυτού του είδους η πολιτικολογία είχε ως αποτέλεσμα αρκετές φορές να θέσω εαυτόν εντός και εκτός site. Κάτι σαν τη σχέση Ζαγοράκη ΠΑΟΚ την τελευταία τριετία δηλαδή.  Τέλος πάντων ξεφύγαμε από το θέμα....

Η ιστορία λοιπόν του τραγουδιού «Καλημέρα Ήλιε», το πως (πράγματι) συνδέθηκε με το ΠΑΣΟΚ, τις προεκλογικές του και όχι μόνο- συγκεντρώσεις και έφτασε να θεωρείται απαγορευμένο τραγούδι για κάθε μη-πασόκο, είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και αξίζει να ειπωθεί και να εξεταστεί ενδελεχώς. Όπως ομοίως ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία γύρω από το πως ένα μεγάλο μέρος της μουσικής του Μάνου Λοίζου συνδέθηκε λιγότερο ή περισσότερο με ορισμένα ιστορικά γεγονότα, καταστάσεις, ιδεολογίες κ.λ.π. καταλήγοντας αυτό το γεγονός πολλές φορές εις βάρος της ίδιας της μουσικής του Λοϊζου. Και είναι η περίπτωση του Λοϊζου ακόμη πιο χαρακτηριστική και από αυτή του Μίκη Θεοδωράκη, της κατεξοχήν εμβληματικής αριστερής προσωπικότητας, της εγχώριας μουσικής, όσο και από αυτή του Διονύση Σαββόπουλου. Ο λόγος είναι προφανώς ότι οι Σαββόπουλος- Θεοδωράκης με τις για διάφορους λόγους πολιτικές κωλοτούμπες τους  στη διάρκεια των ετών, μπορεί μεν να κατέστησαν εαυτούς αναξιόπιστους έναντι των πρώην συντρόφων τους, κατάφεραν όμως (ίσως με δόλο, ίσως και ασυνείδητα) να καταστήσουν το έργο τους κτήμα όλων των Ελλήνων (ενίοτε και κωλοελλήνων) και να το απεξαρτήσουν όχι ασφαλώς από την ιδεολογική, αλλά τουλάχιστον από την κομματική-παραταξιακή του χροιά. Ο Λοϊζος δυστυχώς έφυγε νωρίς. Το έργο του σε μεγάλο βαθμό καπελώθηκε από το ΠΑΣΟΚ και προς τα αριστερά και το εν λόγω τραγούδι έπεσε με βίαιο τρόπο στα χέρια των πασόκων, σε κακόφωνες ηχητικές εγκαταστάσεις, σε μπουκωμένα P.A. συγκεντρώσεων και σε ντοκιμαντέρ με αφηγητή τον Στέφανο Ληναίο και διανομή από την ΝΙΚΗ  παραμονές εκλογών. Και δεν έφυγε από εκεί ποτέ  δυστυχώς (τουλάχιστον μέχρι σήμερα, λες;).

Πριν από αρκετά χρόνια απέκτησα σε CD ολόκληρη την επανακυκλοφορημένη δισκογραφία του Μάνου Λοϊζου, σε κάποιες μετρημένα προσεγμένες εκδόσεις της MINOS-EMI, τις οποίες κατά καιρούς συναντάω και στις ζελατίνες των εφημερίδων πλέον. Εκείνο τον καιρό είχα αφήσει μάλιστα κατά μέρους τις κιθάρες και άκουγα κατά βάση πράγματα όπως KID 606, Plastikman... κάτι Suicide Commando κ.λ.π. Σε αυτό το κλίμα οι απανωτές ακροάσεις των τραγουδιών του Λοϊζου υπήρξαν ευχάριστο διάλλειμα για όλη την οικογένεια. Αποτέλεσμα αυτών των ακροάσεων υπήρξε μία και μόνη κριτική για τον δίσκο «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ», που δημοσιεύτηκε είκοσι παρά κάτι  χρόνια μετά την κυκλοφορία του δίσκου στο Mic.gr τον Νοέμβριο του 2002, λίγες ημέρες πριν από την επέτειο για την εξέγερση στο Πολυτεχνείο, με την οποία εξέγερση και εν γένει την αντίσταση κατά της χούντας έχουν συνδεθεί τα περισσότερα τραγούδια αυτού του δίσκου.

