«Τα τραγούδια είναι επιστολές που τις απευθύνουμε σε ανθρώπους για όταν αυτοί τις χρειαστούν»

 «Τα τραγούδια είναι επιστολές που τις απευθύνουμε σε ανθρώπους για όταν αυτοί τις χρειαστούν»
Ακολουθήστε μας στο Google news

Με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου «Η εποχή του θερισμού», ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος μιλά στο loaded.gr

19 Οκτωβρίου 2020

Διαβάζοντας κάποιος αυτή τη συνέντευξη του Γεράσιμου Ευαγγελάτου καταλαβαίνει πως μιλάμε για έναν άνθρωπο που θέλει τα πράγματα να συμβαίνουν όταν θα υπάρχει η κατάλληλη αφορμή. Την κατάλληλη αφορμή περίμενα και εγώ, την κυκλοφορία δηλαδή της «Εποχής του θερισμού», που μάλιστα είναι το πρώτο άλμπουμ των παιδιών που κυκλοφορεί από την Cobalt Music, γι’ αυτό και άργησε αυτή η πρώτη μας κουβέντα με τον Γεράσιμο. Σαν νεράκι κύλησε η συνέντευξη. Πολύ την χάρηκα. Και επί τη ευκαιρία να πω ότι εγώ απ’ αυτό το δίσκο την «Άπνοια» λάτρεψα και το «Αν ήταν όλα δίκαια».

Στον Παναγιώτη Χαραλαμπάκη

Είμαστε πια σε μια εποχή που το τραγούδι δυστυχώς δεν αφορά όσο αφορούσε. Που ένας δίσκος δεν είναι είδηση. Πώς αισθάνεσαι που ο δικός σας δίσκος είναι είδηση, που ο κόσμος τον περίμενε, που τα ραδιόφωνα τον παρουσίασαν; Πού οφείλεται πιστεύεις αυτό;
Απλώς, αυτό που συμβαίνει με εμάς είναι ότι έχουμε μία σχέση με τη δισκογραφία που είναι λίγο παλαιάς κοπής. Δηλαδή έχουμε διαμορφώσει όλο το δίκτυο, είτε αυτό είναι ο κόσμος που μας ακούει, είτε είναι οι άνθρωποι που παίζουν τα τραγούδια μας, με τον τρόπο που μάθαμε εμείς να ακούμε δίσκους, να αγαπάμε καλλιτέχνες, να περιμένουμε νέες κυκλοφορίες. Οπότε νομίζω ότι αυτό ουσιαστικά συμβαίνει. Αντιμετωπίζουμε το δίσκο σαν ένα καλλιτεχνικό γεγονός ακόμη και σε μία περίοδο που αρχίζει αυτό να φθίνει πάρα πολύ.

Και αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε πάρα πολύ και σε αυτή την κυκλοφορία είναι να ακολουθούμε λιγάκι τις εξελίξεις της νέας εποχής, δηλαδή να περάσουμε στην ψηφιακή επικοινωνία και να αποδεχτούμε ότι πια ο περισσότερος κόσμος δεν πηγαίνει στο δισκοπωλείο για να αγοράσει ένα φυσικό προϊόν, αλλά θέλει να πάρει την πληροφορία μέσα από το τηλέφωνο του ή τον προσωπικό του υπολογιστή. Προσπαθούμε ουσιαστικά να φέρουμε μια παλιά αντιμετώπιση της δισκογραφίας σε μία νέα εποχή. Είναι πολύ πειραματικό το στάδιο, αλλά νομίζω πως έχει ανταπόκριση.

