«Ghosteen»: Στο μυαλό μου ο Nick Cave είναι ένας άλλος Οδυσσέας

«Ghosteen»: Στο μυαλό μου ο Nick Cave είναι ένας άλλος Οδυσσέας
Ακολουθήστε μας στο Google news

Ο Γιάννης Κακουλίδης τελειώνει το ποίημά του «Μην ακούς τον παράδεισο», με τον εξής στίχο: «Μην ακούς τον παράδεισο. Δεν είμαι φτιαγμένος για τίποτα, αλλά ήρθε η ώρα να ακολουθήσω το θάμπος».

13 Οκτωβρίου 2019

Του Αντρέα Μαντά

Έτσι φαίνεται να ένιωσε ο Nick Cave, αλλά και όλοι εμείς, με το Skeleton Tree. Τρία χρόνια μετά κάνει πράξη αυτό που έγραψε ο Καρυωτάκης: «Με το μηδέν και το άπειρο να συμφιλιωθούμε». Ο Nick Cave, έγινε αυτό που είναι ο πατέρας του στο τραγούδι «Man on the Moon», από τον πρώτο δίσκο των Grinderman. Ενας αστροναύτης. Δεν θέλει τίποτα απ’ τη γη. Πέταξε έξω απ’ τη σφαίρα της και κατάλαβε την ομορφιά, τη δυστυχία. Σ’ αυτό το χάος. Το τεράστιο. Το μικρό.

To Ghosteen είναι ένα διπλό άλμπουμ για ένα περιπλανώμενο πνεύμα, που μέσα από αυτό, ο Nick, επικαλείται τη βαρύτητα του Leonard Cohen και την τραχιά, άγρια ομορφιά των τελευταίων δίσκων του Scott Walker. Ξέρει τι κάνει, εκεί, στο διάστημα. Παίζει το παιχνίδι μόνος του. Από την εμπειρία, γνωρίζουμε πως συχνά μέσα από το πένθος απελευθερώνεται ένα οργισμένο εκδικητικό τέρας. Ένα κούγκαρ φωλιάζει στην καρδιά αυτού του άλμπουμ, και περιφέρεται γύρω από την Καλιφόρνια, με μια τρομερή μηχανή για καρδιά.

Το εξώφυλλο του δίσκου είναι ένας κιτς παράδεισος όπου φλαμίνγκο και λιοντάρια παιχνιδίζουν και κάθονται δίπλα σε πρόβατα, αισθητική προσέγγιση που αντανακλά μια αλλαγή στο συναισθηματικό τοπίο των Bad Seeds. Με το Ghosteen ολοκληρώνεται μια τριλογία από άλμπουμ τα οποία ηχητικά είναι συνδεδεμένα. Τα Push the Sky Away, Skeleton Tree και Ghosteen είναι όλα μοιρολόγια, υπόγεια ορχηστρικά έργα, που στροβιλίζονται μέσα από ηλεκτρονικούς ήχους, αντικαθιστώντας τη rock φόρμα και υπογραμμίζοντας την παρουσία του Warren Ellis. Και μέσα σε όλα αυτά ο Cave είναι ο Cave…

Όλα τα τραγούδια διαθέτουν τη δύναμη του μύθου, όπου διάφοροι στολίσκοι από γαλέρες ταξιδεύουν στο αεράκι του λυκαυγούς, και θαλάσσια τέρατα απελευθερώνονται από τα βάθη της θάλασσας. Μέσα σε όλη αυτή την παραισθητική κομψότητα εισβάλλουν καθημερινές βινιέτες. Όπως όταν ακούς ραδιόφωνο στην κουζίνα ή κάθεσαι σε ένα πάρκινγκ μόνος σου, μέσα στο αυτοκίνητό σου. Η πρώτη πλευρά, όπως μας λέει και ο ίδιος ο Nick, είναι τα «παιδιά». Είναι σαν να ακούμε τον ίδιο τον Arthur, να λέει στο «Ghosteen Speaks»: «I am beside you, look for me… My friends have gathered here for me».
Ενώ στο Spinning Song εμφανίζεται ο Elvis, να φυτεύει ένα δέντρο στον κήπο του.