Η εν λόγω κριτική αναδημοσιεύτηκε στο σύνολο της στο βιβλίο που λίγα χρόνια αργότερα έγραψε κατόπιν ανάθεσης ο Ισάακ Σούσης για τον Μάνο Λοϊζο, σε σχετική σειρά βιβλίων των εκδόσεων ΙΑΝΟΣ και μάλιστα σε συγκριτική αντιπαραβολή με την σε πραγματικό χρόνο κριτική του «δασκάλου όλων ημών» Αργύρη Ζήλου το 1974 για τον ΗΧΟ. Η κριτική του Ζήλου υποτίθεται έθαβε τον δίσκο και κατακεραύνωνε τις προθέσεις και τα μέσα του Λοϊζου, αλλά κατά τη γνώμη μου ήταν μία απόλυτα εύστοχη εμβάθυνση στα προβλήματα που θα συναντούσε η μουσική του Λοϊζου πολλά χρόνια μετά. Ο Ζήλος είδε το μέλλον και το είδε σωστά, καθότι είναι βαθής γνώστης της μουσικής και του τρόπου που αυτή λειτουργεί μέσα στο χρόνο (το πώς ο άτιμος ήταν τέτοιος γνώστης από τόσο νέος.... μόνο ένας Ζήλος το ξέρει!).

Προσωπικά, ανακαλύπτοντας με επίμονο τρόπο την μαεστρία του Λοϊζου στη μελωδία, την ικανότητα του να γράφει τραγούδια με ανυπολόγιστο συναισθηματικό βάθος, χωρίς να καταφεύγει σε λυγμούς και ψευδοσυγκινήσεις, αλλά και τις ηχητικές καινοτομίες του (χρήση πνευστών σε διαφορετικές από τις συνήθεις συνοδευτικές γραμμές κ.λ.π.) αισθάνθηκα ήδη από τότε κάποιο είδος οργής και σίγουρα έντονη αισθητική ενόχληση για το ότι ο Λοϊζος και το έργο του έχουν όντως γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης παρατάξεων, ιδεολογιών και.... σχολικών γιορτών. Το «Ακορντεόν» το απεχθανόμουν στην κυριολεξία ως ένα τραγούδι που με εξανάγκασαν να το τραγουδήσω σε δώδεκα συνεχόμενες σχολικές γιορτές (μια φορά το έπαιξα και στο βιολί, άλλη μία και στο αρμόνιο θυμάμαι...). Δεν μπορούσα να ακούσω ούτε μισό δίστιχο από το τραγούδι κάθε παραμονές 17 Νοέμβρη, που όλο και κάποιος έντεχνος θα το κατακρεουργούσε στο Έχει Γούστο (της κάθε εποχής).

Η ξεφτίλα στον χειρισμό του πολιτισμού μας, για την οποία έκανα λόγο στην κριτική, θεωρώ ακόμη και σήμερα ότι αφορά συνολικά όλους μας. Όχι τυχόν τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ ή την Γ.Γ. του ΚΚΕ. Δεν νομίζω ότι με κάποιο masterplan κατευθύνουν αιωνίως τους οπαδούς του στη χρήση του Καλημέρα Ήλιε ή του Τσε, ευτελίζοντας πράγματι τα τραγούδια, σε προεκλογικές συκγκεντρώσεις και εκδηλώσεις. ΟΚ, προφανώς κάποτε το έκανε κάποιος από ψηλά, έπιασε το κόλπο και έκτοτε διαιωνίζεται. Υπεύθυνοι όμως είναι όλοι όσοι επιμένουν να ευτελίζουν ένα τέτοιο σπουδαίο έργο, σε μία τόσο καιροσκοπική και φθηνή χρήση. Οι πασόκοι (σκατοπασόκοι, κατά τη Μυρσίνη Λοϊζου), που μόλις κερδίσουν εκλογές θα ρίξουν στο αμάξι ένα CD  του Λοίζου και θα βγουν στο δρόμο με τις σημαίες στην κεραία. Οι Κουκουέδες (δεν έχω επ αυτών την άποψη της Μυρσίνης Λοίζου) που θεωρούν ότι η εξαιρετικά ισορροπημένη ευαισθησία της ιστορίας που περιγράφεται στο ΤΣΕ αφορά μόνο θιασώτες του Κουβανικού καθεστώτος και όχι κάθε νέο, κάθε εποχής και ιδεολογίας, παρότι συνδέεται άρρηκτα με την εμβληματική προσωπικότητα στην οποία αναφέρεται.