Και δημιουργήσατε με τις ζωντανές μεταδόσεις των τραγουδιών μία άλλου τύπου ακρόαση των δίσκων. Πιθανόν οι ίδιοι άνθρωποι που μπήκαν στο YouTube και άκουσαν τα τραγούδια, σχολιάζοντας παράλληλα, με τις παρέες τους μπορεί να μην το έκαναν ποτέ αυτό.
Μα συνέβη κάτι τρομερά συγκινητικό και σε εμάς τους ίδιους. Βρεθήκαμε στο σπίτι του Θέμη με τη Νατάσσα και ακούγαμε τον δίσκο, γνωρίζοντας ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι, που πιθανότατα δεν τους ξέραμε, είχαν μαζευτεί κι αυτοί με τις παρέες τους και περίμεναν να ακούσουν το νέο υλικό· είναι κάτι που, στην ουσία του, θυμίζει κάτι από εκείνες τις παλιές εποχές που η ακρόαση του δίσκου ήταν μια συλλογική διαδικασία, αλλά με έναν τρόπο τόσο φρέσκο, που, αν δεν υπήρχε η τεχνολογία, δεν θα τον είχαμε. Δηλαδή σε αυτή την περίπτωση είδαμε ότι η τεχνολογία που την έχουμε δαιμονοποιήσει σε ένα βαθμό, κατάφερε να εξελίξει αυτή την εγγύτητα που είχαμε ανάγκη. Και έγινε και για μας και –θέλω να πιστεύω– και για τον κόσμο, που συντονίστηκε να ακούσει σε πρώτη μετάδοση τα τραγούδια, μια καινούργια εμπειρία.

Επειδή ξέρω πως οι δίσκοι σας ξεκινάνε πάντα από τους στίχους σου, νομίζω πως είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να μου πει αν υπήρχε κάποια αρχική πρόθεση. Αν είχατε δηλαδή στο μυαλό σας να πείτε κάτι συγκεκριμένο.
Ποτέ δεν έχουμε. Ουσιαστικά, αυτό που βάζουμε ως ομπρέλα κάτω από την οποία αρχίζουμε να χτίζουμε ένα υλικό είναι να είμαστε όσο το δυνατόν πιο ειλικρινείς στη μεταξύ μας σχέση, όπως έχει αυτή εξελιχθεί από τη Βαβέλ μέχρι σήμερα, αλλά και με ανοιχτά τα αυτιά σε ότι συμβαίνει γύρω μας, χωρίς όμως να γινόμαστε περιγραφικοί. Αυτό που συμβαίνει ουσιαστικά είναι ότι με αφήνουν τελείως ελεύθερο τα παιδιά σε περιόδους που εκείνοι παρουσιάζουν το υλικό μας σε συναυλίες και, όταν ετοιμάσω ένα υλικό που νομίζω ότι μπορεί κάπου να μας πάει, τότε αρχίζει η αλληλεπίδρασή μου με τον Θέμη.

Τη Νατάσσα αρχικά την αφήνουμε παντελώς απέξω, μέχρι να έχουμε να της παρουσιάσουμε κάτι που να είναι η δική μας άποψη, αυτό που θέλουμε να είναι στιχουργικά, μουσικά και ηχητικά το υλικό. Όταν μαζευτούν, λοιπόν, πέντε τραγούδια, βρισκόμαστε σε κάποιο απ’ τα σπίτια των τριών και αρχίζουμε να μπαίνουμε όλοι μαζί σ’ αυτή τη διαδικασία και χτίζεται ο δίσκος μέσα από ιδέες, συζητήσεις, προτάσεις.

Υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσεις από μία άλλη ιδέα και ή η ρίμα ή το μέτρο να σε πάει κάπου τελείως αλλού; Θα το αφήσεις να συμβεί;

