ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΑΝΤΣΙΑΣ: THE MULTI - INSTRUMENTALIST!

ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΑΝΤΣΙΑΣ: THE MULTI - INSTRUMENTALIST!
Ακολουθήστε μας στο Google news

Live κάτω από την μπλε πανσέληνο την Παρασκευή στο θεατράκι της Ρεματιάς στο Χαλάνδρι

28 Αυγούστου 2012Την Παρασκευή 31 Αυγούστου ο Σταύρος Λάντσιας εμφανίζεται στο θεατράκι της Ρεματιάς, στο Χαλάνδρι κάτω από την πανσέληνο. Η δεύτερη αυτή πανσέληνος του φετινού Αυγούστου θα είναι κυανή.
Και δε μπορώ να σκεφτώ ωραιότερο σκηνικό για το τέλος του καλοκαιριού: κατάφωτη από το σεληνόφως η ρεματιά, γλυκός καιρός, όμορφη νύχτα και η κινηματογραφική ορχηστρική (cinema pour l' oreille) μουσική του Σταύρου Λάντσια να διαμορφώνει το ηχοτοπίο. Συμμετέχουν οι Δημήτρης Χουντής (σοπράνο σαξόφωνο), Alfredo Shtuni (βιολί), Αλέξανδρος Μποτίνης (τσέλο), Βαγγέλης Ζωγράφος (κοντραμπάσο), Mιχάλης Καπηλίδης (τύμπανα). Μηχανικός ήχου ο Γιάννης Σκανδάμης.

Το e-tetRadio σας προσφέρει τρεις διπλές προσκλήσεις. 
Νικητές είναι οι: Ελένη Ξύλου, Παναγιώτης Ανδρικόπουλος, Κατερίνα Λεμονή. Τα ονόματά σας θα βρίσκονται στην είσοδο του θεάτρου...


Όσοι είχατε βρεθεί σε εκείνες τις εξαιρετικές παραστάσεις του Διονύση Σαββόπουλου με τον «Πυρήνα», το 2006, θα τον θυμόσαστε. Ήταν εκείνος ο μουσικός που είχε στήσει κατά τον Σαββόπουλο την «Αυστροουγγαρία» επί σκηνής και έπαιζε πιάνο, πλήκτρα και τύμπανα ταυτόχρονα (αν δεν είχατε δει αυτές τις παραστάσεις, αναζητήστε οπωσδήποτε το dvd του Διονύση Σαββόπουλου με τίτλο «ο Πυρήνας» ). Οι περισσότερο μυημένοι τον γνωρίζουν από παλαιότερα. Ο Σταύρος Λάντσιας είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς που έχουμε στη χώρα μας αυτή τη στιγμή. Δεξιοτέχνης πιανίστας με αναγνωρίσιμο ήχο, σπουδαίος ενορχηστρωτής, καταπληκτικός ντράμερ, αλλά πάνω από όλα προικισμένος συνθέτης εικονογραφημένης μουσικής. Ίσως ένας από τους λίγους συνθέτες που θα μπορούσε να γράφει μουσική για τον κινηματογράφο, μην έχοντας τίποτα να ζηλέψει από τους συναδέλφους του στο εξωτερικό.



Μίλησα με το Σταύρο, στο σπίτι του, λίγες μέρες μετά και με αφορμή την κυκλοφορία του τρίτου προσωπικού δίσκου με τίτλο «Ημερολόγιο Ονείρων». Η κουβέντα μας είχε διάρκεια τριών ωρών. Το internet δεν ευνοεί τη δημοσίευση τόσο μεγάλων συνεντεύξεων, οπότε αναγκαστικά κρατώ το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας μας στο αρχείο μου, αλλά κυρίως στο μυαλό μου. Μένω εκστατικός μπροστά στο ταλέντο αυτού του σπουδαίου μουσικού. Ευγενής, εξίσου ομιλητής και ακροατής. Να σκεφτείτε ότι μέσα στις τρεις ώρες αυτές, μου έδωσε μια κιθάρα, πήρε κι εκείνος άλλη μία και μου «κράταγε» (εμένα του άσχετου) τις συγχορδίες για να «σολάρω».  Ακομπλεξάριστος, όπως όλοι οι πραγματικά σπουδαίοι. Σταύρο σε ευχαριστώ για τη φιλοξενία και την κουβέντα και με συγχωρείς που δεν έπαιξα καλά και προφανώς σε ξενέρωσα. Οι οργανοπαιχτικές μου «αρετές» είναι αντιστρόφως ανάλογες της εκτίμησης και του θαυμασμού που έχω για σένα.

