Μετανιώνω που δεν του έριξα μια γερή κουτουλιά στη μύτη του στο ασανσέρ στην εφημερίδα

Μετανιώνω που δεν του έριξα μια γερή κουτουλιά στη μύτη του στο ασανσέρ στην εφημερίδα
Ακολουθήστε μας στο Google news

Το καλοκαίρι του 2010 εργάζομαι στην εφημερίδα «Το Βήμα».

28 Μαΐου 2020

Του Κωνσταντίνου Τσάβαλου

Ενα μεσημέρι του Ιουλίου, πηγαίνω από το τμήμα που εργάζομαι μέχρι τους υλατζήδες, στην άλλη άκρη της εφημερίδας, προκειμένου να κάνω κάτι αλλαγές που μου είχε επισημάνει ο προϊστάμενός μου.

Στο στενό διάδρομο που μεσολαβεί πριν το τμήμα των υλατζήδων στέκεται γνωστός τηλεοπτικός δημοσιογράφος και στέλεχος του ΔΟΛ συνομιλώντας με κόσμο -κάποιους υλατζήδες, έναν δημοσιογράφο από το πολιτικό τμήμα και κανά δυο άλλους που φυσικά δεν θυμάμαι.

Ξαφνικά ανοίγει η γυάλινη πόρτα από τον προθάλαμο του ασανσέρ και περνάει από μπροστά τους μια νεαρή κοπέλα, γύρω στα 23-25, ασκούμενη προφανώς που ήρθε για την πρακτική της από το Πάντειο ή το Καποδιστριακό.

Ο γνωστός δημοσιογράφος την βλέπει να απομακρύνεται με την κοντή της βερμούδα, περιμένει λίγο ακόμη (γιατί συν τοις άλλοις δεν θα το έλεγε ποτέ αυτό μπροστά της, καθώς είναι και θρασύδειλος) και μετά γυρνάει ανερυθρίαστα και λέει στην ομήγυρη: «Ωραίο κωλαράκι ε; Πςςς.. φυσάει μιλάμε».

Αυτό το είπε τόσο δυνατά ώστε να το ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, αλλά όχι τόσο ώστε να φτάσει στα αυτιά της κοπέλας. Οι υπόλοιποι γύρω του πάγωσαν: οι υλατζήδες (όλοι τους αξιοπρεπέστατοι άνθρωποι μεταξύ 45-60 ετών) δεν έβγαλαν κουβέντα, ενώ ο μόνος που τόλμησε να μειδιάσει και να ψελλίσει κάτι εξίσου γελοίο ήταν ένας δημοσιογράφος που καθόταν πλάτη σε μένα.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες κάποιος θα έπρεπε να του επισημάνει πως, για αρχή, δεν εκφραζόμαστε έτσι δημοσίως - άντε, ιδιωτικώς με τον κολλητό σου να το πεις αυτό, αλλά μπροστά σε 7-8 άτομα, γνωστούς και ημιαγνώστους; Πάει πολύ.
Δεύτερον: ρε φίλε, είσαι κοντά στα 60, θα μπορούσε να είναι φίλη της κόρης σου. Θα μιλούσες έτσι για την φίλη της κόρης σου; Και μάλιστα μπροστά στην κόρη σου;

Ναι, αν είσαι ο μαλάκας που ξεκάθαρα είσαι.

Για λίγο σκέφτηκα να πάω να πιάσω αυτά τα άτομα, ενώπιον των οποίων ακούστηκε αυτό και να πάμε να βαρέσουμε μια καταγγελία αφενός στην διοίκηση της εφημερίδας και αφετέρου στην ΕΣΗΕΑ.
Αλλά, πραγματικά, μάταιος κόπος: αφενός η διοίκηση τότε τον στήριζε όσο κανέναν άλλον και αφετέρου στην ΕΣΗΕΑ, οι μισοί μέσα εκεί είχαν κουμπαριές μαζί του.

Θα άφηναν τον κουμπάρο τους έκθετο; Χλωμό.

Οπότε δεν έκανα απολύτως τίποτα.

Το άφησα να ξεχαστεί στην λήθη του χρόνου.

Ποτέ μου ωστόσο δεν ξέχασα πως είμαι συνυπεύθυνος για ό,τι συνέβη. Ασφαλώς και είμαι -πως θα γινόταν να μην ήμουν;

Θα έπρεπε να είχα πάει μέχρι την ΕΣΗΕΑ και να καταγγείλω το γεγονός, όσο απλό και αν ήταν, όσο και αν άκουγα κάτι του στυλ «ελάτε τάρα κύριε Τσάβαλε, ξέρετε πόσα τέτοια σχόλια ακούγονται καθημερινά στους χώρους εργασίας; Με αυτό θα ασχοληθούμε τώρα;» Και μετά θα μου έλεγαν κάτι του στυλ «boys will be boys» και παπαριές.

«Ναι, βασικά με αυτό να ασχοληθείτε. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Γιατί αν δεν ασχοληθείτε θα είναι σαν να επιβραβεύετε αυτού του είδους τις συμπεριφορές».

Μετανιώνω λοιπόν που δεν πήγα στην ΕΣΗΕΑ.

Ή έστω που δεν του έριξα μια γερή κουτουλιά στη μύτη του, τις 1-2 φορές που τον πέτυχα να κατεβαίνει μαζί μου με το ασανσέρ.