Κανένας δεν μένει ανέγγιχτος από την απώλεια, και σ’ αυτό το άλμπουμ ο Cave βρίσκει παρηγοριά στην οικουμενικότητα του πόνου και στη βοήθεια όλων αυτών που βρίσκονται γύρω του. Στο «Galleon Ship» παρατηρεί: «For we are not alone it seems, so many riders in the sky».

‘Oλα τα οράματα του δίσκου είναι παρηγορητικά και στοιχειωμένα. Διακριτικά, με κορύφωση τέτοια που φτάνει στα άκρα μέσα από την ταυτόχρονη, πανέμορφη έλλειψή της. Υπάρχει το πιάνο, αλλά το κλασικό πιάνο της θλιμμένης μπαλάντας δεν υπάρχει πουθενά. Υπάρχει μια έντονη φωτεινότητα στα κομμάτια που θυμίζουν Kraftwerk ή Harmonia. Στο Hollywood, τελευταίο κομμάτι της δεύτερης πλευράς, της πλευράς των «γονιών» και προσωπικά το αγαπημένο μου, ο Cave δεν θα μπορούσε να έχει κάνει καλύτερο κλείσιμο δίσκου.

Λίγο πριν το τέλος του κομματιού, ο Cave αφηγείται την ιστορία της Kisa Gotami, μιας πλούσιας γυναίκας που, όταν πέθανε το παιδί της, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, ρωτώντας τους συγχωριανούς της με ποιο τρόπο θα μπορούσε να το επαναφέρει στη ζωή. Εκείνες τις μέρες έτυχε να βρεθεί ο Βούδας στο χωριό και κάποιος την προέτρεψε να πάει να τον βρει, γιατί μπορεί να ήταν ο μόνος που ίσως είχε το φάρμακο που θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Ο Βούδας της είπε ότι είχε το φάρμακο και ότι θα χρειαζόταν μόνο κάποιους σπόρους από σινάπι. Έπρεπε όμως να προσέξει, γιατί οι σπόροι που θα έβρισκε θα έπρεπε να προέρχονται από ένα σπίτι χωρίς καμιά απώλεια – να μην έχει πεθάνει κανένα παιδί, γονιός, σύζυγος ή σκλάβος. Στο τέλος, αφού γύρισε όλα τα σπίτια, μην μπορώντας να βρει ούτε ένα χωρίς καμιά απώλεια, το μυαλό της φωτίστηκε. Συνειδητοποίησε πως το να υποφέρουμε είναι μέρος της ζωής. Πως ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και θα συμβεί σε όλους μας. Μόνο τότε κατάφερε να σταματήσει το πένθος της. Έθαψε το γιο της στο δάσος κι επέστρεψε, για να τιμήσει τον Βούδα και να γίνει μαθήτριά του…

Η Elizabeth Aubrey από το NME παρατήρησε ότι το άλμπουμ μοιάζει με το βιβλίο του C.S. Lewis «A Grief Observed». Ωραία παρατήρηση, όμως, κατά την ταπεινή μου άποψη, βρίσκω να έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με το «Mourning Diary» του Roland Barthes και το «Swimming in a Sea of Death: A Son's Memoir» του David Rieff ή ακόμα και με το «The Year of Magical Thinking», της Joan Didion.

Μέσα στο μυαλό μου, ο Nick είναι ένας άλλος Οδυσσέας και ο Arthur, ένας Τηλέμαχος. Οπου του δίνει μηνύματα, σήματα στα όνειρά του, στα οποία βάζει φωτιά και η λάμψη τους τον καίει, αλλά η στάχτη μπροστά του δεν τον θαμπώνει. Σαν σύννεφο στα μάτια μπροστά του την αστραπή θολώνει, έτσι τον βοηθάει να βλέπει, για να μην τυφλωθεί. Και σκέφτεται πώς είναι του ματιού η καρδιά, που όλα τα νιώθει και ας μην καταλαβαίνει. Ξέρει πως υπάρχει. Δεν τον νοιάζει πια, που. Υπάρχει.