Ας ξεκινήσουμε την κουβέντα μας από τον καινούργιο σου δίσκο. Οι ηχογραφήσεις ξεκινούν από εδώ, από την Αθήνα και φτάνουν μέχρι το Λος Άντζελες. Μίλησέ μου λιγάκι για το δίσκο αυτό. Πότε γράφτηκαν τα κομμάτια; Πως ξεκίνησε η διαδικασία εκείνη που οδήγησε στη δημιουργία του «Ημερολογίου Ονείρων»;
 Περισσότερα από τα μισά κομμάτια του δίσκου (τα εφτά από αυτά συγκεκριμένα) τα είχα γράψει κατά παραγγελία στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Πάτρα πολιτιστική πρωτεύουσα 2006». Γράφαμε στο στούντιο με το Θάνο Μικρούτσικο είχα πάει να παίξω ντραμς ένα δίσκο με το Μανώλη Μητσιά δεν θυμάμαι τον τίτλο του(σ.σ. πιθανότατα εννοεί το «Υπέροχα μονάχοι») και μου έκανε μια παραγγελία για το φεστιβάλ της Πολιτιστικής πρωτεύουσας εκείνης της χρονιάς. Ένα έργο για ορχήστρα και σαξόφωνο ή κάπως έτσι.

Κι έτσι γράφτηκαν τα πρώτα εφτά κομμάτια;
 Ναι. Μαέστρος της ορχήστρας τότε ήταν ο Αλέξανδρος Μυράτ. Και ήταν μια ωραία βραδιά. Στο πρώτο μέρος ακούστηκε κινηματογραφική μουσική και στο δεύτερο μέρος παίχτηκε το δικό μου έργο. Ταίριαζε. Στο πρώτο μέρος παίχτηκε μάλιστα ένα απόσπασμα από τη μουσική της κινηματογραφικής ταινίας «Οι ώρες», στο οποίο έπαιξα πιάνο. Ήταν πολύ ωραία. Η συναυλία ωστόσο δεν ηχογραφήθηκε.  Και ένα έργο για ορχήστρα, πιάνο και σαξόφωνο δεν είναι εύκολο να πεις ότι κάνω μια παραγωγή και το ηχογραφώ για να κυκλοφορήσει σε δίσκο. Έτσι για ένα διάστημα το σκεφτόμουν. Τι να κάνω; Το βγάζω έτσι όπως το θέλω ή κάνω «εκπτώσεις»; Δημιουργικές εκπτώσεις βέβαια: μια άλλη ενορχήστρωση για παράδειγμα. Έτσι αυτό το έργο έμεινε λίγο στην άκρη. Μάζευα χρήματα και κάποια στιγμή αποφάσισα να ξεκινήσω τις ηχογραφήσεις. Ξεκίνησα λοιπόν ηχογραφώντας τα έγχορδα και κάπου εκεί, επειδή ήθελα να το κάνω όσο καλύτερο γίνεται, άρχισα να σκέφτομαι πως θα το συμπλήρωνα, όχι μόνο με περισσότερα κομμάτια, αλλά και με πιο πολλά στοιχεία. Δεν θεωρώ όμως ότι γράφω κλασική μουσική ή μουσική ορχήστρας όπως την φανταζόμαστε.