Διαβάζω στην Ελευθεροτυπία ότι το τραγούδι μέσα σε μία ώρα έγινε από τραγούδι του ΠΑΣΟΚ, τραγούδι της πλατείας και σιχτιρίζω . Δεν θα μπορέσει τελικά αυτό το τραγούδι (και όλα τα υπόλοιπα σπουδαία τραγούδια του Μάνου Λοίζου) να σταθεί μόνο του, ανεξάρτητο, απαλλαγμένο από κάθε τέτοιου είδους σύνδεση;  Δεν με ενδιαφέρει αν πρόκειται για λαμόγια πασόκους, άγιους αριστερούς ή ήρωες επαναστάτες της πλατείας. Προσωπικά ως μεγάλος θαυμαστής και οπαδός της μουσικής του Μάνου Λοίζου θέλω πραγματικά να την δω να λειτουργεί αυτόνομα και αυτοτελώς. Γνωρίζω ότι ο Λοϊζος ήταν συνειδητά πολιτικοποιημένος και αντιστάθηκε έμπρακτα και με τα τραγούδια του και με άλλους πιο σκληρούς για τον ίδιο- τρόπους, γνωρίζω ότι τον ενδιέφερε η πολιτική διάσταση του έργου του. Ο ίδιος όμως έφυγε τριάντα χρόνια πριν και το έργο του, ανεξάρτητα αν ανήκει στον λαό, στη Μυρσίνη Λοίζου, ή στην οικογένεια Μάτσα, είναι εδώ και έχει το δικαίωμα να ανασάνει, ελεύθερο και ανεξάρτητο. Ή έστω ας το κατακτήσει επιτέλους αυτό το δικαίωμα.

Θέλω να πιστεύω βάσιμα ότι η Μυρσίνη Λοίζου έχει εκτός από τα δικαιώματα επί του έργου του, κληρονομήσει και μέρος της ευαισθησίας του πατέρα της, όπως εμείς την ευαισθησία αυτή τη γνωρίσαμε μέσα από τα τραγούδια του και μόνον. Το γεγονός ότι είναι αριστερή και καθώς φαίνεται αγωνίστρια, συνηγορεί  καταρχήν πάνω σε  αυτό. Μένει αυτή η ευαισθησία να επιβεβαιωθεί περαιτέρω. Περιμένω λοιπόν περαιτέρω πράξεις (αλλά και παραλλείψεις όπου χρειαστεί) ώστε το έργο του Λοίζου να καταστεί πραγματικά ελεύθερο, να το αφήσουν να ανασάνει από συμβολισμούς και βαριά φορτία. Ο Λοίζος ήταν μέγας lo-fi-στας πολύ πριν τον Beck και τους Smog. Μια προσεχτική ακρόαση στις μπαλάντες του που μοιάζουν να θέλουν να μην ακουστούν, αλλά τελικά επιβάλλονται, το αποδεικνύει. Ας ακούσουμε τη μουσική του επιτέλους χωρίς περαιτέρω άγχη και φορτώματα. Η Μυρσίνη Λοίζου έκανε- κατά τη γνώμη μου- ένα σημαντικό βήμα για να γίνει αυτό. Έκανε και πάλι κατά τη γνώμη μου- και ένα βήμα πίσω επιδιώκοντας το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο να «φορτώσει» κάπου αλλού το τραγούδι. Έστω και μακριά από την καταχνιά των πασόκων. Δεν με ενδιαφέρει αυτό, ούτε οι πασόκοι, ούτε η πλατεία για τις ανάγκες του θέματος. Το τραγούδι με ενδιαφέρει. Και περιμένω περισσότερα τέτοια βήματα για να λάβει και άλλες διαστάσεις η μουσική του -σύμφωνα με την προσωπική μου γνώμη-  σπουδαιότερου Έλληνα συνθέτη.

Προτείνω προς ακρόαση τον τελευταίο ουσιαστικά δίσκο του Λοίζου. Το συγκλονιστικό «Γράμματα στη αγαπημένη», με μελοποίηση σε ποιήματα του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ. Τραγούδια εκτός παρατάξεων και χωρίς σημαίες, ανυπολόγιστα ευαίσθητα και επί της ουσίας πολιτικά, όχι μόνο στα νοήματα των στίχων του ποιητή, αλλά και στις κοφτές κιθάρες του Μάνου, που μάλλον έξυσαν, παρά χαϊδεψαν τα αυτιά ακροατών της εποχής που ήθελαν ακόμη περισσότερους Ήλιους για να τους καρφώσουν στις σημαίες τους.