Βέβαια. Θυμάμαι ότι όταν έγραφα το “Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει” η φράση αυτή μου είχε έρθει τελείως αυτόνομη. Δεν μπορούσα να σκεφτώ πως αυτό θα μπορούσε να γίνει τραγούδι. Οπότε ξεκίνησα απλά να γράφω σκέψεις πάνω σ’ αυτό. Όταν είδα ότι αυτές οι σκέψεις θα μπορούσαν να διαμορφωθούν μετρικά ώστε να αποκτήσουν μια αρμονία, άρχισα να το δουλεύω σε δεύτερο χρόνο με την προοπτική να γίνει τραγούδι. Οι σκέψεις μεταλλάσσονται. Μπορεί να ξεκινήσεις για να γράψεις κάτι ελεύθερο και στην πορεία να σου βγει κάτι που να έχει ένα μέτρο πιο «τραγουδένιο». Γενικά θέλω να είμαι ανοιχτός και απόλυτα χαλαρός με το πώς έρχονται τα πράγματα. Θέλω να έρθουν μόνα τους να μου ψιθυρίσουν στο αυτί ποια είναι η πραγματική τους επιθυμία.

Ας πούμε το «Κοίτα με» σας άκουσα να λέτε πως είχε γραφτεί αλλιώς στην αρχή και στην πορεία σκέφτηκες να το αλλάξεις.
Αυτό είναι ένα από τα ωραία πράγματα που γίνονται στο αλισβερίσι. Οι στίχοι ήταν άλλοι στην αρχή. Ήταν ένα πολύ τρυφερό τραγούδι. Ο Θέμης όμως του έδωσε κάποιες αιχμές που με έκαναν να θέλω να έχει κάτι πιο νευρώδες στο στίχο. Και έφτασα στο σημείο να πω ότι με αυτή τη μουσική και αυτή την ενορχήστρωση που έχει γράψει ο Θέμης θα μπορούσα να περιγράψω μια σεξουαλική πράξη πρώτης φοράς, χωρίς να είναι ούτε τρομερά υπερβολική ούτε τρομερά περίεργη. Άρα αυτό είχε να κάνει με το πώς η μεταξύ μας σχέση διαμορφώνει τα πράγματα. Είναι για μένα το πιο ωραίο πράγμα κάτι να ξεκινάει από αλλού και να πηγαίνει αλλού.

Ηχητικά και ενορχηστρωτικά πότε αποφασίσατε πως θα κάνετε έναν pop art δισκο; Εξ’ αρχής ή ήταν κάτι που προέκυψε από το υλικό;
Νομίζω ότι το υλικό είναι αυτό που σε πηγαίνει. Αυτό είναι και το κομμάτι στο οποίο αφήνουμε τον Θέμη τελείως ελεύθερο να έρθει με τις προτάσεις του, να σκεφτεί τι θέλει να γίνει. Ξέραμε ότι προέκυψε ένα υλικό που παραδόξως ήταν πιο φωτεινό από αυτά που είχαμε παρουσιάσει στους προηγούμενους δίσκους, οπότε νομίζω από μόνο του ήρθε αυτό. Το υλικό γεννάει πάντα και τον ήχο και τις ερμηνείες της Νατάσσας.

Υπήρχαν τραγούδια που δεν χώρεσαν στο δίσκο, ακριβώς γιατί δεν ταίριαξαν με το υπόλοιπο υλικό;
Εμείς έτσι κι αλλιώς είμαστε πάντα της άποψης «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Δηλαδή θέλουμε πάντα να είναι ένα μασίφ υλικό, όσο το δυνατόν πιο ανάγλυφο, να περιλαμβάνει διαφορετικά ακούσματα και διαφορετικές ατμόσφαιρες, οπότε όταν φτιάχτηκαν τα δέκα τραγούδια που μας έκαναν να νιώσουμε ολοκληρωμένοι με το αποτέλεσμα είπαμε στοπ.

Το περίεργο που είχε αυτός ο κύκλος τραγουδιών είναι πως, επειδή εγώ είχα αρχίσει να δουλεύω πάρα πολύ νωρίς, υπήρχαν πάρα πολλά τραγούδια. Είχα δώσει δηλαδή στο Θέμη ένα ολόκληρο λούνα παρκ μέσα στο οποίο θα μπορούσε να παίξει και να κάνει ό,τι θέλει. Δεν του έδωσα καμία καθοδήγηση γιατί ένιωσα την ανάγκη του μέσα στα χρόνια να μπορεί να δημιουργήσει ελεύθερα. Να μην έχει δηλαδή τον περιορισμό του «αυτό είναι το τραγούδι, μελοποίησέ το». Ήθελα να έχει την ελευθερία ενός ανθρώπου που μπαίνει σε έναν κήπο και μαζεύει όποιο λουλούδι του αρέσει.