Και τι έγινε στη συνέχεια;
 Βασικά, τη δημιουργική «κλωτσιά» μου την έδωσε ο Γιώτης Κιουρτσόγλου, ο οποίος μου είχε γνωρίσει πριν από μερικά χρόνια τον Peter Erskine, όταν εκείνος είχε έρθει εδώ για ένα σεμινάριο. Με προέτρεψε λοιπόν ο Γιώτης να επικοινωνήσω με τον Erskine. Ο Erskine είχε γράψει για μένα σε ένα μουσικό περιοδικό, χωρίς να το ξέρω, διότι όταν είχαμε γνωριστεί κάναμε μια κουβέντα γύρω από τους μονούς ρυθμούς. Είναι φοβερό πως οι ξένοι μουσικοί, ειδικά οι Αμερικάνοι και το θυμάμαι από τότε που σπούδαζα εκεί είναι αιώνιοι μαθητές. Και αυτό ισχύει ακόμα και για τα μεγαλύτερα ονόματα. Δεν έχουν κανένα κόμπλεξ να μάθουν από οποιονδήποτε. Δηλαδή, ήθελα εγώ να κάνω μάθημα μαζί του και εκείνος συνεχώς με ρώταγε πράγματα για τους μονούς ρυθμούς και για τον τρόπο που «μετράμε» εμείς εδώ. Του έστειλα λοιπόν εγώ ένα mail, λέγοντάς του «είμαι ο Σταύρος Λάντσιας από την Ελλάδα, δεν ξέρω αν με θυμάσαι», κι εκείνος μου απάντησε ότι, όχι μόνο με θυμόταν, αλλά είχε γράψει και για μένα σε ένα άρθρο του. Και μου στέλνει και το άρθρο. Ο τίτλος του άρθρου ήταν «γυρίζοντας τον κόσμο», επειδή αυτός γυρίζει τον κόσμο και συνεργάζεται με πολλούς μουσικούς, και έλεγε κάπου: «in Athens, Greece, I met the multi-instrumentalist Stavros Lantsias who showed me a suspiciously easy way, έναν ύποπτα εύκολο τρόπο (γέλια) να παίζεις τα 7/8». Με αυτή του την αντίδραση εγώ πήρα θάρρος και τον ρώτησα αν θα ήθελε να παίξει στη δουλειά που είχα ετοιμάσει. Εκείνος ήταν πολύ θετικός, αλλά το μόνο που ήθελε ήταν να βρει το χρόνο. Αυτό ήταν μεγάλο θέμα και χάσαμε άλλον ένα χρόνο προσπαθώντας να το συνδυάσουμε. Μετά σκέφτηκα να βρω και έναν μπασίστα αυτού του επιπέδου και άρχισα να ψάχνω μουσικούς. Μπασίστες που είχαν παίξει με τον Peter Erskine, αλλά είχαν και μια συγγένεια με το δικό μου το στυλ. Εκεί ανακάλυψα το Lars Danielsson που μου αρέσανε και οι συνθετικές του δουλειές. Είχε συνεργαστεί με τον Peter Erskine, είχε αυτό το jazz background, αλλά είχε και κλασική παιδεία. Έχει ξεκινήσει από το τσέλο, παίζει μελωδίες και οι συνθέσεις του μου θυμίζουν πράγματα που γράφω κι εγώ. Έψαχνα μάλλον κάποιον που να του αρέσει το project. Ο Peter Erskine άρχισε να μου λέει όλα τα μεγάλα ονόματα της Αμερικής που θα μπορούσαν να παίξουν, αλλά εγώ το σκέφτηκα περισσότερο και κατέληξα στο Lars Danielson.

Πως καταλήξατε να ηχογραφείτε στο Λος Άντζελες;
 Στην αρχή σκεφτόμασταν να έρθει ο Erskine στην Ευρώπη, αλλά τελικά ήταν πιο εύκολο να πάμε εμείς στο Λος Άντζελες. Εκείνος μου βρήκε στούντιο,αλλά και έναν ηχολήπτη με μεγάλη εμπειρία σε αυτού του τύπου τις δουλειές και το ένα έφερε το άλλο...

Και φτάσαμε ως εδώ.
 Ακριβώς. Επειδή λοιπόν θα πήγαινα εκεί και θα συναντιόμουνα και με παίκτες αυτού του επιπέδου σκέφτηκα να κάνω και μερικά κομμάτια για να παίξουμε σαν jazz trio. Έτσι, εκτός από τα κομμάτια με την ορχήστρα, προέκυψαν και κάποια με το παραδοσιακό σχήμα του jazz trio. Φυσικά, όταν πήγα εκεί, κατάλαβα ότι άνετα θα μπορούσα να κάνω και δύο δίσκους, διότι ήταν πολύ γρήγοροι. Παίξαμε τόσο εύκολα. Εϊχα δύο μέρες το στούντιο και τελειώσαμε από την πρώτη κιόλας.

Ναι αλλά τι είναι αυτό που σε κάνει να επιδιώκεις την ηχογράφηση ενός cd; Το μέσο αυτό, ο φορέας αυτός, μάλλον οδεύει προς τη δύση του.
 Το cd δεν είναι το μέσο μόνο όμως. Το λέμε τώρα cd. Είναι μια συλλογή μουσικής. Τώρα είναι cd. Πριν ήταν βινύλλιο, πιο πριν ήταν κασέτα, πιο πριν ήταν μόνο το ραδιόφωνο και πιο πριν ήταν η παρτιτούρα.

