Στην Υδρα...
27 Ιουλίου 2011Κανονικά αυτό το κείμενο θα έπρεπε να ξεκινάει με το κλασικό κλισέ, καλωσορίσατε στο νησί του Leonard Cohen, όμως ο Leonard δεν μένει πια εδώ. Εγκατέλειψε και εμάς και το νησί προς το τέλος της δεκαετίας του '60, χαιρετίσματα λοιπόν στο Mount Baldy Zen Center που, όμως, τελικά και αυτό το εγκατέλειψε .
Η Yδρα λοιπόν δεν είναι πια το δικό του νησί, αλλά εκείνο των γατιών, τα οποία γενικά ευημερούν σε όλα τα ελληνικά νησιά, με την διαφορά ότι εδώ έχουν κάνει πραγματική κατάληψη! Γατιά αδύνατα ως επί το πλείστον, με μακρύ τρίχωμα και μακριές ουρές, σε όλους τους πιθανούς χρωματικούς συνδυασμούς. Ο ιδανικός τόπος στον οποίο θα μπορούσε να εμπνευστεί για να γράψει η Patricia Highsmith το δεύτερο μέρος από τις «Γάτες» της, αν ζούσε φυσικά. Εντυπωσιακό ακόμα το γεγονός ότι δεν τις κυνηγούν τα αδέσποτα -αλλά και εκείνα με ιδιοκτήτες- σκυλιά που κυκλοφορούν επίσης σε μεγάλο αριθμό καθώς και ότι πολλές πανσιόν είναι φιλικές προς τους ιδιοκτήτες ζώων. Ακόμα και οι ιδιοκτήτες/εργαζόμενοι μαγαζιών/εστιατορίων φαίνεται να έχουν προσαρμοστεί και να μην κυνηγούν τις γάτες, αλλά να τις φοβίζουν απλά με νερό. Μέχρι και ομάδες εθελοντών έρχονται ανά καιρούς στο νησί για να τις φροντίσουν και να τις στειρώσουν, απαραίτητη προϋπόθεση για να διατηρηθεί τουλάχιστον σταθερός ο πληθυσμός τους. Γεγονότα δηλαδή αξιοθαύμαστα, αξιοσημείωτα και αξιοπερίεργα ταυτοχρόνως!
Σε αυτό το σημείο ίσως να ήταν σκόπιμο να πληροφορηθούν οι φίλτατοι μη φιλόζωοι αναγνώστες (;;;) ώστε να σταματήσουν το διάβασμα εδώ.
Εκτός όμως από τις γάτες κυριαρχεί γενικά η παρουσία των ζώων, αφού έτσι και αλλιώς τα μόνα μεταφορικά μέσα που κυκλοφορούν είναι γαϊδουράκια και άλογα γιατί αυτοκίνητα και μηχανές έχουν απαγορευτεί εδώ και χρόνια. Οι μετακινήσεις γίνονται ακόμα με καΐκια και βάρκες που είναι μάλλον από τις λίγες εναπομείνασες εργασίες που θα μπορούσε να δει κανείς εγγονό και παππού να συνεργάζονται λύνοντας και δένοντας τα σχοινιά σε κάθε αναχώρηση προς γειτονικές παραλίες.
Κατά τα άλλα, εντύπωση προκάλεσε ο ήπιος «χαρακτήρας» του μέρους, δεν άκουγε κανείς πουθένα δηλαδή παιδάκια να τσιρίζουν δίπλα στο κύμα και μεθυσμένους τουρίστες να φωνάζουν στα σοκάκια. Ακόμα και στις παραλίες ο κόσμος ήταν ιδανικός σε αριθμό αλλά και σε decibel!
Με μια ανηφορική διαδρομή μπορούσε κανείς να απολαύσει την πανοραμική θέα όλου του νησιού, από το μικρό γραφικό λιμάνι, μέχρι το κόκκινο σπίτι όπου είχαν γυριστεί σκηνές από «Το παιδί και το δελφίνι» και τις «Γοργόνες και μάγκες» και στο οποίο έχει απομείνει ακόμα η ταμπέλα «Μουράγιο» και τα ξύλινα παγκάκια, μέχρι το πέλαγο ή όσο θα άντεχε κανείς με τον ήλιο του μεσημεριού να χτυπάει αλύπητα.
Ένα ακόμα κλισέ που όμως δεν θα καταρριφτεί. Η πρώτη βουτιά από την μικροσκοπική βραχώδη παραλία γίνεται στο πέλαγο και δίνει αυτή την αίσθηση άγριας ελευθερίας που μπορεί να χαρίσει απλόχερα μόνο η ανοιχτή θάλασσα και η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με πολλά άλλα πράγματα. Αλλά και οι υπόλοιπες βουτιές που ακολούθησαν και έγιναν σε παραλίες πιο βατές, με ψηλό βότσαλο και με το Κάστρο στην κορυφή, ή σε άμμο στο Miramare, ή με το καραβάκι στον Άγιο Νικόλαο, ήταν όλες σε νερά κρυστάλλινα, πεντακάθαρα και βαθιά. Είναι αυτό το προνόμιο των ελληνικών νησιών, όπου μπορεί να είναι πανάκριβα, να ασφυκτιούν από τον κόσμο πολλές φορές, άλλα έχουν αυτό το απέραντο μαγευτικό ξεκάθαρο γαλάζιο που σκλαβώνει και κάνει τον καθένα να θέλει να μείνει εκεί να κολυμπά για πάντα.
Στα μείον -έτσι για να μην ξεχνιόμαστε- η πολύ δυνατή μουσική σε μέρη που προσπαθεί κανείς να απολαύσει την θέα και να χαλαρώσει τσιμπώντας κάτι. Το party δεν ξεκινάει από τις 17.00 ή εγώ μεγάλωσα απότομα;
Φυσικά η αρχιτεκτονική με τα άσπρα σπίτια, τα στενά δρομάκια που ανηφορίζουν και το ελαχιστότατο πράσινο συμπλήρωναν τέλεια την εικόνα. Μαζί με τα φρέσκα θαλασσινά, τα εξαιρετικά spaghetti με αχινό, τον οποίο όταν ήμασταν μικροί όλοι είχαμε από ένα συγγενή που προσπαθούσε απεγνωσμένα να μας ταΐσει - τα φρουτένια κοκτέιλ με θέα το πέλαγο, τα γλυκύτατα αμυγδαλωτά και τις τεράστιες ολόφρεσκες φρουτοσαλάτες.
Όχι και πολύ μακριά από αυτό που θα επιθυμούσε ο Leonard Cohen, δηλαδή. Άπλες ταπεινές απολαύσεις παρέα με ένα γατί να τρίβεται στα πόδια σου. «Well, who could ask much more than that?»