«Ζούμε στα χρόνια του φόβου» Γ.Ε.

«Ζούμε στα χρόνια του φόβου» Γ.Ε.
Ακολουθήστε μας στο Google news

Εδώ δεν είναι Αργεντινή. Δεν είναι Λατινική Αμερική. Γι αυτό και δεν θα ήταν δυνατή η εξάπλωση βαρέων ναρκωτικών ακόμα κι αν οι χρήστες είναι πάρα πολλοί. Παρόλο που οι λίγο προηγούμενοι από εμάς, που σιγά σιγά πατάμε τα 30, εθίστηκαν στα ecstasy και πέθαιναν από την πρέζα, σε μας δεν περνούσαν πλέον αυτά. 

26 Ιουλίου 2017
Της Ζωής Νικολάου

Όχι όπως πριν. Έτσι, έμεινε το «μαύρο», να φωλιάζει αρχικά σε παρεάκια, και στη συνέχεια να γίνεται μόδα. Το πολύ πολύ να συνοδέψει κάνα τουρνουά pro ή να πάρει το ρόλο του ως αρχαία «υπνούσα». Αλλά, τέλος πάντων,  ξέρεις, ό,τι γίνεται μόδα, έχει και πολλούς απέναντί της.
 
Εδώ, λοιπόν, εφαρμόστηκε κάτι άλλο. Πιο επώδυνο, πιο οδυνηρό, πιο μακρόσυρτο, σαν το βασανιστήριο της σταγόνας, με μεγαλύτερη διάρκεια. Αν καταφέρεις να κρατήσεις τα λογικά σου, και μετά από εξοντωτικές προσπάθειες να σπουδάσεις, να συμπληρώσεις την ατέρμονη συλλογή πτυχίων, σεμιναρίων, βαθμοθηρικών διαδικασιών, μορίων και διπλωμάτων, έχεις να αντιμετωπίσεις την Αγορά Εργασίας. Το μέρος, δηλαδή, όπου δοκιμάζεις ένα άλλο skill σου, την αέναη υπομονή απέναντι στον –ως επί των πλείστων- άσχετο προϊστάμενο που πήρε τη θέση με ρουσφέτι, τον νταβατζή διευθυντή που σαν γνήσιος καρεκλοκένταυρος, δεν κουνιέται με καμία παναγία από εκεί που βρίσκεται, τα πουλημένα σωματεία που πουλάνε τις απεργίες σου λες κι εσύ δεν έχασες ποτέ το μεροκάματο, τον ανήλεο κρατικό μηχανισμό που τροφοδοτεί ασταμάτητα όλο αυτόν το φαύλο κύκλο, αφήνοντάς σε έρμαιο, να τριγυρνάς με τις αποσκευές σου κλεισμένες σε επιχρυσωμένα κάδρα, επαγγελματικές φωτογραφίες κι έναν κυκεώνα πάρεργης γραφειοκρατίας. 
 
Βέβαια, όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, έχεις από τη «μάνα σου», που λέμε, αυτό το ένστικτο της επιβίωσης. Κι έτσι προχωράς, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή, θα «τρουπώσεις» που ‘λεγε κι ο Βουτσάς. Αν, λοιπόν, καταφέρεις να ξεφύγεις από τη μιζέρια που σε ρίχνουν, να μη νιώσεις άχρηστος multi-πτυχιούχος, να μη νιώσεις το μηχάνημα αξίας εκατομμυρίων που σαπίζει στην υγρασία, περιμένοντας μια θέση στο εργοστάσιο, συνεχίζεις. Ξυπνάς ένα πρωί και ενώ ετοιμάζεις τον καφέ σου, ενώ είσαι στη δουλειά σου, ενώ μπαίνεις στο λεωφορείο ή ενώ αφοδεύεις, νιώθεις έναν ανησυχητικό πόνο στο στομάχι. Ακολουθούν τα άκρα σου που μουδιάζουν και η αναπνοή σου που μοιάζει να λιγοστεύει. Ύστερα έρχεται η ζαλάδα και μια αίσθηση ότι δεν μπορείς να κουνηθείς, ότι δεν μπορείς να εστιάσεις, ότι δεν ξέρεις τι ακριβώς σου συμβαίνει, ότι δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά. Αν δεν σου κοπεί η ανάσα, κι αν ο ανεξήγητος φόβος δεν φτάσει στο μεδούλι σου, αν δεν χάσεις εντελώς την ψυχραιμία σου, και καταφέρεις να πείσεις τον εαυτό σου ότι αναπνέεις κανονικά, ότι η καρδιά σου χτυπάει ακόμα, ότι δεν παθαίνεις εγκεφαλικό, έμφραγμα, κολπική μαρμαρυγή ή οτιδήποτε άλλο θανατηφόρο περνάει εκείνη την ώρα από το μυαλό σου, σε λίγα λεπτά κάπως συνέρχεσαι. Και κατάκοπος πια, έχεις να αντιμετωπίσεις το θέμα «πανικός»
 