Και μετά τι θα είναι;
 Δεν ξέρω. Ό,τι θέλει ας είναι. Δεν ξεκινήσαμε με αυτό. Άσε που, ως επί το πλείστον, την εκμετάλλευση του φορέα δεν την είχαν οι καλλιτέχνες. Εξ αρχής, και ειδικά στα πρώτα συμβόλαια, οι εταιρείες εκμεταλλεύονταν τους δίσκους. Για να σου δώσω να καταλάβεις, η εταιρεία μου εδώ και πέντε χρόνια δεν έχει κάνει ανατύπωση του πρώτου μου δίσκου. Οπότε δε μου λέει κάτι εμένα, ούτως ή άλλως, αν σταματήσει να υπάρχει το cd. Ανήκει στην εταιρεία και είναι δική της υπόθεση, οπότε είναι σα να μην υπάρχει. Εγώ πάντως θα το έκανα έτσι κι αλλιώς. Δεν περιμένω να βγάλω τα χρήματα της παραγωγής από τις πωλήσεις του cd μου. Ακόμα και το πρώτο μου cd το ξεκίνησα και το τελείωσα και μετά βρέθηκε η εταιρεία που δέχτηκε να το αγοράσει.

Η Warner τότε ε;
 Ναι. Αφού το απέρριψε η LYRA. Αυτό το λέω με κάθε ευκαιρία γιατί η LYRA, την εποχή εκείνη, έκανε ανοίγματα σε jazz δουλειές. Το cd μου το πρώτο θεωρήθηκε αντιεμπορικό.  Και πούλησε πάρα πολλούς δίσκους για εκείνη την εποχή τελικά. Πάνω από 10.000 αντίτυπα. Θέλω να πω ότι καμιά φορά και αυτό που νομίζουνε οι «ειδικοί», που συνέχεια προσπαθούν να καταλάβουν τι είναι αυτό που θέλει ο κόσμος... Πολύ εύκολα πέφτεις έξω. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να κάνεις κάτι επειδή σου αρέσει. Στη Warner, για παράδειγμα, του άρεσε του Ίωνα Σταμπουλή (σ.σ. ο τότε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας) τόσο, που πίστευε ότι αυτή η δουλειά έπρεπε να κυκλοφορήσει και δεν μπήκε σε στενούς υπολογισμούς. Αυτό εμένα με βρίσκει σύμφωνο. Πόσο να προσπαθήσεις  να πουλήσεις κάτι μέσω του marketing; Αφού συνεχώς προκύπτουν εκπλήξεις.

Διαβάζω αυτές τις μέρες, στο βιβλίο που έχει γράψει ο Οδυσσέας Ιωάννου για το Θάνο Μικρούτσικο, ότι ο Πατσιφάς έλεγε, όταν κυκλοφόρησε ο Σταυρός του Νότου, ότι η κυκλοφορία αυτή ήταν ένα δικό του δώρο προς το συνθέτη και ότι δεν επρόκειτο να πουλήσει ούτε 1000 δίσκους.
  Είναι αμέτρητες οι περιπτώσεις. Είναι τα «Ζεστά Ποτά» των Κατσιμιχαίων, είναι ο Περίδης με τη «Φωτοβολίδα». Επίσης είναι όλη αυτή η φουρνιά (Μάλαμας, Περίδης, Παπακωνσταντίνου) που έγιναν γνωστοί μετά τα τριάντα τους, λες και δεν έγραφαν ή δεν υπήρχαν και πιο πριν. Ίσως όλο αυτό το πράγμα, μετά από κάποια αρνητικά πρώτα στοιχεία, να φέρει και κάποια θετικά. Βγαίνουν λιγότεροι δίσκοι. Ίσως είναι και καλύτερα. Κάποια στιγμή έβγαιναν πάρα πολλά πράγματα και πολύ εύκολα. Ξοδεύονταν πάρα πολλά χρήματα και χωρίς λόγο ίσως.