Άρα καταλαβαίνω πως γράφτηκαν πολλά παραπάνω τραγούδια απ’ όσα μπήκαν στον δίσκο.
Ναι γιατί μετά την Βαβέλ είχα την ανάγκη να διερευνήσω το τι θέλω να κάνω ως προς τον ελληνικό στίχο. Γενικά η σχέση μου εμένα με το ελληνικό τραγούδι είναι κάπως περίεργη. Υπάρχουν περίοδοι που δεν με εκφράζει και υπάρχουν κι άλλες που νιώθω ότι μόνο έτσι μπορώ να βγάλω όλα αυτά που έχω μέσα μου. Οπότε ένιωσα ότι είχα την ανάγκη να δουλέψω διαφορετικές φόρμες, διαφορετικά μέτρα, διαφορετικό περιεχόμενο. Ήτανε μια πάρα πολύ καλή ψυχοθεραπεία για μένα και με έκανε να μάθω πολύ καλύτερα τον στιχουργικό εαυτό μου με φαινομενικά απλά τραγούδια. Γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό. Θεωρώ ότι τα τραγούδια της Εποχής του θερισμού είναι από τα πιο απλά και καθαρά πράγματα που έχω γράψει μέσα στα χρόνια.

Και νομίζω πως σε αρκετά σημεία σπας και τους κανόνες που πιθανόν ο ίδιος να είχες βάλει στον εαυτό σου παλιότερα.
Ισχύει απόλυτα αυτό. Ένιωσα ότι δεν είχα να λογοδοτήσω απέναντι σε καμία άποψη και σε καμία προσδοκία που μπορεί να έχει κάποιος για μένα. Θέλαμε να νιώσουμε όλοι μας απολύτως ελεύθεροι. Λογοδοτούσαμε μονάχα μεταξύ μας. Σε κανέναν άλλο.

Από αυτό που ειπώθηκε για το «Για πάντα», ότι δηλαδή σας είπε αρκετός κόσμος ότι αυτό είναι ένα τραγούδι σαν τα προηγούμενα ή ότι είναι σιγουράκι και η αντίδρασή σας ήταν να του αλλάξετε την ενορχήστρωση, εγώ αυτό που εισπράττω είναι ότι είστε άνθρωποι που τις κορυφές σας και τα κεκτημένα σας θέλετε να τα αφήνετε τελείως πίσω σας.
Αυτό ήταν μία απόφαση που την είχαμε πάρει από πάρα πολύ νωρίς στην δισκογραφία μας. Εμείς είχαμε την τύχη-ατυχία να βγούμε στη δισκογραφία με δύο τραγούδια που ήταν φοβερά landmark στο τι θέλει ο κόσμος από μας. Αυτή η μορφή της ιταλικού τύπου μπαλάντας που κορυφώνεται, όπως είναι το «Εν λευκώ» και το «Σ’ έχω βρει και σε χάνω» είναι τραγούδια που για μας είναι πάρα πολύ εύκολο να τα κάνουμε και θα μπορούσαμε να έχουμε βολευτεί πάρα πολύ σ’ αυτό το μοτίβο και ουσιαστικά να έχουμε φτιάξει μια δικλείδα ασφαλείας.

Αυτό που εμείς κάναμε κι από τους αμέσως επόμενους δίσκους, ξεκινώντας και από τα Εισιτήρια διπλά κιόλας, ήταν να φύγουμε από αυτόν τον δρόμο και να διερευνήσουμε νέους προορισμούς και νέες κατευθύνσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό δεν είναι κάτι που αγαπάμε και μας αρέσει να το κάνουμε. Νομίζω πως το «Για πάντα» έπαιξε ακριβώς αυτόν τον ρόλο μέσα στο δίσκο. Ότι υπάρχει και αυτό το κομμάτι μας που πάντα θα το αγαπάμε, όπως υπήρχε και στην «Επόμενη ζωή», το single αυτό που είχαμε βγάλει πριν απ’ τον δίσκο. Απλώς οι ανάγκες μας, μας οδηγούν και σε άλλους δρόμους.