Υπάρχουν και τα μαχίμια που δεν θα το αντιμετωπίσουν ποτέ αυτό. Τα μαχίμια που κατέβαιναν πάντα στους δρόμους, που πάλευαν πάντα με την απύθμενη μαλακία που τους περιβάλλει, τα μαχίμια που δεν έκαναν πίσω ούτε στην απώλεια ενός μονάχα ενσήμου, ή μιας μικρής, ανεπαίσθητης αδικίας, τα μαχίμια που δε μάσησαν μπροστά στους σιδηρόφρακτους δήμιους, τα μαχίμια που δεν θόλωσαν. Γι αυτούς υπάρχει άλλο μέσο καταστολής. Ο παραδειγματισμός. Κάποτε κρέμαγαν, θανάτωναν δημοσίως, παλούκωναν τους «κακούς», και ο περίγυρος κοιτούσε με ευχαρίστηση για την απονομή δικαιοσύνης. Τώρα, που όλοι ψάχνουν ή  ακόμα καλύτερα έχουν διαλέξει το αποδιοπομπαίο τράγο τους, το μόνο που μένει είναι να βρεθεί το εξιλαστήριο θύμα για όλα τα δεινά που υπόκεινται. Γι αυτό, μας χτυπούν ανελέητα, μας ψεκάζουν μες στα μούτρα, μας τσουβαλιάζουν σε τμήματα, μας φυλακίζουν χωρίς στοιχεία, μας δολοφονούν από λάθος, αφέλεια, άγνοια κι όλα αυτά τα ωραία που ακούς στην TV. Αν τίποτα δε σε τρομάζει φίλε, τότε θα στα πάρω όλα για να φοβηθείς τον εαυτό σου. Θα σε κλείσω σε ένα κελί που δεν θα μπορείς να βγεις, θα σε εξευτελίσω με δίκες για να ικανοποιήσω τα σαδιστικά κόμπλεξ μου, θα εξαϋλώσω και το τελευταίο ανθρώπινο κομμάτι που έχεις στο φυλλοκάρδι σου. Κι όταν σε έχω πολεμήσει, σε έχω ξεγυμνώσει, σε έχω γδάρει κι έχω τελειώσει με σένα, αν δεν έχεις αυτοκτονήσει, αν δεν έχεις τρελαθεί, «σαν βγεις από αυτήν τη φυλακή» θα σε έχω πείσει ότι «κανείς δε θα σε περιμένει». Αυτός που σε περίμενε έχει φοβηθεί ή έχει ξεπουληθεί.
 
Ο κόσμος πάντα θα κοιτάει χάσκοντας, πιστεύοντας πάντα ότι το πεπρωμένο είναι μοιραίο. Γι αυτό όλα τελικά είναι στο μυαλό, γι αυτό όλα τελικά περνούν από αυτήν την ελάχιστη μονάδα μέτρησης δύναμης, την ανθρώπινη παλάμη. Μας  χώριζαν δέκα ημέρες από την επόμενη βουτιά στο βόθρο, ή από την επόμενη ανάσα έξω από αυτόν. Αφού αθωώθηκε ο Θεοφίλου, τότε θα έπρεπε να είναι ελεύθερη κι η Ηριάννα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η αθώωση αθώων ενώπιον ευαγγελίου δεν είναι απόδοση δικαιοσύνης. Είναι η απόδειξη της απώλειάς της. Γιατί για να γλιτώσουμε από δω δεν φτάνει να τελειώσει το τυρί. Πρέπει να καταργηθούν οι φάκες.
«Στην πραγματικότητα το μέλλον μπορείς να το ανακαλύψεις, να το φανταστείς, αντί να υποταχτείς σε αυτό», είπε ο Γκαλεάνο. Και «να το φτιάξεις επίσης», σίγουρα κάπου υπονοούσε αυτή τη φράση. Τη σπουδαία. Να το φτιάξεις ακόμα κι όταν όλα στα γκρεμίζουν, ακόμα κι αν δε φαίνεται έξοδος κινδύνου, ακόμα κι αν όλα τα φώτα σβήσουν. Κάπου υπάρχει ένα κομμάτι σάρκας, έτοιμο να σηκωθεί όρθιο.