Η δισκογραφία, πάντως, σε παγκόσμιο επίπεδο, φέτος, σημείωσε άνοδο.
 Στη Γερμανία που πήγα για ένα live, με το που βγήκε το cd, έτρεξα και πήρα τα πρώτα πενήντα αντίτυπα από το τυπογραφείο για να τα έχω μαζί μου. Εκεί πηγαίνω και παίζω τώρα τελευταία, μέσω της κυπριακής πρεσβείας, σε γερμανικά ακροατήρια. Δε με ξέρουν σαν καλλιτέχνη. Έχουν όμως μεγάλο ενδιαφέρον μετά το τέλος της συναυλίας για να αγοράσουν το cd μου. Παίζουμε για 150 άτομα και θα αγοράσουν 50 cds. Θα πληρώσουν με ευχαρίστηση τα 15 ευρώ. Και θα σε ψάξουν στο ίντερνετ, θα σε βρουν και θα δημιουργήσουν μια επικοινωνία, μια σχέση. Το θεωρούν sponsoring αυτό με την καλή έννοια.

Ότι αξίζει ο καλλιτέχνης αυτός και με αυτό τον τρόπο τον υποστηρίζουμε.
 Αν ξέρει κάποιος ότι τα λεφτά που θα πληρώσει πάνε απευθείας στον καλλιτέχνη, θα ξέρει κιόλας ότι ο καλλιτέχνης πιθανότατα, επειδή αγαπάει αυτό που κάνει, θα χρησιμοποιήσει τα χρήματα αυτά για την επόμενη δουλειά του. Δεν είναι ότι θα πάνε σε μια εταιρεία που θα υπολογίσει ψυχρά το κέρδος και θα αποφασίσει ίσως να μη χρηματοδοτήσει την επόμενη δουλειά του καλλιτέχνη για να μη «μπει» μέσα. Συμβαίνανε αυτά τα πράγματα. Υπήρχαν πιέσεις. Αν έκανες μια επιτυχία, έπρεπε να κάνεις και την επόμενη. Ακόμα και για μένα που γράφω ορχηστρική μουσική λέγανε: «Πες του Σταύρου να μας γράψει κάτι σαν το πρώτο». Λες και ήταν παραγγελία και το πρώτο ή λες και ήξερα εγώ τι θα μου βγει.

Οι διασκευές στα κομμάτια του Χατζιδάκι πως προέκυψαν; Και πως επιλέγησαν τα συγκεκριμένα δύο;
 Παίζω κατά καιρούς. Οι περισσότερες συναυλίες μου περιλάμβαναν έργα του Χατζιδάκι. Ένα κομμάτι τουλάχιστον. Πάντα κάτι δικό του παίζω. Παίζω και άλλους αγαπημένους μου συνθέτες στις συναυλίες: Ennio Morricone, Michael Nyman, John Williams, Chick Corea. Προσπαθώ πάντοτε να κάνω κάτι σαν tribute στους αγαπημένους μου συνθέτες. Και επειδή πολλοί αναζητούν τις επιρροές του κάθε καλλιτέχνη, με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτω τις επιρροές μου και προτείνω ακούσματα. Εμένα πάντοτε με ενδιέφερε να μάθω τις μουσικές που ακούγανε οι αγαπημένοι μου μουσικοί. Και μου έκανε εντύπωση που διάβασα σε μια συνέντευξή του ότι ο Morricone είχε εμμονή με το Μπαχ.

Και δεν είναι το πρώτο πράγμα που θα σκεφτόταν κανείς ότι θα είχε στα ακούσματά του ο Morricone.
 Ναι. Και έλεγε μάλιστα ότι δυσκολεύτηκε πολύ να βγάλει από πάνω του αυτή την επιρροή. Ενδιαφέρον μου φάνηκε. Με έκανε να δω το Μπαχ με ένα διαφορετικό τρόπο. Μου αρέσει αυτή η λογική. Από τους σημερινούς να πηγαίνεις δηλαδή προς τα πίσω και να ανακαλύπτεις πράγματα. Τώρα όσον αφορά στις συγκεκριμένες διασκευές μου στο Χατζιδάκι, αυτές ήταν ίσως οι πιο πρόσφατες. Το Top Capi το έπαιζα  συχνά τον τελευταίο καιρό στο πιάνο και είχα μια διασκευή New Orleans στυλ και λίγο πιο swing στο μυαλό μου. Επίσης οι μουσικοί που θα έπαιζαν προσφέρονταν για ένα τέτοιο παίξιμο.