Μπορείς να εντοπίσεις τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στο πώς γράφεις αυτά τα 15 χρόνια;
Όσο μεγαλώνω αυτό που συνειδητοποιώ –και νομίζω πως είναι κάτι που η ωριμότητα το φέρνει στους ανθρώπους– είναι ότι δεν θα διατυπώσω καμία μεγάλη αλήθεια πρώτος στον κόσμο. Όταν είσαι νέος, επειδή κι εσύ ο ίδιος ανακαλύπτεις τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, νιώθεις ότι ο τρόπος που τις διατυπώνεις είναι ο μοναδικός και ο καλύτερος. Ίσως γι’ αυτό έχουν αυτή τη φλόγα τα νεανικά έργα. Με τα χρόνια καταλαβαίνεις πως υπάρχουν άνθρωποι απ’ την αρχή του κόσμου που έχουν διατυπώσει τα πάντα.

Αυτό που μας μένει, άρα, μεγαλώνοντας είναι με απόλυτη ειλικρίνεια να διατυπώνουμε τη συγκίνηση, το συναίσθημά μας και την ανεπάρκειά μας να ορίσουμε εντελώς ένα πράγμα ή μια κατάσταση. Νομίζω ότι αυτό έχω κερδίσει: ότι πια δεν παίρνω τόσο σοβαρά τον εαυτό μου και τον τρόπο που μεταγράφω την πραγματικότητα σε τραγούδι. Δηλαδή μου αρκεί πια μια στιγμή, μια φλόγα, ένα αίσθημα για να πω ότι αυτό το τραγούδι είναι άξιο κατάθεσης από την πλευρά μου.

Σας άκουσα να λέτε ότι η «Φολέγανδρος» ήταν δώρο πρώτης επετείου της Νατάσας και πως το «Εκατοστό» είναι τραγούδι ταυτότητας και για τους τρεις. Και θέλω να σε ρωτήσω αν έχεις στο μυαλό σου πάντα όταν γράφεις ότι η Νατάσα είναι ο άνθρωπος που θα βγει να υπερασπιστεί αυτά τα λόγια και ότι πρέπει να την αφορούν.
Εμείς είμαστε τρεις άνθρωποι που στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον κόσμο μοιάζουμε 100%. Τώρα αυτά τα δύο τραγούδια έχουν πολύ ενδιαφέρον γιατί είναι πραγματικά τα δύο πιο ιδιαίτερα τραγούδια που γράφτηκαν. Το ένα γράφτηκε ανεξάρτητα από τον δίσκο. Γράφτηκε ως δώρο πρώτης επετείου της Νατάσσας με τον άντρα της και θέλαμε να της κάνουμε με τον Θέμη ένα δώρο. Γι’ αυτό κι έγραψα αυτούς τους τόσο pop στίχους και γι’ αυτό ο Θέμης έγραψε αυτή την τόσο pop μουσική. Γιατί δεν είχαμε στο μυαλό μας ότι ήταν ένα τραγούδι που θα το δισκογραφούσε κάποια στιγμή η Νατάσσα. Αυτό που θέλαμε ήταν απλά να το έχει. Η Νατάσσα, αν και στην αρχή αιφνιδιάστηκε, στην πορεία τη γοήτευσε αυτό το τραγούδι και κατάφερε να βρει έναν τρόπο κι έναν κώδικα που δεν της τον είχες σε προηγούμενες δουλειές. Δεν νομίζω να πίστευε κάποιος ότι η Νατάσσα θα τραγουδούσε κάτι τόσο pop ηχητικά στη Βαβέλ για παράδειγμα.