Η επιλογή του δεύτερου («Μες σαυτή τη βάρκα») ξενίζει λιγάκι.
 Αυτό το κομμάτι όμως είναι μέσα στο «Χαμόγελο της Τζοκόντα». Εγώ αυτό το κομμάτι το ονόμαζα «η παρθένα της γειτονιάς μου» γιατί αυτός είναι ο τίτλος του μέσα στο «χαμόγελο της Τζοκόντα». Εγώ από εκεί το ξέρω.  Απλώς επειδή το «χαμόγελο της Τζοκόντα» θεωρείται ένα αυτούσιο έργο, όταν κάνεις μια διασκευή, είναι προτιμότερο να βάζεις τον τίτλο του τραγουδιού. Εγώ πάντως όταν το ακούω, την «Τζοκόντα» ακούω. Δεν ακούω την Βουγιουκλάκη. Ούτε καν έχω στο μυαλό μου την εικόνα της ταινίας. Δεν έχω, ούτως ή άλλως, εικόνες από τις ελληνικές ταινίες. Επειδή μεγάλωσα στην Κύπρο, δεν έχω δει αυτές τις ταινίες. Πολλές φορές στις παρέες λέει κάποιος μια γνωστή ατάκα από μια παλιά ελληνική ταινία και εγώ είμαι ο μόνος που δεν γελάει. Για να επιστρέψουμε στην ερώτησή σου όμως, νομίζω πως ό,τι και να ακούσεις από το έργο του Χατζιδάκι έχει μέσα του το στοιχείο της μεγαλοφυΐας. Για αυτό το λόγο κιόλας το έργο του προσφέρεται για διασκευές. Μπορείς να «χτίσεις» πάνω του. Και μόνο να κρατήσεις τη μελωδία είναι αρκετό. στερα, και τη μελωδία να αλλάξεις, έχει ενδιαφέρουσες αρμονίες. Και μόνο που θα κάτσεις να ακούσεις Χατζιδάκι, σε επηρεάζει αισθητικά. Εμένα αυτό μου κάνει ο Χατζιδάκις. Όλοι του οι δίσκοι είναι καλοί. Όλες του οι δουλειές. Με τον τρόπο αυτό σου ανεβάζει και εσένα τον πήχη.

Σου έχουνε κάνει ποτέ πρόταση να γράψεις τη μουσική για μια κινηματογραφική ταινία; Θα σου ταίριαζε πολύ, κατά τη γνώμη μου. Φαντάζομαι, θα στο έχουν ξαναπεί αυτό. Οι προσωπικοί σου δίσκοι θυμίζουν έντονα κινηματογραφική μουσική. Θα σου άρεσε να το κάνεις αυτό;
 Ναι. Επειδή όμως κουράστηκα να περιμένω, έκανα τις μουσικές χωρίς την ταινία (γέλια). Πάντοτε το ήθελα αυτό. Έχω μόλις δεχθεί μια πρόταση, αλλά επειδή είμαστε ακόμα σε συζητήσεις, ας μην πούμε περισσότερα. Μακάρι. Πάντοτε έλεγα ότι θα ήθελα να κάνω μουσική για τον κινηματογράφο. Κι από τη στιγμή που φτιάχνω μουσικές που δημιουργούν αυτές τις  εικόνες, ήλπιζα κάποτε να συμβεί. Αλλά αυτό είναι απόφαση του σκηνοθέτη. Πρέπει ένας σκηνοθέτης να το φανταστεί αυτό. Και η πρόταση που μου έχει γίνει τώρα είναι επειδή ένας σκηνοθέτης, ακούγοντας τη μουσική μου, έχει ήδη φανταστεί τις σκηνές.

Πρόσφατα έκανες δύο βραδιές στον Ιανό, στις οποίες παρουσίασες ζωντανά το «Ημερολόγιο Ονείρων». Θα ακολουθήσουν κι άλλες;
 Ναι σίγουρα. Κοίτα, τώρα θα παίξουμε στις 7 Φεβρουαρίου στην Κύπρο, στο Ίδρυμα Πολιτισμού, στη Λευκωσία. Επιθυμία μου είναι να καταφέρω να φέρω κάποια στιγμή έναν από τους συμμετέχοντες σαν guest σε μια συναυλία. Αν όχι τον Erskine, που είναι πιο δύσκολο, τότε το Lars Danielsson που βρίσκεται στην Ευρώπη. Επειδή πήγανε πάρα πολύ καλά οι παραστάσεις στον Ιανό, θα ήθελα πολύ να ξαναπαίξω. Και σε άλλους χώρους. Θα δούμε και πως θα πάει η χρονιά γενικώς. Έχω όμως την εντύπωση ότι ο κόσμος διψάει να ευχαριστηθεί  μουσική.