Απ’ την άλλη το «Εκατοστό» είναι ίσως το μόνο τραγούδι από αυτά που έγραψε ο Θέμης με το οποίο εγώ δεν μπορούσα να επικοινωνήσω καθόλου με τη μελωδία του. Ήταν ενθουσιασμένοι όλοι κι εγώ τους έλεγα δεν μου αρέσει κάντε κάτι. Όταν λοιπόν έβλεπε την Νατάσσα να παθιάζεται τόσο μ’ αυτό το τραγούδι, να λέει θα το υπερασπιστώ δεν με νοιάζει, τους είπα αφήστε τουλάχιστον να ξαναδουλέψω τους στίχους για να τους προσαρμόσω πάνω σ’ αυτόν τον ενθουσιασμό που έχεις εσύ αυτή τη στιγμή. Οπότε ουσιαστικά έκανα ένα ανεπίσημο δώρο στη Νατάσσα να προσπαθήσω να περιγράψω το πάθος της, και ειδικά αυτό που εγώ δεν καταλαβαίνω. Η Νατάσσα έχει ένα εξωστρεφή, τρομερά φλογερό τρόπο να εκφράζεται που, ενώ είναι τόσο διαφορετικός απ’ τον δικό μου, πάντα τον θαυμάζω. Της λέω πάντα μη φωνάζεις, κάνε λίγο ησυχία. Όμως θαυμάζω πάρα πολύ τον τρόπο που εκφράζεται όταν τραγουδάει ή ακόμα και όταν μιλάει η Νατάσσα, διότι το φέρει αυτό σε όλη της τη ζωή. Οπότε έτσι γράφτηκε αυτό το τραγούδι, με στίχους της τελευταίας στιγμής που γράφτηκαν μια μέρα πριν το ηχογραφήσει.

Η Νατάσσα έχει δηλώσει πως έγινε τραγουδίστρια για να λέει να τραγούδια σας. Και το αποδεικνύει. Εσύ νιώθεις ότι έγινες στιχουργός για να συνεργάζεσαι αποκλειστικά, με τις όποιες λίγες εξαιρέσεις, με τη Νατάσσα και το Θέμη;
Περνάω υπέροχα εγώ σ’ αυτή τη συνθήκη γιατί μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Γιατί αν κάτι δεν με εκφράζει απόλυτα μπορώ να το πω στα παιδιά. Και γιατί μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουμε και που μέσα από αυτή τη συνεργασία φωτίζονται πτυχές του εαυτού με τρόπο που με κάνει και αισθάνομαι όμορφα. Και παρόλο που είμαι ανοιχτός στις συγκινήσεις και στις συναντήσεις, η βάση μου είναι η συνεργασία μου με αυτούς τους δύο ανθρώπους.

Κυκλοφόρησαν αρκετά τραγούδια με θεματολογία σχετική με την πανδημία. Εσύ πώς το χειρίστηκες αυτό; Προσπάθησες, όχι ως αίσθημα, αλλά ως γεγονός να μην υπάρχει μέσα στον δίσκο;
Απόλυτα. Όλα τα μεγάλα γεγονότα δεν μπορεί κανένας να τα μετουσιώσει τη στιγμή που συμβαίνουν. Αν δεν πάρεις απόσταση, αν δεν δεις τις συνέπειες που έχει αυτό στη ζωή τη δική σου και των γύρω σου με απόσταση χρονική και συναισθηματική, τότε αυτό που θα κάνεις θα είναι παντελώς κούφιο. Μπορεί να έχει τον φόβο, το δέος, το σοκ. Μπορεί να έχει όλα αυτά που τέτοιες ειδικές συνθήκες μπορεί να προκαλέσουν, αλλά σίγουρα δεν θα έχει το περιεχόμενο. Γι’ αυτό σε τέτοιες περιπτώσεις, είτε μιλάμε για τα capital controls που συνέβαιναν όταν δουλεύαμε τη Βαβέλ είτε μιλάμε για την οικονομική κρίση είτε για τον κορωνοϊό, εγώ πάντα αποφεύγω να γράφω εν βρασμώ. Όταν κάτι θα μου προκαλέσει συγκίνηση και θα πω ότι αυτό θα μπορούσε να είναι τέλειο υλικό για δημιουργία, τότε κρατάω σημειώσεις και τις αφήνω να ξεκουράζονται με σκοπό να τις δω μετά από καιρό.


Απ’ όσο ξέρω το «Εν λευκώ» ήταν ένα τραγούδι με το οποίο έκλεινες λογαριασμούς με ανθρώπους. Παρόλα αυτά ήταν ένα τραγούδι που γράφτηκε κι αυτό με απόσταση από τα γεγονότα;

Βεβαίως. Το «Εν λευκώ» γράφτηκε σε μία φάση που είχαν συμβεί όλες οι μεγάλες εκρήξεις στη ζωή μου και συνειδητοποίησα ότι τώρα είμαι τελείως κενός. Τελείως λευκός. Τώρα δεν έχω συναισθήματα οργής, δεν έχω συναισθήματα μίσους, δεν έχω συναισθήματα ανταγωνισμού. Δεν έχω κανένα μεγάλο συναίσθημα.

Έχει τύχει να προσπαθήσεις να καταπιέσεις την ανάγκη σου να γράψεις για κάτι που σου συμβαίνει ή πια έχεις τον έλεγχο;
Όταν υπάρχει κάτι πάρα πολύ έντονο που θέλω να το γράψω, θα το γράψω. Ξέρω όμως ότι αυτό που γράφω εκείνη τη στιγμή είναι σημειώσεις. Είναι πρώτη ύλη. Είναι κάτι το οποίο δεν θα γίνει τραγούδι ακόμα κι αν η πρώτη μου παρόρμηση είναι να το γράψω με μέτρο. Γιατί η τέχνη δεν είναι η προσωπική μας ψυχανάλυση. Τα τραγούδια είναι επιστολές που τις απευθύνουμε σε ανθρώπους για όταν αυτοί θα τις χρειαστούν.

Απ’ τη μία είναι ο στίχος με τους όποιους περιορισμούς θέτει, απ’ την άλλη είναι αυτά που έχεις γράψει για το θέατρο που εκεί υπάρχει μια άλλη ελευθερία. Είναι μια ανάγκη σου να διαφεύγεις από το ένα στο άλλο;
Για μένα δεν υπήρξε ποτέ μετάβαση. Δεδομένου ότι από τη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω τραγούδια ήταν ότι με απασχολεί το θέατρο και ότι θα το είχα στη ζωή μου. Και μάλιστα δούλευα τα τραγούδια όπως θα δούλευα μια θεατρική παράσταση. Και το αντίθετο. Όταν ξεκίνησα να γράφω θέατρο ήθελα αυτό που γράφω να έχει μια δική του ρυθμολογία. Για μένα είναι συγκοινωνούντα δοχεία αυτά τα δύο. Δεν θα μπορούσα να αφαιρέσω κάποιο από τα δύο. Θέλω να υπάρχει θεατρικότητα στο τραγούδι και μουσικότητα στο θέατρο. Και με αυτές τις 4 λέξεις μπορώ να σου περιγράψω 100% ποιός είμαι εγώ ως δημιουργός.

Άρα να υποθέσω ότι το μεγαλύτερό σου όνειρο είναι να κάνετε κάτι και οι τρεις σας για το θέατρο.
Με τον Θέμη το κάναμε αυτό. Μας έφυγε αυτό το απωθημένο. Η Νατάσα σχετικά με αυτό μία θερμαίνεται μία ψυχραίνει. Κάποια στιγμή θέλω να πιστεύω ότι θα το κάνουμε και αυτό. Όταν βέβαια θα βρεθεί αυτό που θα το κάνει προκύψει φυσικά.